Η γερμανική εφημερίδα περιγράφει το ιστορικό της αποκόλλησης των Μαρμάρων του Παρθενώνα το 1816, την πώλησή τους στο Βρετανικό Μουσείο και τη σχεδόν άμεση έγερση του αιτήματος της επιστροφής των κλοπιμαίων εκ μέρους των άρτι απελευθερωθέντων από τους Οθωμανούς Ελλήνων.
Η Welt αναφέρεται, επίσης, στην επίμονη άρνηση των βρετανικών κυβερνήσεων, οι οποίες «αγνόησαν ακόμα και τους καλούς βρετανικούς τρόπους», όπως γράφει χαρακτηριστικά.
Ο πρώην δήμαρχος του Λονδίνου, Μπόρις Τζόνσον, νυν υπουργός Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας και υπέρμαχος του Brexit, ο οποίος είχε αρνηθεί, επίσης, την επιστροφή τους στην Αθήνα μετά τη σχετική καμπάνια του Τζορτζ Κλούνεϊ, θα πρέπει τώρα να αντιμετωπίσει πάλι το θέμα, αφού θα βρεθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για την έξοδο της χώρας του από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεδομένου ότι «οι Έλληνες θεωρούν πως με την αποχώρηση της Μ. Βρετανίας από την ΕΕ, ήρθε και η ώρα να ξαναφέρουν τον καλλιτεχνικό θησαυρό πίσω την Αθήνα», σημειώνει η γερμανική εφημερίδα.
«Οι Βρετανοί χρειάζονται για όλα όσα θέλουν (να επιτύχουν) τη συγκατάθεση του ελληνικού Κοινοβουλίου», λέει ο Αλέξης Μανθεάκης, πρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής Δράσης για τα Μάρμαρα του Παρθενώνα.
«Οι πιθανότητες της επιστροφής τους δεν είναι αμελητέες. Οι Έλληνες γνωρίζουν καλά ότι χωρίς τη συγκατάθεσή τους μπορεί μεν η Μ. Βρετανία να αποχωρήσει από την ΕΕ, αλλά μία οικονομική συμφωνία μπορεί να γίνει μόνο με αυτούς, διότι θα πρέπει να ψηφιστεί από όλα τα εθνικά Κοινοβούλια. Η επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα ως αντάλλαγμα είναι ένα θέμα, το οποίο δεν θέτει μόνο ο Αλέξης Μανθεάκης, αφού και Έλληνες κοινοβολευτικοί έχουν ήδη εκφραστεί παρομοίως», παρατηρεί η Welt.
H γερμανική εφημερίδα τονίζει, ακόμη, ότι τα επιχειρήματα της Βρετανίας ατόνισαν μετά την ανέγερση του Μουσείου της Ακρόπολης στην Αθήνα.
Για τη νομιμότητα της μεταφοράς των Μαρμάρων δεν υπάρχει εν τούτοις αμφιβολία κατά τους Βρετανούς.
Ο λόρδος Έλγιν είχε πράγματι την γραπτή άδεια των Τούρκων να πάρει έργα τέχνης από την Ακρόπολη. Γινόταν, όμως, λόγος για "μερικές πέτρες", επομένως κατά την ελληνική ανάγνωση δεν μπορούσαν να εννοούνται πέτρες βάρους 220 τόνων...».