24news team
Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε την καταδίκη της -τότε- 19χρονης Βρετανίδας που αφορούσε το αδίκημα της δημόσιας βλάβης. Η υπόθεση είχε συγκλονίσει την Κύπρο και όχι μόνο, αφού η νεαρή κατήγγειλε ομαδικό βιασμό της, στην Αγία Νάπα, από 12 Ισραηλινούς.
Θυμίζουμε πώς το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, μετά από ακρόαση, βρήκε ένοχη την εφεσείουσα (σ.σ. 19χρονη) σε κατηγορία για δημόσια βλάβη, κατά παράβαση του και της επέβαλε ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών με τριετή αναστολή. Στην πολυσέλιδη απόφασή του το Ανώτατο αναφέρεται μεταξύ άλλων στο γεγονός πώς η Βρετανίδα έμεινε για έξι ώρες στον αστυνομικό σταθμό αλλά και στο ότι δεν συμβουλεύτηκε δικηγόρο κατά την διάρκεια της ανάκρισης.
Τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου
Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η εφεσείουσα στις 17.7.2019, έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία καταγγέλλοντας ότι υπέστη βιασμό από ομάδα ισραηλινών ή κάποιους εξ αυτών, οι οποίοι, ακολούθως, συνελήφθησαν από την Αστυνομία. Αργότερα την ίδια μέρα, η εφεσείουσα έδωσε δεύτερη κατάθεση στην Αστυνομία, στην οποία, μεταξύ άλλων, επανέλαβε τα περί βιασμού της. Από ιατροδικαστική εξέταση που έγινε, επίσης την ίδια μέρα, δεν προέκυψε να υπήρξε βιασμός ή βία. Ωστόσο, η Αστυνομία διερεύνησε την υπόθεση ενδελεχώς στη βάση της καταγγελίας και των καταθέσεων της εφεσείουσας, σχημάτισε φάκελο και εξασφάλισε διατάγματα προσωποκράτησης επτά προσώπων.
Στις 27.7.2019, μετά που της ζητήθηκε από την Αστυνομία και πριν την καταχώριση ποινικής υπόθεσης εναντίον των επτά προσώπων, που τότε τελούσαν υπό κράτηση για την υπόθεση, η εφεσείουσα έδωσε ακόμη μία κατάθεση για να διευκρινίσει κάποια ζητήματα που προέκυψαν από τη διερεύνηση της υπόθεσης και τον κατ' ισχυρισμό βιασμό της, στην οποία επίσης περιέγραψε τον βιασμό της. «Όταν έδωσε δε την τελευταία αυτή κατάθεση και αφού ο επικεφαλής ανακριτής την αξιολόγησε σε συνάρτηση με τη μελέτη της λοιπής μαρτυρίας, ηγέρθηκαν υποψίες εις τον τελευταίο ότι η κατηγορούμενη ψεύδεται και αποφάσισε να την ανακρίνει. Τότε η κατηγορούμενη παραδέχτηκε ότι είπε ψέματα και έδωσε την κατάθεση 28/07/19 .
Πιο συγκεκριμένα σε αυτήν αναφέρει ότι είπε ψέματα πως βιάστηκε στις 17/07/19 και πως η αλήθεια είναι ότι δεν βιάστηκε και όσα έγιναν σ' εκείνο το διαμέρισμα ήταν με τη συγκατάθεση της. Επίσης αναφέρει πως ο λόγος που έκανε την ψευδή κατάθεση ήταν επειδή αντιλήφθηκε πως την βιντεογραφούσαν να προβαίνει σε σεξουαλική πράξη και ήρθε σε δύσκολη θέση/ντράπηκε. Γι' αυτό απολογείται και λέει πως έκανε ένα λάθος.» Καταλήγει το Δικαστήριο: «Αυτή είναι κατά την άποψη μου και η μόνη περίπτωση στην οποία η κατηγορούμενη είπε την αλήθεια».
Πώς έγινε η ανάκριση – Το θέμα με τον δικηγόρο
Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η εφεσείουσα ανακρίθηκε χωρίς να είχε προηγουμένως συμβουλευτεί δικηγόρο ως προς τα δικαιώματα της, ιδιαίτερα για τα δικαιώματα της σιωπής και της μη αυτοενοχοποίησης και κανένας δικηγόρος δεν ήταν παρών κατά την ανάκριση της από τον Λοχία XXX και τη λήψη της κατάθεσης, με την οποία ανακαλούσε τις προηγούμενες καταγγελίες της και συνιστούσε ομολογία διάπραξης του αδικήματος.
