ΚΥΠΕ
Οι εταιρείες πετρελαιοειδών απέρριψαν την Τρίτη τις κατηγορίες ότι αισχροκερδούν σε ό,τι αφορά τον καθορισμό των τιμών των καυσίμων, με μερικές από αυτές να υποστηρίζουν πως λόγω του ανταγωνισμού τους τελευταίους μήνες καταγράφουν ζημιές διότι δεν μπορούν να μεταφέρουν άμεσα τις αυξημένες τιμές των φορτίων καυσίμων που παραλαμβάνουν.
Η κοινοβουλευτική επιτροπή Εμπορίου εξέτασε σε μακρά έκτακτη το απόγευμα της Τρίτης το θέμα της αύξησης της τιμής των καυσίμων και τις επιπτώσεις στην οικονομία και στον Κύπριο πολίτη και τον τρόπο παρακολούθησης των τιμών, με τον Πρόεδρο της Επιτροπής Κυριάκο Χατζηγιάννη να σημειώνει ότι οι εταιρείες καλούνται να αποδείξουν ότι δεν αισχροκερδούν.
«Ειπώθηκαν πάρα πολλά, έγιναν καταγγελίες ότι σε σχέση με την ολιγοπωλιακή εμπορία καυσίμων, υπάρχουν παράθυρα τα οποία επιτρέπουν τη δημιουργία μη σωστού κέρδους, με άλλα λόγια αισχροκέρδειας. θα πρέπει σήμερα οι εταιρείες από μόνες τους να τεκμηριώσουν ότι δεν πράττουν αυτό για το οποίο κατηγορούνται», είπε.
Ο κ. Χατζηγιάννης αναγνώρισε ότι «έχουμε ολιγοπώλιο και από την στιγμή που έχουμε ολιγοπώλιο δεν έχουμε σωστή λειτουργία του ανταγωνισμού». Ανέφερε ότι υπάρχουν τέσσερις παίκτες στην αγορά και δύο έμποροι στην χονδρική αγορά.
Ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείου Εμπορίου, Κωνσταντίνος Καραγιώργης επανέλαβε ότι με τα στοιχεία που έχει η υπηρεσία στην κατοχή της δεν δικαιολογείται πλαφόν στην λιανική τιμή των καυσίμων.
Όπως ανέφερε, με το νέο σύστημα υπάρχει περισσότερη ακρίβεια στην παρακολούθηση των τιμών. Η υπηρεσία, ανέφερε παρακολουθεί τρία προϊόντα, πετρέλαιο κίνησης, βενζίνης 95 οκτανίων και πετρέλαιο θέρμανσης.
Και ο βουλευτής του ΔΗΣΥ, Νίκος Σύκας είπε πως «διαμορφώνεται ένα κλίμα το οποίο ονομάζεται αισχροκέρδεια και πρέπει να πείσετε ότι δεν υπάρχει αισχροκέρδεια».
Πιο έντονος ήταν ο βουλευτής του ΑΚΕΛ Κώστας Κώστα, ο οποίος παρέθεσε στοιχεία σύμφωνα με τα οποία οι τιμές του πετρελαίου διεθνώς υποχώρησαν τους τελευταίους 3 μήνες.
«Μέσα σε τρεις μήνες οι εταιρείες δεν έφεραν κανένα νέο φορτίο;» διερωτήθηκε και πρόσθεσε: «Κάποιοι κλέβουν τον κόσμο και πρέπει η Υπηρεσία Καταναλωτή να κάνει το καθήκον της».
Ο βουλευτής του ΔΗΚΟ Χρύσης Παντελίδης είπε ότι αναμένει απαντήσεις από την Ελεγκτική Υπηρεσία όσον τη διαδικασία παρακολούθησης των τιμών και αν η Υπηρεσία κρίνει ότι τα εργαλεία που έχει το Υπουργείο είναι επαρκή.
Εκ μέρους της ΔΗΠΑ ο Μιχάλης Γιακουμή είπε πως ο πολίτης ζει το θέμα της ακρίβειας καθημερινά στο πετσί του. «Θα έπρεπε να ήταν παρών οι πολιτικοί προϊστάμενοι και θέλουμε απαντήσεις. Πήραμε κάποιες απαντήσεις οι οποίες είναι ασαφείς», είπε.
Τέλος ο Σταύρος Παπαδούρης του Κινήματος Οικολόγων χαρακτήρισε το θέμα ως πολυδιάστατο και σημείωσε ότι κάθε φορά που αναφέρεται η λέξη φόρμουλα υπολογισμού οι εταιρείες τρομάζουν, όπως είπε.
