Οι νοσηλευτές αποτελούν «γέφυρα επικοινωνίας» μεταξύ των ασθενών με κορωνοϊό που νοσηλεύονται στο Νοσοκομείο Αναφοράς και τις οικογένειες τους. Από τον φόβο για το άγνωστο και πώς θα το αντιμετώπιζαν όταν πρωτοχτύπησε η πανδημία στην Κύπρο, οι άνθρωποι της πρώτης γραμμής, συσπειρώθηκαν και παλεύουν καθημερινά για τους ασθενείς τους. Η Μαρία Γεωργίου, Προϊστάμενη Νοσηλευτική Λειτουργός και Μαία στο Γενικό Νοσοκομείο Αμμοχώστου, μιλά στο ΚΥΠΕ για το έργο που επιτελούν, την αγωνία και συναισθήματα των νοσηλευτών και στέλλει μια ισχυρή προειδοποίηση: Κρατάτε αποστάσεις, φοράτε μάσκα, πλένετε τακτικά τα χέρια, αποφεύγετε συναντήσεις με ηλικιωμένους και ευάλωτες ομάδες. Η δυσπιστία για την ύπαρξη του κορωνοϊού, κάνει τη δουλειά των γιατρών και των νοσηλευτών ακόμα μια δύσκολη, λέει.
Η κα. Γεωργίου ανέφερε στο ΚΥΠΕ πως ήταν η ίδια ήταν ο πρώτος άνθρωπος, που υποδέχθηκε «τους δύο ασθενείς με κορωνοϊό που μεταφέρθηκαν στο Νοσοκομείο Αναφοράς, όπως μετονομάστηκε το δημόσιο Νοσηλευτήριο, και χρειάστηκε να νοσηλευτούν. Όταν ακούσαμε για πρώτη φορά για τον κορωνοϊό και πως στο Νοσοκομείο θα νοσηλεύονταν ασθενείς με Covid-19, υπήρξε από όλους τους γιατρούς και τους νοσηλευτές το συναίσθημα του φόβου για το τι θα αντιμετωπίζαμε».
Πρόσθεσε ότι «από τις 11 Μαρτίου που άρχισαν να νοσηλεύονται ασθενείς με κορωνοϊό στο Νοσοκομείο Αναφοράς, δεν γνωρίζαμε αρκετά στοιχεία για τα συμπτώματα του νέου ιού, τι προκαλεί τον οργανισμό του ανθρώπου και πώς αντιμετωπίζεται, αφού πολλοί πίστευαν ότι δεν θα έφτανε στην Κύπρο. Γιατροί, νοσηλευτές και παραϊατρικό προσωπικό, είχαμε το αίσθημα φόβου και του πανικού για αυτό που θα βρίσκαμε μπροστά μας».
Σημείωσε ακόμα ότι «επειδή το Γυναικολογικό Τμήμα του Νοσοκομείου Αμμοχώστου ήταν το πρώτο τμήμα που εκκενώθηκε για να νοσηλεύσει ασθενείς με κορωνοϊό, θεωρούσαμε ότι «χαλούσαμε το σπίτι μας για να φτιάξουμε κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ αυτά που γνωρίζαμε».
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση η κα. Γεωργίου είπε πως «στους ασθενείς με κορωνοϊό παρέχεται νοσοκομειακή φροντίδα και περίθαλψη, ωστόσο νοιώθουμε και αισθανόμαστε ότι φτάνουν στο Νοσοκομείο με έντονο φόβο για τον θάνατο και μη γνωρίζοντας εάν θα τα καταφέρουν τελικά να ξεπεράσουν τον κορωνοϊό. Επειδή ακριβώς οι ασθενείς δεν γνωρίζουν, όπως και όλοι μας, αρκετά πράγματα για τον συγκεκριμένο ιό, πολλές φορές τους βλέπουμε να απελπίζονται, να συγχύζονται και να γίνονται πιο ιδιότροποι με τους γιατρούς και τους νοσηλευτές να καλούνται να αντιμετωπίσουν όλα αυτά τα συναισθήματα τους και να τους καθησυχάσουν».