Η υπεράσπιση έφερε ένσταση στην παρουσίαση της εν λόγω κατάθεσης/ομολογίας ενώπιον του δικαστηρίου, προβάλλοντας τη θέση ότι ήταν προϊόν πίεσης και ότι ελήφθη υπό «ακατάλληλες συνθήκες που επηρέασαν την κατηγορούμενη στο να υποκύψει» και να προβεί στην κατάθεση.
Τέθηκε κατά την αντεξέταση στον Λοχία XXX, μεταξύ άλλων, ζήτημα παραβίασης του δικαιώματος πρόσβασης της εφεσείουσας σε δικηγόρο.
Από πλευράς υπεράσπισης έδωσε μαρτυρία η εφεσείουσα η οποία ισχυρίστηκε ότι η ανάκριση έγινε υπό πιεστικές συνθήκες, στις οποίες αναφέρθηκε, και ότι αντιμετωπίζει μετατραυματικό σύνδρομο και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή. Επίσης παρουσιάστηκε μαρτυρία ψυχολόγου με τον ισχυρισμό ότι διέγνωσε στην εφεσείουσα σοβαρή συμπτωματολογία διαταραχής μετατραυματικού στρες. Τέλος, παρουσιάστηκε μαρτυρία καθηγητή γλωσσολογίας και αγγλικής γλώσσας, ο οποίος είναι δικανικός γλωσσολόγος, ώστε να καταδειχθεί ότι με βάση την γλωσσολογική ανάλυση που έκανε, η επίμαχη κατάθεση δεν συντάχθηκε, εν όλω ή εν μέρει, από την εφεσείουσα με δικά της λόγια, αλλά της είχε υπαγορευθεί από άτομο που είχε την αγγλική ως δεύτερη του γλώσσα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι η κατάθεση ήταν θεληματική, απορρίπτοντας τις θέσεις της εφεσείουσας και των μαρτύρων της.
Το ζήτημα της παραβίασης του δικαιώματος σε δικηγόρο επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο έφεσης, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Δικαστήριο έπρεπε να είχε αποκλείσει την κατάθεση της εφεσείουσας ως ληφθείσα υπό την πίεση των ανακριτικών αρχών, επειδή, μεταξύ άλλων, της στερήθηκε το δικαίωμα σε δικηγόρο, ενώ ουδέποτε παραιτήθηκε του δικαιώματος της αυτού.
Ήταν η θέση της υπεράσπισης της Δημοκρατίας ότι είχαν εξηγηθεί στην 19χρονη τα δικαιώματα της, ενώ αντίθετη ήταν η θέση της υπεράσπισης της 19χρονης Βρετανίδας.
Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου «θεωρούμε ότι το θέμα του δικαιώματος σε δικηγόρο έχει τεθεί στην ευρύτητα του, περιλαμβανομένων και των συνθηκών της, κατά λογική αναγκαία σειρά σύμφωνα με την ίδια την εκδοχή της εφεσίβλητης, παραίτησης και δεν υπάρχει οποιοδήποτε κώλυμα να εξεταστεί από το παρόν Δικαστήριο».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφορικά με το ζήτημα της πληροφόρησης της εφεσείουσας για το δικαίωμα της να έχει δικηγόρο, έλαβε υπόψη τη μαρτυρία της ΧΧΧ, που υποστήριζε ότι η εφεσείουσα έτυχε τέτοιας πληροφόρησης από τον ΧΧΧ. Περαιτέρω προέβη σε εύρημα ότι:
«Την 28/07/19, η ώρα 00:30, παραδόθηκε στην κατηγορούμενη έγγραφο για τα δικαιώματα της ως ύποπτο πρόσωπο και μεταξύ άλλων πληροφορήθηκε το δικαίωμα της να καλέσει δικηγόρο, αλλά αυτή αρνήθηκε να υπογράψει και έριξε το έγγραφο προς το μέρος του Μ1, αναφέροντας ότι ενημέρωσε με μήνυμα τη μητέρα της, η οποία είναι δικηγόρος.»
Όπως αναφέρει η απόφαση: «Το Παράρτημα Α αποτελούσε απλώς έγγραφο σε σχέση με το δικαίωμα της νομικής αρωγής και η καταγραφείσα απάντηση της εφεσείουσας ότι η μητέρα της είναι δικηγόρος φαίνεται να συνάδει με το ζητούμενο του Παραρτήματος αυτού. Τούτο όμως δεν υποδηλώνει ότι αρνήθηκε το δικαίωμα της σε πρόσβαση σε δικηγόρο μετά που έτυχε σχετικής πληροφόρησης».