Εκ μέρους τους ΕΛΑΜ, ο Γεάδης Γεάδη σε δήλωση του ανέφερε ότι έγινε μια προσπάθεια από όλους ότι όλα βαίνουν καλώς στο θέμα των καυσίμων «βασισμένοι όμως σε μια λανθασμένη μεθοδολογία που στο τέλος της ημέρας καλείται να πληρώσει ο λαός».
Εκπρόσωπος της Ελεγκτικής Υπηρεσίας επανέλαβε την ανάγκη για αποσύνδεση των πρατηρίων από τις εταιρείες χονδρικής πώλησης.
«Λειτουργεί ο ανταγωνισμός, δεχόμαστε ζημιές λόγω των υψηλών τιμών των καυσίμων»
-----------------------------------------
Απαντώντας οι εκπρόσωποι των εταιρειών είπαν πως ο ανταγωνισμός λειτουργεί στην Κύπρο και πρόσθεσαν πως τους τελευταίους μήνες δέχονται ζημιές επειδή λόγω του ανταγωνισμού δεν μπορούν να μεταφέρουν άμεσα στις τιμές τις αυξήσεις των φορτίων που παραλαμβάνουν. Τα καύσιμα που παραλαμβάνονται, είπαν, είναι διυλισμένα που είναι ακριβότερα από το ακατέργαστο πετρέλαιο και βασίζονται στις τιμές Plats, το οποίο λειτουργεί ως χρηματιστήριο.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Πετρολίνα, Ντίνος Λευκαρίτης είπε πως οι εταιρείες πετρελαιοειδών παρουσιάζονται ως «ο κακός δαίμονας» του καταναλωτή. «Δεν είμαστε. Είμαστε δημόσια εταιρεία, σας προκαλώ να δείτε τα βιβλία μας».
Είπε πως η εταιρεία του το 2021 είχε κύκλο εργασιών €306 εκατ., ενώ τα κέρδη της ήταν €7,5 εκατ., που αντιστοιχεί στο 2,5% του τζίρου της.
«Σήμερα εμείς έχουμε (τιμή) 1,82, διότι φέραμε ακριβό φορτίο, δεν μπορώ να κατεβάσω την τιμή διότι θα έχω ζημιές και δεν αγοράζει κανένας από τα πρατήρια μας», είπε.
Ο κ. Λευκαρίτης είπε πως οι εταιρείες εισάγουν διυλισμένα καύσιμα (Platts), με την εταιρεία του να εισάγει από το Ισραήλ και πρόσθεσε και τα ναύλα μεταφοράς έχουν αυξηθεί, αυξάνοντας το κόστος για τις εταιρείες.
«Καταλάβουμε ότι δεχόμαστε πυρά, αν νομίζετε ότι κάνουμε λάθος κοπιάστε να μας ελέγξετε», πρόσθεσε.
Ο Γιώργος Γρηγοράς, εκ μέρους της εταιρείας Ελληνικά Πετρέλαια μίλησε για πολλές ανακρίβειες οι οποίες διατυπώνονται και πρόσθεσε ότι οι εταιρείες δέχονται ένα είδος «άδικης πολεμικής με ανυπόστατες κατηγορίες οι οποίες μπορεί να φτάσουν στο όριο της συκοφαντίας»
Είπε ότι η εταιρεία του καθυστερεί στην προσαρμογή των τιμών στις αντλίες, προσθέτοντας ότι η δική μας εταιρεία φέρνει ένα πλοίο κάθε δέκα μέρες. «Έχουμε καθυστέρηση σε όλα είτε η τιμή πάει πάνω είτε κάτω».
«Δεν μπορεί να εξηγηθεί η λιανική τιμή σε σύγκριση με το ακατέργαστο πετρέλαιο, άλλη η τιμή του ακατέργαστου και άλλη η τιμή στα διυλισμένα προϊοντα», είπε.
Εκ μέρους της ExxonMobil (διαχειρίζεται τα πρατήρια Esso), ο Αντώνης Mούζουρος είπε ότι ο τρόπος κοστολόγησης διαφέρει από εταιρεία σε εταιρεία. «Δεν προλαβαίνουμε να μεταφέρουμε τις αυξήσεις τις τιμές, οι μήνες αυτοί είναι ζημιογόνοι. Κάθε χρόνο ψάχνουμε να δούμε ποιο είναι το πιο φθηνό διυλιστήριο της περιοχής για να αγοράζουμε», είπε.