Ανέφερε επίσης ότι «πολλές φορές είναι δύσκολη η επικοινωνία και η προσωπική επαφή με τους ασθενείς, αφού δεν μπορούμε να καθίσουμε δίπλα τους, να τους πιάσουμε το χέρι, να τους χαϊδέψουμε, να τους μιλήσουμε και να τους καθησυχάσουμε. Δηλαδή δεν μπορούμε να έχουμε με τους ασθενείς το κομμάτι της σωματικής επαφής, το οποίο καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε με άλλους τρόπους».
Αυτό που κάνουν οι νοσηλευτές, συνέχισε, «είναι να πάρουν τους συγγενείς των ασθενών στο τηλέφωνο και να το βάλουμε στο αυτί τους για να μιλήσουν μαζί τους, ή να βάλουμε το κινητό σε ανοικτή ακρόαση ώστε να έχουν μια συνομιλία με τις οικογένειες, τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Εμείς πρέπει να τους καθησυχάσουμε, να κρατήσουμε την ψυχολογία τους όσον το δυνατό πιο ψηλά, να τους μεταφέρουμε κουβέντες από τις οικογένειες τους και βασικά γινόμαστε γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ των ασθενών και των συγγενών τους».
Σε παρατήρηση ότι ουσιαστικά οι ασθενείς βλέπουν τους νοσηλευτές ως οικογένεια τους, η κα. Γεωργίου είπε ότι «πράγματι αυτό γίνεται και πολλές φορές έχουμε και εμείς αυτά τα ίδια συναισθήματα προς τα άτομα αυτά. Οι νοσηλευτές που μπαίνουν στους θαλάμους με ασθενείς με κορωνοϊό, είναι ντυμένοι με στολή από πάνω μέχρι κάτω, φορούν τη μάσκα και το προστατευτικό προσώπου και το μόνο που υπάρχει να δουν οι νοσηλευόμενοι είναι τα μάτια τους που είναι όπως λένε «ο καθρέφτης της ψυχής».
Σημείωσε πως «πάρα πολλές φορές οι νοσηλευτές πρέπει να προσέξουν ώστε οι ασθενείς να μην αντιληφθούν, βλέποντας τα μάτια τους, πόσο δύσκολη είναι η κατάσταση της υγείας τους και να μην καταλάβουν το φόβο και την αγωνία που έχουν, προσπαθώντας να αντεπεξέλθουν σε κάποιες επείγουσες ανάγκες τους. Ωστόσο, ως επί το πλείστον αυτό που οι ασθενείς βλέπουν μέσα από τα μάτια μας είναι χαμόγελα και θάρρος».
Οσον αφορά την αύξηση το τελευταίο διάστημα του αριθμού των ηλικιωμένων στο Νοσοκομείο Αναφοράς, η Μαρία Γεωργίου απάντησε πως «τα άτομα αυτά έχουν άλλες επιπρόσθετες ανάγκες, που εκτός από τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζουν, καθιστούν τη νοσηλεία τους πιο δύσκολη. Επίσης, ακούμε την αγωνία των δικών τους ανθρώπων οι οποίοι κυριολεκτικά κρέμονται από τα λόγια των νοσηλευτών και έχουν αγωνία εάν τελικά θα τα καταφέρουν οι συγγενείς τους, θα νικήσουν τον ιό και θα επιστρέψουν σπίτι τους».
Σημείωσε επίσης πως «το πλείστο προσωπικό του Νοσοκομείου Αναφοράς εργάζεται συνεχώς από το Μάρτιο, με αποτέλεσμα να υπάρχει μεγάλη κόπωση και ψυχολογική κατάπτωση, ωστόσο επειδή οι ηλικιωμένοι χρειάζονται περισσότερο χρόνο νοσηλείας, υπάρχει μεγαλύτερο δέσιμο μεταξύ ασθενούς και νοσηλευτή. Σε περίπτωση που ένας ασθενής δεν τα καταφέρει και καταλήξει, η απώλεια του έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ψυχολογία των νοσηλευτών, αφού βλέπουν στα πρόσωπα των ηλικιωμένων, τους παππούδες, τις γιαγιάδες και άλλους δικούς τους ανθρώπους».