«Ούτε φαίνεται ότι τέθηκε το Πρωτόδικο Δικαστήριο σε εγρήγορση εν όψει των ιδιαίτερων περιστάσεων, ότι δηλαδή είχε κληθεί το απόγευμα μια 19χρονη στα γραφεία του ΤΑΕ για συμπληρωματική κατάθεση ως παραπονούμενη, ότι έξι ώρες μετά ανακρίθηκε, μετά τα μεσάνυχτα, ως ύποπτη και ότι η ώρα 01:15 φέρεται να προβαίνει σε θεληματική κατάθεση, χωρίς την παρουσία δικηγόρου. Μάλιστα, ενώ η ώρα 00:30, κατά τη θέση της κατηγορούσας αρχής, είχε αρνηθεί ακόμα και να υπογράψει τα δικαιώματα της και όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Λοχίας ΧΧΧ «αυτή τα πήρε έτσι, ούτε τα άνοιξε και μου τα έριξε πίσω «δεν υπογράφω τίποτε» και μου τα έριξε προς το μέρος μου», δηλαδή παρουσιάζεται εντελώς αρνητική, ακόμα και επιθετική, σε 40 λεπτά φέρεται να δηλώνει «Ι make a big mistake, I will tell you the truth what happened» και ακολουθεί η λήψη της κατάθεσης/ομολογίας».
«Δεν προβληματίστηκε...»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντί να προβληματιστεί προέβη σε μια πολύ συνοπτική παράθεση της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής και σε ακόμα πιο συνοπτική αξιολόγηση της, αξιολογώντας, αντίθετα, εν εκτάσει και εξονυχιστικά τη μαρτυρία της νεαρής Βρετανίδας. «Είναι χαρακτηριστικό ότι η αξιολόγηση των μαρτύρων κατηγορίας έγινε σε μια σελίδα της ενδιάμεσης απόφασης, ενώ για την αξιολόγηση της εφεσείουσας το πρωτόδικο Δικαστήριο επεκτάθηκε σε εννέα σελίδες και χρειάστηκαν άλλες πέντε σελίδες για την αξιολόγηση των μαρτύρων υπεράσπισης».
Σημειώνει επίσης πώς το Πρωτόδικο, αξιολόγησε με απόλυτη προσέγγιση τα πράγματα, χωρίς να θέσει τη μαρτυρία υπό το πρίσμα των ιδιαιτέρων περιστάσεων της υπόθεσης και, ειδικά, χωρίς να λάβει υπόψη το γεγονός ότι δεν τηρήθηκαν τα εχέγγυα για την παραίτηση από το δικαίωμα σε δικηγόρο.
«Το Δικαστήριο δεν απαιτείται να πειστεί για τους ισχυρισμούς του κατηγορούμενου. Με το βάρος απόδειξης να βρίσκεται στην κατηγορούσα αρχή, το Δικαστήριο διατηρεί πάντοτε την ευχέρεια, εξετάζοντας τις συνθήκες που περιβάλλουν τη λήψη της κατάθεσης, να απορρίψει την ομολογία, έστω και αν φαίνεται θεληματική, αν κρίνει ότι δεν είναι ασφαλές να την αποδεχθεί».
Το Ανώτατο σημειώνει πώς, η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου ως προς τη θεληματικότητα μιας ομολογίας πρέπει να ασκείται με ιδιαίτερη προσοχή και με επίγνωση πάντοτε του γεγονότος ότι είναι η κατηγορούσα αρχή που έχει το βάρος να αποδείξει τη θεληματικότητα και όχι ο κατηγορούμενος να αποδείξει τη μη θεληματικότητα.
«Παρέμεινε στον Σταθμό για έξι ολόκληρες ώρες...»
