Θα μπορούσε να έχει μια ζωή μέσα στις ανέσεις. Επέλεξε, όμως, να σταθεί στο πλευρό των «κολασμένων». Θα μπορούσε να μείνει εδώ αλλά επέλεξε να «φύγει για άλλου».
Η Κατερίνα Γώγου, η «καταραμένη ποιήτρια» των Εξαρχείων, ξεκίνησε ως μια πολλά υποσχόμενη ηθοποιός που έπαιξε δίπλα σε μεγαθήρια του παλιού, καλού ελληνικού κινηματογράφου όπως η Αλίκη Βουγιουκλάκη και η Τζένη Καρέζη. Στη μέση της διαδρομής, ωστόσο, τα παράτησε όλα. Κυνηγημένη από τους δαίμονές της διάλεξε μια αντισυμβατική ζωή που αρχικά την έβαλε στο στόχαστρο των Αρχών και μετά την οδήγησε στο θάνατο.
«Πάει. Αυτό ήταν. Χάθηκε η ζωή μου φίλε μέσα σε κίτρινους ανθρώπους, βρώμικα τζάμια κι ανιστόρητους συμβιβασμούς», είχε γράψει η ίδια. Πριν το τέλος, ωστόσο, είχε προλάβει να ζήσει μια ζωή στα «κόκκινα». Δίπλα στους συντρόφους της, τους αναρχικούς, τα «μαύρα πουλιά» που «όλο ταξιδεύουν, γιατί δεν τους αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή».
Και ίσως ήταν αυτές οι πολιτικές της επιλογές που τον Ιανουάριο του 1980 την οδήγησαν στην Ασφάλεια να ανακρίνεται ως ύποπτη για μια από τις εμβληματικές ενέργειες της «17 Νοέμβρη».
Η ταλαντούχα, δεσποινίς, Κατερίνα Γώγου
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η «μπέμπα» του ελληνικού κινηματογράφου γεννήθηκε την πρώτη ημέρα του Ιουνίου του 1940. Ένα μικροσκοπικό κοριτσάκι, με έντονο βλέμμα. Ανήσυχο πνεύμα, έδειξε από μικρή ηλικία την τάση της. Ήταν μόλις 5 ετών όταν άρχισε να παίζει σε θεατρικές παραστάσεις. Δεν άργησε να λάβει και τον τίτλο του «παιδιού θαύματος».
Σπούδασε στην σχολή του Τάκη Μουζενίδη και θεωρούταν ένα από τα πλέον ανερχόμενα αστέρια. Πρωτοεμφανίστηκε στο θίασο του Ντίνου Ηλιόπουλου το 1961 στο έργο «ο κύριος πέντε τοις εκατό». Την πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση την έκανε σε ηλικία μόλις 12 ετών, το 1952, στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «ο Άλλος» δίπλα στον Γιώργο Παππα.
Οι μεγάλες της επιτυχίες, ωστόσο, ήρθαν από τότε που την ανακάλυψε ο Φίνος. Συνήθως κωμωδίες και πάντα ως η μικρή και ανέμελη φίλη ή αδερφή ή οικιακή βοηθός, έκανε τους θεατές να εστιάζουν στους δεύτερους ρόλους της.
«Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» (το 1959), «Δεσποινίς Διευθυντής» (το 1964), «Γάμος αλά ελληνικά» (το 1964), «Η γυνή να φοβήται τον άνδρα» (το 1965), «Μια τρελή-τρελή οικογένεια» (το 1965), είναι από τις πιο γνωστές επιτυχίες της.
Σταδιακά η Κατερίνα αρχίζει να πολιτικοποιείται. Όσο περνούσε ο καιρός όλο και πιο έντονα. Αρχικά δραστηριοποιείται στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά και στη συνέχεια στον αναρχικό χώρο. Το 1978 κάνει την τελευταία της εμφάνιση στο θέατρο και το 1980 είναι το κινηματογραφικό της κύκνειο άσμα στην «Παραγγελιά».
Η οργισμένη ποιήτρια των Εξαρχείων
Η επαφή της Γώγου με τον αναρχικό χώρο ήταν καταλυτική. Ήταν σχέση ζωής. Από ηθοποιός που έπαιζε χαρούμενους ρόλους, μετατρέπεται σε μια οργισμένη ποιήτρια που μέσα από τα γραπτά της, αναβλύζει επαναστατικότητα.
Συμμετέχει σε κινητοποιήσεις αναρχικών και δε διστάζει να εκφράσει δημόσια την αλληλεγγύη της σε διωκόμενους όπως ο Κυριάκος Μαζοκόπος ή ο Μάκης Μπουκουβάλας που είχε συλληφθεί επειδή -σύμφωνα με το κατηγορητήριο- δακτυλικά του αποτυπώματα είχαν βρεθεί στη «γιάφκα» της οδού Καλαμά στα Σεπόλια που είχε συνδεθεί με την «Αντικρατική Πάλη» και τον Χρήστο Τσουτσουβή.
Η Κατερίνα Γώγου παρά το γεγονός πως ήταν ένα ιδιαίτερα γνωστό πρόσωπο και μια αναγνωρισμένη ηθοποιός δεν δίσταζε να συχνάζει σε καταλήψεις στα Εξάρχεια, να διοργανώνει συναυλίες αλληλεγγύης σε αναρχικούς ή ενάντια στην κρατική καταστολή.
Τα ποιήματά της ήταν γεμάτα από κοινωνικά μηνύματα. Έγραφε για τους κοινωνικά αποκλεισμένους. Για όσους είχαν βρεθεί στο περιθώριο. Ταυτόχρονα πάλευε με τους δικούς της δαίμονες που την «έσπρωξαν» στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά.
