ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Αστυνομικός αυνανιζόταν σε παραλία του Πρωταρά - Τον είδαν παιδιά

Η έφεση, η ποινή και τα γεγονότα

24news team

Σε δύο χρόνια φυλάκισης καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, πρώην μέλος της Αστυνομίας, ο οποίος το 2017 καταγγέλθηκε ότι προέβη δημόσια σε άσεμνη πράξη σε παραλία στον Πρωταρά μπροστά και από ανήλικα παιδιά.

Ο εν λόγω αστυνομικός τότε υπηρετούσε σε Τμήμα του Αρχηγείου και οι κατηγορίες για τις οποίες κρίθηκε ένοχος όπως καταγράφονται στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου είναι:

Αρ. κατηγορίας 2.

Σεξουαλική κακοποίηση παιδιού κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4, 5 και 6(1) (7) του Περί Σεξουαλικής Φύσης κατά ανηλίκων Νόμου με αριθμό 91(Ι)/2014, όπως έχει τροποποιηθεί.

Λεπτομέρειες αδικήματος

Ο κατηγορούμενος στον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην πρώτη κατηγορία προκάλεσε παιδί ήτοι το οποίο δεν έχει φτάσει στην ηλικία συναίνεσης να γίνει μάρτυρας σεξουαλικών πράξεων δηλαδή αυνανιζόταν στην παρουσία του.

Αρ. κατηγορίας 4.

Άσεμνη πράξη, κατά παράβαση των άρθρων 176 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154 όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 145(Ι)/2002.

Λεπτομέρειες αδικήματος

Ο κατηγορούμενος στον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην πρώτη κατηγορία διενήργησε δημοσία άσεμνη πράξη δηλαδή αυνανιζόταν σε δημόσιο μέρος.

Σημειώνεται πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο στις 12.10.21 του επέβαλε ποινή φυλάκισης 2 ετών στη δεύτερη κατηγορία (την πιο σοβαρή) και ποινή φυλάκισης 1 έτους στην τέταρτη κατηγορία ενώ διέταξε όπως οι ποινές φυλάκισης συντρέχουν ενώ άσκησε έφεση για την καταδίκη του.

Τα χρονικό της υπόθεσης

Σύμφωνα με την απόφαση του Ανώτατου, στις 27.8.2017, οι παραπονούμενοι, οι οποίοι είναι κουμπάροι, είχαν μεταβεί οικογενειακώς σε παραλία του Πρωταρά για μπάνιο. Μαζί τους ήταν ο 10χρονος γιος και αδελφότεκνος του ενός και ο 11χρονος γιος του άλλου.

Σε κάποια στιγμή, τα τρία ανήλικα παιδιά κατευθύνθηκαν προς το μέρος όπου βρίσκεται αποβάθρα για να παίξουν, ενώ οι γονείς παρέμειναν στην παραλία.

Όπως αναφέρει η απόφαση, η ώρα 17:00 περίπου πλησίασαν τους γονείς ανήσυχοι και τρομαγμένοι οι δύο ανήλικοι. Αμέσως ο ένας εκ των γονέων τους ρώτησε πού ήταν το δικό του παιδί, με τον ανήλικο κλαίγοντας να αναφέρει ότι υπάρχει ένας γυμνός άνδρας ο οποίος τους είπε να μείνουν κοντά του να τον προσέχουν για να μην τον δει κανείς.

Το ένα από τα παιδιά ανέφερε στους δύο γονείς ότι το άλλο ανήλικο παιδί φοβήθηκε και παρέμεινε στο μέρος με τον άγνωστο άνδρα.

Ο γονέας στην κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία αλλά και στο δικαστήριο ανέφερε για το τι έπραξε:

«.. Αμέσως εγώ μαζί με τον κουμπάρο μου, τρέξαμε προς την αποβάθρα της εν λόγω παραλίας και είδα ένα άνδρα 40-45 ετών περίπου να έχει το παντελονάκι του κατεβασμένο μέχρι τα γόνατα και όπως ήταν καθιστός σε πλάγια προς τα πίσω στάση πάνω στους βράχους με το δεξί του χέρι αυνανιζόταν δημόσια. Ο γιός μου βρισκόταν περίπου τέσσερα με πέντε μέτρα μακριά του φοβισμένος, να του μιλώ και να μην απαντά από το φόβο του.

Είμαι σίγουρος ότι από το θέαμα που είδε έπαθε όλο αυτό το σοκ. Φώναξα το γιο μου να έρθει πάνω, ο γιός μου ήλθε κοντά μου κλαίγοντας και μου είπε ‘’Παπά θέλω να φύω αλλά δεν με αφήνει’’ και στη συνέχεια εγώ φώναξα στον άγνωστο άνδρα ‘’Τι κάμνεις τζιαμέ ρε’’ και πηγαίνοντας προς το μέρος του αυτός βούτηξε στη θάλασσα με σκοπό να διαφύγει. Ακολούθως βούτηξα και εγώ στη θάλασσα και κολυμπώντας χωρίς να τον χάσω από τα μάτια μου κατευθύνθηκε προς τη στεριά και πάλι και προσπάθησε να βγει στην άμμο όπου εκεί βρισκόταν ο κουμπάρος μου και μαζί με άλλους παρευρισκόμενους τον περιορίσαμε στην παραλία. Τον καθίσαμε σε ένα κρεβατάκι της παραλίας και καλέσαμε την Αστυνομία. Ενώ αναμέναμε την Αστυνομία αυτός σηκώθηκε και τρέχοντας προσπάθησε και πάλι να διαφύγει. Μαζί με τους υπόλοιπους τον περιορίσαμε και πάλι ενώ αυτός αντιστεκόταν σθεναρά με σκοπό να διαφύγει. Όταν στο μέρος έφθασε η Αστυνομία υποδείξαμε τον άγνωστο άνδρα στην Αστυνομία όπου ανέλαβε και τα περαιτέρω...».