Η απόφαση αναφέρει ότι«για επιβαλλόμενες και επιτακτικές υποχρεώσεις ως ζήτημα διασφάλισης των δικαιωμάτων υπόπτου προσώπου, δεν τηρήθηκαν στην υπόθεση. Ούτε αξιολογήθηκαν, σε συνδυασμό με τη διαπίστωση αυτή, επαρκώς τα δεδομένα, ότι δηλαδή μια 19χρονη σε μια ξένη χώρα, η οποία κλήθηκε στην Αστυνομία ως παραπονούμενη για διευκρινίσεις, όπως ήταν η θέση της, σε σχέση με προηγούμενες της καταθέσεις, παρέμεινε στον Σταθμό για έξι ολόκληρες ώρες και τις πρωινές πλέον ώρες, η ώρα 01:15 μέχρι 01:29, φέρεται να προβαίνει σε θεληματική κατάθεση, παρά την προηγούμενη εντελώς αντίθετη της στάση. Η αμέσως προηγούμενη, αντίθετη, κατάθεση της είχε αρχίσει η ώρα 19:15 και συμπληρώθηκε, με δύο διαλείμματα των 15 λεπτών έκαστο, η ώρα 23:00».
Το ζητούμενο, τονίζουμε καταληκτικά, ήταν το κατά πόσον η κατηγορούσα αρχή είχε αποδείξει, υπό το σύνολο των περιστάσεων όπως τις έχουμε περιγράψει, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, τη θεληματικότητα της κατάθεσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τα πιο πάνω ζητήματα με τον δέοντα τρόπο. Εάν το έπραττε θα μπορούσε να διαπιστώσει ότι παρέμειναν τέτοια κενά και ασάφειες, ώστε να αποτελούσε εσφαλμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του να αποδεχθεί την ομολογία ως μαρτυρία.
H θέση της υπεράσπισης της 19χρονης ήταν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε και δεν αντιλήφθηκε ορθά τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζει την υπεράσπιση καθόλη την ακροαματική διαδικασία από του να προβάλει τη γραμμή της υπεράσπισης ότι η εφεσείουσα δεν έλεγε ψέματα όταν προέβη σε καταγγελία για τον βιασμό της και ότι αυτή ήταν θύμα βιασμού.
Το παράπονο της εφεσείουσας είναι ότι οι παρεμβάσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου καταδεικνύουν ότι εσφαλμένα θεωρούσε ότι ο ισχυρισμός της εφεσείουσας για βιασμό δεν είχε σχέση με την παρούσα υπόθεση, ενώ στην πραγματικότητα αυτό ήταν το κεντρικό θέμα της κατηγορίας που αντιμετώπιζε, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η προσπάθεια της υπεράσπισης.
«Δεν θα αποφάσιζε αν έγινε ή όχι βιασμός»
Σύμφωνα με το Ανώτατο, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε επέμβει επανειλημμένα, είτε με δηλώσεις, είτε απαγορεύοντας ερωτήσεις, για να υποδείξει ότι: «δεν δικάζει υπόθεση βιασμού αλλά δημόσιας βλάβης» και ότι «δεν θα αποφάσιζε τίποτε για βιασμό», «δεν θα αποφάσιζε αν έγινε ή όχι βιασμός».
«Ασφαλώς επίδικο θέμα δεν ήταν ο βιασμός. Όμως η προσπάθεια της υπεράσπισης ήταν να προκαλέσει αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον η καταγγελία της εφεσείουσας ήταν ψευδής και αφορούσε σε φανταστικό αδίκημα, τα οποία αποτελούν συστατικά στοιχεία του επιδίκου αδικήματος. Αυτή ήταν η γραμμή υπεράσπισης, όπως επεξηγήθηκε ευστόχως από τη συνήγορο υπεράσπισης σε μια από τις παρατηρήσεις του δικαστηρίου ''ότι δεν δικάζει δίκη βιασμού'', κατά την αντεξέταση του ιατροδικαστή Σοφοκλέους»
Αλαλούμ με την ώρα του βιασμού
Η ώρα διάπραξης του κατ' ισχυρισμό βιασμού είχε καταλυτική σημασία για την Αστυνομία, αφού η αντίληψη της, με βάση τις καταθέσεις της 19χρονης, ότι ο βιασμός έλαβε χώρα στις 17.7.2019 η ώρα 00:30, ήγειρε υποψίες στον Λοχία ΧΧΧ ότι η καταγγελία της περί βιασμού της ήταν ψευδής, εφόσον η νεαρή Βρετανίδα παρουσιάζεται πολύ αργότερα, η ώρα 02:56 το ίδιο βράδυ, στο βίντεο να συνουσιάζεται συναινετικά με ένα από τους ισραηλινούς.