Στις δηλώσεις της η κα. Γεωργίου αναφέρθηκε στη «δυσπιστία και στην έλλειψη εμπιστοσύνης» που πολλές φορές επιδεικνύουν οι συγγενείς προς τους νοσηλευτές για τη νοσηλεία των δικών τους ανθρώπων και είπε πως «εμείς κάνουμε ό,τι πρέπει να γίνει για τους ασθενείς, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο που μπορούμε. Όμως η δυσπιστία και η έλλειψη εμπιστοσύνης επηρεάζει μερικώς την ψυχοσύνθεση των νοσηλευτών, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει οποιοσδήποτε αντίκτυπος στα καθήκοντα τους, τα οποία επιτελούν στο μέγιστο δυνατό βαθμό».
Ανέφερε μάλιστα πως «κανένας από τους γιατρούς και τους νοσηλευτές δεν θέλει να έχει ο κορωνοϊός αρνητικές επιπτώσεις στους ασθενείς τους».
Σε άλλη ερώτηση απάντησε ότι «η αύξηση των κρουσμάτων κορωνοϊού σε ηλικιωμένους φαίνεται να παρατηρήθηκε λόγω της επίσκεψης στον παππού και τη γιαγιά τους, νεαρών που συνήθως είναι ασυμπτωματικοί, με αποτέλεσμα να μεταφέρουν χωρίς να το γνωρίζουν, τον ιό στις ευάλωτες ομάδες. Συνήθως τα ηλικιωμένα άτομα και οι ευάλωτες ομάδες πληρώνουν το χειρότερο τίμημα της πανδημίας του κορωνοϊού, δηλαδή της «ασυνειδησίας και της απροσεξίας των νεαρών».
Στέλνοντας ένα μήνυμα προς όλο τον κόσμο η κα. Γεωργίου είπε πως «πρέπει όλοι να κρατούν αποστάσεις, να φορούν τη μάσκα, να πλένουν τακτικά τα χέρια τους και να αποφεύγουν συναντήσεις με ηλικιωμένους και ευάλωτες ομάδες. Δυστυχώς, υπάρχει και η δυσπιστία από αρκετά άτομα για την ύπαρξη του κορωνοϊού, με αποτέλεσμα να γίνεται δυσκολότερη η δουλειά των γιατρών και των νοσηλευτών που κλήθηκαν να φροντίζουν τους ασθενείς με Covid-19».
Κληθείσα να αναφέρει κατά πόσον οι νοσηλευτές έχουν φτάσει στα όρια τους από τις πολλές ώρες εργασίας και την αποχή από τις οικογένειες τους, είπε πως «παρά το γεγονός ότι οι πλείστοι νοσηλευτές έχουν κουραστεί, εντούτοις κανένας δεν είπε ποτέ πως αρνείται να δουλέψει και δεν θέλει να φροντίσει τους ασθενείς. Εχουμε μπει στο συγκεκριμένο επάγγελμα και παρά τη σωματική και τη ψυχολογική κόπωση, αλλά και τη στέρηση των οικογενειών μας, θέλουμε να φροντίσουμε και να βοηθήσουμε τον κόσμο».
Σημείωσε επίσης πως «ακόμα και οι νεοεισερχόμενοι στο επάγγελμα του νοσηλευτή, έχουν μεγάλη όρεξη και έχουν θετική ενέργεια να προσφέρουν και να βοηθήσουν τους συνανθρώπους τους. Ολοι έχουν γίνει μια οικογένεια, γιατροί, νοσηλευτές και παραϊατρικό προσωπικό με απώτερο στόχο να τα καταφέρουμε, να μην υπάρχουν πολλά θετικά κρούσματα από το προσωπικό, ούτως ώστε να συνεχίσουμε να προσφέρουμε στους ασθενείς που μας χρειάζονται».
Φωτογραφία αρχείου