Πάνω στην ίδια βάση περίπου κινήθηκε και η κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία την ίδια ημέρα ο δεύτερος γονέας, το περιεχόμενο της οποίας επίσης υιοθέτησε το Δικαστήριο. Ό,τι εδώ ενδιαφέρει από την κατάθεση του εν λόγω μάρτυρα, είναι το τί ακριβώς έγινε αμέσως μετά που ο άγνωστος άνδρας βούτηξε στη θάλασσα μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία τους:

«... Ο κουμπάρος μου βούτηξε και αυτός στη θάλασσα για να τον πιάσει ενώ εγώ έφυγα περπατητός από εκεί για να τον πιάσω όταν βγει στην ακτή. Αφού κολύμπησε για περίπου 5 με 10 λεπτά το πρόσωπο αυτό ξεκίνησε να κατευθύνεται προς την ακτή. Μόλις έφθασε στην ακτή, κοντά σε μπαράκι, και χωρίς να χάσω σε καμιά στιγμή οπτική επαφή με το άγνωστο πρόσωπο, τον πλησίασα και τον άρπαξα από το χέρι. Αυτός προέβαλε αντίσταση και προσπάθησε να μου ξεφύγει χωρίς να τα καταφέρει. Σε εκείνη τη στιγμή έφθασε ο κουμπάρος μου, που κολυμπούσε από πίσω του και με την βοήθεια του, το βγάλαμε έξω στην ακτή και τον ακινητοποιήσαμε. Αυτός προσπαθούσε να μας ξεφύγει, σπρώχνοντας μας, και εμείς βάλλαμε περισσότερη βία για να μην μας ξεφύγει. Αμέσως φώναξα στον κόσμο που συγκεντρώθηκε στην περιοχή να καλέσουν την Αστυνομία και μετά από πάροδο λίγων λεπτών ήρθαν δύο Αστυνομικοί οι οποίοι παρέλαβαν το άγνωστο πρόσωπο».

Δεν είπε τίποτα - «Δεν πρόκειται να απαντήσω…»

Ο αστυνομικός επέλεξε να παραμείνει σιωπηλός, όταν ανακρινόμενος ως ύποπτος δεν απάντησε στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν από τον Ανακριτή. Μάλιστα, είχε τότε αναφέρει στον ανακριτή: «Και χίλιες ερωτήσεις να μου υποβάλεις εγώ δεν πρόκειται να σου απαντήσω σε οτιδήποτε. Έχω επιλέξει το δικαίωμα της σιωπής το οποίο πρόκειται να τηρήσω», ενώ το δικαίωμα της σιωπής άσκησε και ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου ως κατηγορούμενος.

Η θέση του κατηγορούμενου κατά την αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας, δεν ήταν ότι παρέμεινε σιωπηλός, αλλά ότι αντέδρασε, ως θα αναμενόταν. Υπεβλήθη στους μάρτυρες κατηγορίας πως όταν αυτός «βγήκε από τη θάλασσα», εντός της οποίας προηγουμένως κολυμπούσε αμέριμνος, ξαφνικά κτυπήθηκε από τους δύο παραπονούμενους.

Τους υπεβλήθη ακόμη πως αμέσως ο κατηγορούμενος τους ερώτησε γιατί τον κτυπούν και μάλιστα τους ανέφερε ότι είναι Αστυνομικός. Τις υποβολές όμως αυτές τις απέρριψαν κατηγορηματικά ενώ δεν υπήρχε καμία μαρτυρία που να υποστηρίζει τα πιο πάνω.

Όπως αναφέρει η απόφαση του Ανώτατου «βρίσκουμε ότι είναι αδικαιολόγητα τα όσα καταγράφονται στην αιτιολογία του λόγου έφεσης ότι: «Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε τη θέση του κατηγορουμένου ότι ανέφερε στους ΧΧΧ1 και ΧΧΧ2 ότι είναι Αστυνομικός μετά που ζήτησε το λόγο που τον κτύπησαν και το Πρωτόδικο Δικαστήριο οικοδομεί ολόκληρο επιχείρημα αναφορικά με τη σιωπή του Εφεσείοντα», προσθέτοντας «Δεν υπήρξε ίχνος μαρτυρίας για τέτοια θέση και συνεπώς ουδέποτε αποδείχθηκε κάτι τέτοιο. Τουναντίον, αυτό που αποδείχθηκε από την αξιόπιστη μαρτυρία, ήταν ότι ο Εφεσείων προσπάθησε να ξεφύγει από τους δύο κουμπάρους».

«Η Κατηγορούσα Αρχή είχε το βάρος απόδειξης της ενοχής του Εφεσείοντα. Και το απέσεισε στη βάση σαφούς και αξιόπιστης μαρτυρίας, η οποία αφορούσε σε όλα εκείνα τα γεγονότα που επέτρεπαν στο Πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί σε ασφαλή ευρήματα για τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων της δεύτερης και τέταρτης κατηγορίας», καταλήξει η απόφαση του Ανώτατου, το οποίο απέρριψε όλους τους λόγους έφεσης του καταδικασθέντα.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Κοινωνία: Τελευταία Ενημέρωση