Η εκτέλεση των Πέτρου και Σταμούλη και η «εμπλοκή» της Γώγου
Το βράδυ της 16ης Ιανουαρίου του 1980, ήταν ένα βράδυ με άσχημο καιρό. Έβρεχε καταρρακτωδώς. Νωρίς το βράδυ ο υποδιοικητής των ΜΑΤ Παντελής Πέτρου φεύγει από το γραφείο του στην οδό Πειραιώς και με τον οδηγό του, αστυφύλακα Σωτήρη Σταμούλη, κατευθύνονται στο Παγκράτι όπου ήταν το σπίτι του πρώτου.
Στην οδό Στίλπωνος, ωστόσο, μόλις 100 μέτρα από το σπίτι του Πέτρου, πέφτουν πάνω σε ενέδρα που τους είχαν στήσει μέλη της «17 Νοέμβρη». Τους πυροβολούν συνολικά 11 φορές με 45αρια πιστόλια. Ο Πέτρου δέχεται έξι από τις σφαίρες και χάνει τη ζωή του ακαριαία. Ο Σταμούλης δέχεται τις άλλες πέντε αλλά καταφέρνει να βγει από το αυτοκίνητο, δίνει σε μια περαστική τον ασύρματό του και της ζητά να ειδοποιήσει την αστυνομία. Λίγες ημέρες μετά θα υποκύψει στα τραύματά του.
Στο σημείο της εκτέλεσης βρίσκονται προκηρύξεις της «17Ν» με τίτλο «Φόλα στα κοπρόσκυλα των ΜΑΤ - Τα ΜΑΤ είναι οι βασανιστές του Καραμανλή». Αμέσως ξεκινάνε οι έρευνες της αστυνομίας. Όλοι οι αυτόπτες μάρτυρες ανακρίνονται. Ένας από αυτούς μιλάει για τους εκτελεστές αλλά και για μια γυναίκα που συμμετείχαν στην ενέργεια.
Σύμφωνα με τους αστυνομικούς, τους είπε πως η γυναίκα αυτή ήταν η Κατερίνα Γώγου, την οποία είδε να τρέχει προκειμένου να απομακρυνθεί από το σημείο. Μετά από λίγη ώρα μια ομάδα αστυνομικών πήγε στο σπίτι της Γώγου, έσπασε την πόρτα και σχεδόν σηκωτή την μετέφεραν στην Ασφάλεια όπου την ανέκριναν.
Κανείς δεν ξέρει αν πραγματικά υπήρξε ποτέ αυτή η μαρτυρία ή ήταν μια προσπάθεια να… τιμωρηθεί η Γώγου για τη δημόσια δράση της ενάντια στην αστυνομία. Το ζήτημα είναι πως μετά από πολύωρες και εξαντλητικές ανακρίσεις η Κατερίνα Γώγου αφέθηκε ελεύθερη διότι δεν προέκυψε το παραμικρό στοιχείο σε βάρος της. Και εντελώς τυχαία η μαρτυρία του αυτόπτη μάρτυρα «εξαφανίστηκε».
Το τέλος της Κατερίνας Γώγου
Πολλοί άνθρωποι που έζησαν από κοντά την «μπέμπα», έχουν πει πως εκείνη η περιπέτεια στα γραφεία της Ασφάλειας λειτούργησε «απελευθερωτικά» για την Γώγου η οποία πλέον -έχοντας ζήσει την καταστολή στο πετσί της- δεν είχε τίποτα να χάσει και βγήκε μπροστά.
Στις 3 Οκτωβρίου του 1986, μάλιστα, έφτασε -σε μια άκρως συμβολική κίνηση- στο σημείο να κάνει… μήνυση στον τότε υπουργό Δημόσιας Τάξης, Αντώνη Δροσογιάννη και τον τότε αρχηγό της ΕΛ.ΑΣ., Νίκων Αρκουδέα, επειδή στις 28 Σεπτεμβρίου σε ροκ συναυλία στο θέατρο του Λυκαβηττού, χτυπήθηκε άγρια από αστυνομικούς, σε επεισόδια που είχαν γίνει εκεί.
Εκτός από το κυνηγητό με την αστυνομία, η Γώγου είχε ν’ αντιμετωπίσει και ένα άλλο «κυνηγητό» αυτό με τους δαίμονές της. Στην προσπάθεια να σώσει την κόρη της, την Μυρτώ, από τα ναρκωτικά, «βυθίστηκε» και η ίδια. Από ένα σημείο και έπειτα η ζωή της ήταν μόνο αλκοόλ και χάπια.
Όντας απόλυτα αυτοκαταστροφική είχε πάρει ένα δρόμο δίχως επιστροφή. Εγκατέλειψε τα πάντα. Ακόμα και τις αγαπημένες τις πολιτικές δράσεις. Έχασε κάθε νόημα για τη ζωή και το τέλος δεν άργησε να έρθει. Στις 3 Οκτωβρίου του 1993, βρέθηκε νεκρή μέσα στο παλιό διαμέρισμα της μητέρας της στο Μεταξουργείο. Αιτία θανάτου, ένα «κοκτέιλ» από χάπια και αλκοόλ.
Το πρωινό εκείνης της ημέρας η Γώγου, είχε συναντηθεί με τον συγγραφέα Γιώργο Χρονά. «Ήταν περίπου 7:15 και μου είπε ‘’δεν σου έχω ζητήσει ποτέ τίποτα, βάλε μου να πιώ’’. Έβλεπε το μπουκάλι με το ουίσκι που ήταν πίσω από το κεφάλι μου και 7:15 το πρωί της έβαλα και ήπιε ουίσκι. Φεύγοντας μου είπε ‘’Φεύγω, πάω για κει’’» , περιγράφει ο ίδιος.
Πηγή: newsbeast