Η απόφαση του Υπουργείου Παιδείας για το θέμα της διενέργειας ελέγχου ταχείας διάγνωσης (rapid test) σε μαθητές δεν πλήττει τα δικαιώματα των παιδιών στην ιδιωτική τους ζωή ή στην εκπαίδευση, δήλωσε στο ΚΥΠΕ η Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, Δέσπω Μιχαηλίδου.
«Έχω μελετήσει το ζήτημα και είμαι της άποψης ότι τόσο από, αν θέλετε, νομικής πλευράς όσο και από την άποψη της Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Παιδιού δεν θεωρώ ότι η απόφαση αυτή του Υπουργείου πλήττει τα δικαιώματα των παιδιών σε βαθμό στέρησης, είτε το δικαίωμα στην ιδιωτική τους ζωής είτε το δικαίωμα τους στην εκπαίδευση» είπε.
Ανέφερε, επιπρόσθετα, ότι «μέχρι στιγμής ακούμε οργανωμένα σύνολα, γονείς. Δεν έχω ακούσει τα παιδιά, πως αντιδρούν τα παιδιά αυτά, πως τα ίδια τα παιδιά εκλαμβάνουν την διαδικασία αυτή και για αυτό το σκοπό έχω συγκαλέσει την Ομάδα Εφήβων Συμβούλων, την Κυριακή το απόγευμα σε τηλεδιάσκεψη - και θα παραστεί και η ΠΣΕΜ - όπου θέλω να ακούσω τα ίδια τα παιδιά».
Ερωτηθείσα για τις αντιδράσεις που προέκυψαν μετά την ανακοίνωση του Υπουργείου Παιδείας, ότι για την παρουσία των μαθητών και μαθητριών Μέσης Εκπαίδευσης στα σχολεία θα απαιτείται εβδομαδιαία αρνητική διάγνωση σε έλεγχο rapid test, η κα. Μιχαηλίδου είπε ότι μετά την ανακοίνωση και την εγκύκλιο του Υπουργείου Παιδείας και στην συνέχεια την έκδοση διατάγματος για την υποβολή μαθητών γυμνασίων σε rapid test, υπήρξαν διάφορες αντιδράσεις και τηλεφωνήματα κατά κύριο λόγο στο γραφείο της.
Αμέσως μετά, συνέχισε, το γραφείο της απέστειλε την 1 Μαρτίου προς το Υπουργείο Παιδείας και προς το Υπουργείο Υγείας, διερευνητική επιστολή «με την οποία θελήσαμε να μας πληροφορήσουν με ποια στοιχεία, κατόπιν ποιας έρευνας και πως προχώρησαν στη λήψη της εν λόγω απόφασης, δηλαδή εάν υπήρξε η γνώμη των επιδημιολόγων και σε ποια έκταση λήφθηκε υπόψιν».
Η Επίτροπος είπε ότι αν και δεν έχει πολλές μέρες που στάληκε η επιστολή, ως επείγουσα, μέχρι τώρα δεν λήφθηκε οποιαδήποτε απάντηση. «Συνεχίζουμε να κατακλυζόμαστε από τηλεφωνήματα γονιών, οι οποίοι διαμαρτύρονται για την διενέργεια των τεστ αυτών στα παιδιά, θεωρώντας ότι παραβιάζονται τα δικαιώματα τους σε βαθμό που το μέτρο να καθίσταται παράνομο ή για τα παιδιά αυτά ιδιαίτερα επιβαρυντικό», πρόσθεσε.
«Αντιλαμβάνομαι ότι οι γονείς θεωρούν το μέτρο ως αναγκαστικό αλλά δεν πρέπει να αγνοείται ότι υπάρχει προϋπόθεση προηγούμενης συγκατάθεσης. Οπότε, δεν υπάρχει καταναγκαστικό, στην έννοια που θέλουν να το ορίσουν, μέτρο. Βεβαίως, προκύπτει το θέμα της στέρησης του δικαιώματος στην εκπαίδευση», σημείωσε.
Όσον αφορά το δικαίωμα στην εκπαίδευση και την στέρηση του δικαιώματος, εφόσον τα παιδιά αυτά θα τυγχάνουν τηλεκπαίδευσης, η κα. Μιχαηλίδου είπε ότι θεωρεί ότι το Υπουργείο έχει προβλέψει για την τηλεκπαίδευση αυτών των παιδιών και θα πρέπει ίσως να δει με μεγαλύτερη λεπτομέρεια και να ενσκήψει πάνω στο πρόβλημα, ούτως ώστε να παρασχεθεί ποιοτική εκπαίδευση στα παιδιά που θα μείνουν κατ΄οίκον.
«Αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχουν προβλήματα γονιών εργαζομένων, όπως και υπήρχαν όταν υπήρχε το καθολικό lockdown και με την τηλεκπαίδευση. Όντως εδώ δημιουργούνται προβλήματα, αλλά δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι δίνεται εναλλακτική, η οποία δεν οδηγεί σε ουσιαστική στέρηση. Υπάρχουν αποφάσεις των ευρωπαϊκών δικαστηρίων και υπάρχουν και αν θέλετε δημοσιεύσεις που αφορούν βεβαίως τον υποχρεωτικό εμβολιασμό και όχι τα τεστ, που απαντούν αν υπάρχει παρέμβαση στο δικαίωμα σεβασμού στην ιδιωτική [ζωή]. Για να δούμε τους περιορισμούς αυτούς και την έκταση, στην οποία επεμβαίνουν πρέπει να δούμε κάτω από ποιες συνθήκες λαμβάνονται τα μέτρα, ποιο σκοπό εξυπηρετούν, εάν η κατάσταση αφορά την γενική υγεία του πληθυσμού», συμπλήρωσε.
Σε αυτή την περίπτωση, συνέχισε η κα. Μιχαηλίδου, «πρέπει όλοι να θυμόμαστε κάτι που θεωρώ ότι πολλοί γονείς που διαμαρτύρονται θέλουν να το ξεχνούν: Δεν είναι μόνο τα δικά τους παιδιά που προστατεύει η Επίτροπος».
Η Επίτροπος, είπε, προστατεύει όλα τα παιδιά και σε μια τάξη χωρούν όλα τα παιδιά και παιδιά που ενδεχομένως να νοσήσουν σοβαρά και δεν το γνωρίζουμε και παιδιά που χαίρουν άκρας υγείας και αν νοσήσουν δεν θα έχει συνέπειες εις στην υγεία τους.
«Στη συνέχεια αυτά τα παιδιά έρχονται σε επαφή με τους γονείς τους και τους ενηλίκους και διασπείρουν τον ιό, ακόμα μπορεί να είναι και χωρίς συμπτώματα, ασυμπτωματικά. Αυτό όλο το πακέτο φαίνεται να διαφεύγει από πολλούς γονείς, οι οποίοι φωνάζουν για παραβίαση των δικαιωμάτων του παιδιού τους. Θεωρώ ότι μια τέτοια απόφαση για να αντιμετωπιστεί η διασπορά του ιού και να προστατευτεί η δημόσια υγεία που είναι το ζητούμενο και ο στόχος και η στόχευση αυτή την στιγμή δεν είναι τέτοιο που να στερεί από τα παιδιά μας οποιοδήποτε δικαίωμα ή να παρεμβαίνει κατά τέτοιο τρόπο, ούτως ώστε να οδηγήσει παραβίαση δικαιωμάτων», πρόσθεσε.
Τώρα, ανέφερε, επιπρόσθετα, η κα. Μιχαηλίδου, εάν υπάρχουν άλλοι πιο φιλικοί τρόποι για λήψη του δείγματος «θεωρώ ότι πρέπει να εφαρμοστεί και ας μιλήσουν για αυτό οι ειδικοί , οι οποίοι μπορεί να διαθέτουν ένα τέτοιο τρόπο περισσότερο φιλικό αν θέλετε προς τα παιδιά».
Αναφέρθηκε ακολούθως στην τηλεδιάσκεψη με την Ομάδα Εφήβων Συμβούλων, που έχει συγκαλέσει την Κυριακή, στην παρουσία της ΠΣΕΜ, λέγοντας ότι «θέλω να ακούσω τα ίδια τα παιδιά. Γιατί, ξέρετε, οι γονείς οι ίδιοι είτε καμιά φορά από προστατευτικότητα, είτε από τις δικές τους πεποιθήσεις, είτε γιατί δικαίως πολλές φορές ανησυχούν, μπορεί να υπερβάλλουν και δημιουργείται κλίμα, το οποίο αυτή την στιγμή, εάν ενημερωθούμε όλοι σωστά, εάν συζητήσουμε όλοι από κοινού, ειδικοί, ψυχολόγοι, Επιτροπή, θα δούμε ότι τα παιδιά ενδεχομένως να έχουν διαφορετική άποψη. Δεν αφήνουμε τα παιδιά να μιλήσουν».
Όπως είπε, ακούει οργανωμένα σύνολα που βγάζουν ανακοινώσεις, καθώς και μεμονωμένους γονείς. «Τι ισχύει άραγε στην πραγματικότητα για όλα αυτά τα πράγματα για τα οποία δυσανασχετούμε και θεωρούμε ότι παραβιάζονται δικαιώματα παιδιών; Το Γραφείο είναι εδώ για να προστατέψει τα δικαιώματα των παιδιών από παραβιάσεις, πραγματικές παραβιάσεις, εκεί όπου υπερβαίνει το μέτρο, την αναλογικότητα που είναι μια από τις βασικές αρχές της ΕΕ και πρέπει να μας καθοδηγεί στη λήψη οποιασδήποτε απόφασης», κατέληξε.
ΠΗΓΗ: ΚΥΠΕ