«Οι τελευταίοι μήνες είναι ζημιογόνοι για την εταιρεία μας, ελάτε να τα ελέγξετε και να κλείσει αυτό το θέμα. Αυτή είναι παραπληροφόρηση που υπάρχει στην αγορά», κατέληξε.
Εκ μέρους της Shell, ο Κώστας Τσιγάρας ανέφερε από την πλευρά ότι το περιθώριο των εταιρειών δεν έχει αλλάξει, παραμένει το ίδιο χωρίς να λαμβάνουν υπόψη ότι ο εταιρείες έχουν να κάνουν με αυξημένα έξοδα, «τα οποία τις έχουμε απορροφήσει και κάνουμε τη δουλειά μας με αυξημένο χρηματικό κόστος. Ο ανταγωνισμός λειτουργεί στην Κύπρο».
Είπε ακόμη ότι στην Κύπρο λειτουργούν 315 πρατήρια, εκ των οποίων το 28,5% ή τα 90 είναι εταιρικά.
Ο Γιώργος Πέτρου Διευθύνων Σύμβουλος της Staroil είπε πως δεν γίνονται άμεσες προσαρμογές των τιμών αναλόγως της διακύμανσης των διεθνών τιμών, επειδή υπολογίζεται ένας μέσος όρος πέντε ημερών και όχι του κάθε φορτίου.
Απέρριψε τις κατηγορίες ότι οι εταιρείες πετρελαιοειδών είναι κλέφτες. Αναφέρθηκε στην κερδοφορία της εταιρείας του λέγοντας ότι η εταιρεία του «τέτοιες ζημιές δεν είχαμε ποτέ μας, διότι δεν μπορούσαμε να εφαρμόσουμε τις αυξήσεις άμεσα και για αυτό έχουμε υποστεί ζημιές.
Πάντως εκπρόσωπος των πρατηριούχων αμφισβήτησε ότι μόνο το ένα τέταρτο των πρατηρίων ελέγχονται από εταιρείες, λέγοντας πως πολλοί πρατηριούχοι λειτουργούν πρατήρια τα οποία ανήκουν σε εταιρείες πετρελαιοειδών. Σημείωσε ότι το περιθώριο τους στην χονδρική τιμή είναι 5 σεντ.
Εξάλλου, ο Λουκάς Αριστοδήμου Πρόεδρος Παγκύπριας Ένωσης Καταναλωτών και Ποιότητας Ζωής επέκρινε την Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή ότι λειτουργεί «ως φερέφωνο των εταιρειών». Ζήτησε η Βουλή να προβεί σε νομοθετικής βελτιώσεις, να ανεξαρτητοποιηθεί η Υπηρεσίας Προστασίας Καταναλωτή και να βελτιωθεί η νομοθεσία η οποία διέπει την επιτροπή προστασίας ανταγωνισμού.
Εκ μέρους του ΚΕΒΕ, ο Αντρέας Αντρέου Διευθυντής Βιομηχανικής Ανάπτυξης είπε πως η αισχροκέρδεια είναι πολύ βαριά κατηγορία και πρέπει να τεκμηριώνεται. «Θα ανέμενα περισσότερες εξηγήσεις από την Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή» είπε. Αναφέρθηκε σε διακυμάνσεις στις τιμές των καυσίμων στα πρατήρια, κάτι που σημαίνει, όπως είπε, πως ο ανταγωνισμός δουλεύει σε κάποιο βαθμό.
Εκπρόσωπος της ΟΕΒ είπε πως η αρμόδια αρχή κάνει καλά τη δουλειά της και ότι υπάρχουν οι μηχανισμοί για να ελεγχθούν κατά πόσοι οι εταιρείες αισχροκερδούν και να δούμε αν οι μηχανισμοί του κράτους λειτουργούν και σημείωσε ότι δεν πρέπει να κατηγορούνται οι εταιρείες επειδή είναι υψηλές οι τιμές των καυσίμων διεθνώς.
Πάντως η Επιτροπή ζήτησε στοιχεία από τις εταιρείες για τους προηγούμενους έξι μήνες. «Δεν μπορεί να εφησυχάσουμε. Ζητήσαμε να μας δοθούν στοιχεία και θα επανέλθουμε για να αποκλείσουμε οποιοδήποτε ενδεχόμενο ή ακόμη και κενό στους μηχανισμούς εποπτείας και ελέγχου της αγοράς καυσίμων», κατέληξε ο κ. Χατζηγιάννη.