Οπότε η υπεράσπιση της Δημοκρατιάς, χαρακτηρίζει το εν λόγω βίντεο ως «καταπελτικό» στοιχείο εναντίον της 19χρονης, το οποίο επιβεβαιώνει την αλήθεια του περιεχομένου της ομολογίας της και διαψεύδει τα όσα αυτή κατήγγειλε.
Το ίδιο όμως βίντεο επικαλείται και η υπεράσπιση της 19χρονης, προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δηλαδή, καταγράφει κάποιους νεαρούς να μπαίνουν εντός δωματίου και να τους διώχνουν από το δωμάτιο, η 19χρονη με ένα ισραηλινό.
Στην απόφαση του Ανώτατου αναφέρει «Η Αστυνομία, εξέλαβε ως δεδομένο ότι ο βιασμός έγινε η ώρα 00:30, όπως θεώρησε ότι προέκυπτε από τις καταθέσεις της εφεσείουσας. Η εφεσείουσα δεν προσδιορίζει την ώρα του βιασμού στις καταθέσεις της. Η αναφορά στην ώρα 00:30, στην πρώτη κατάθεση της ημερομηνίας 17.7.2019, δεν αναφέρεται στην ώρα του βιασμού, όπως φαίνεται από το ακόλουθο απόσπασμα της εν λόγω κατάθεσης, τον οποίο η εφεσείουσα τοποθέτησε χρονικά μετά το τελευταίο βίντεο.
«Εντάξει, επειδή δεν είμαι εγώ που την έγραψα»
Αντεξεταζόμενος, ο Λοχίας ΧΧΧ ανέφερε ότι μετά που ήρθε σε γνώση της Αστυνομίας το τελευταίο βίντεο, ζητήθηκε από την εφεσείουσα «να διευκρινίσει αυτό το για την ώρα, γιατί μπορεί να έκανε λάθος η κοπέλα όσον αφορά την ώρα». Κληθείς δε να δει τη συμπληρωματική κατάθεση της εφεσείουσας ημερομηνίας 27.7.2019 και να υποδείξει το σημείο που της ζητήθηκε να διευκρινίσει την ώρα ο Λοχίας ΧΧΧ απάντησε:
«Εντάξει, επειδή δεν είμαι εγώ που την έγραψα, δεν θυμάμαι ακριβώς τι γράφει, αλλά στην κατάθεση για εκείνο το βράδυ, μας δείχνει τις κινήσεις της η κοπέλα, μας λέει ότι πήγε κάτω στην Αγία Νάπα, βρέθηκαν σε ένα σημείο με φίλους της, βρήκε τον ένα τον Ισραηλίτη ο οποίος ήταν αγκρισμένος μαζί της.ήνταμπου μας είπε, εν αθυμούμαι ακριβώς τι μας είπε και ότι πήγε για να μπει σε ένα συγκεκριμένο νυχτερινό κέντρο και εκεί της είπαν ότι εν κλειστό και θα ανοίξουν η ώρα 02:00, η ώρα 13:00, 13:00, τι ώρα ήταν τζιαί έφυε τζιαί επήε περπατητή πίσω στο ξενοδοχείο της τζιαί τζιαμέ συναντήθηκε με τον Ισραηλίτη και πήγαν στο δωμάτιο και αμέσως επιτέθηκε της και μπήκαν και άλλοι και έκαναν τον βιασμό. Με βάση αυτό, χρονικά τοποθέτησε τον εαυτό της στο δωμάτιο πριν τις 02:00 και όχι 12:00».
Τα πλάνα σε βίντεο
Τελικά το Δικαστήριο έλαβε ως σημαντικό κριτήριο για την αρνητική αξιολόγηση της μαρτυρίας της Βρετανίδας την ώρα 00:30, σε συνάρτηση με την ώρα 02:56 που φαίνεται στο τελευταίο βίντεο (DVD) να κάθεται πάνω στον ένα Ισραηλινό και να κάνει συναινετικό σεξ. Δεν έλαβε όμως υπόψη ότι κατά τον ίδιο χρόνο (ώρα 02:56) οι άλλοι δεν ήταν ευπρόσδεκτοι.
«Τα προηγούμενα πλάνα που καταδεικνύουν σεξουαλική ελευθεριότητα χωρίς μέτρο, η οποία αναμφίβολα για πολλούς δεν είναι αποδεκτή, δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε εύρημα και μάλιστα με την ισχύ της πραγματικής μαρτυρίας, ότι η καταγγελία της εφεσείουσας για βιασμό ή βιασμούς στο συγκεκριμένο χρόνο, ήταν ψευδής».