24news team
Έγινε φόβος και τρόμος για την πρώην γυναίκα του, την οποία απειλούσε πώς θα σκοτώσει ενώ έγινε έξαλλος όταν έμαθε ότι αυτή προχώρησε την ζωή της. Όταν μεθούσε σύμφωνα με την παραπονούμενη (σ.σ. πρώην γυναίκα του) γινόταν άλλος άνθρωπος ενώ όταν ήταν νηφάλιος, όπως ανέφερε η ίδια, δεν είχε κανένα πρόβλημα μαζί του.
«Θα σε παίξω με τον σιηπέττο, θα σε σκοτώσω».
Όπως αναφέρει η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος μετά από ακρόαση στην κατηγορία της απειλής. Συγκεκριμένα, βρέθηκε ένοχος όταν σε άγνωστο χρόνο προκάλεσε στην πρώην σύζυγο του, τρόμο απειλώντας την με βία, δηλαδή την απείλησε με τη φράση «θα σε παίξω με τον σιηπέττο, θα σε σκοτώσω».
Η ουσιαστική μάρτυρας για την κατηγορούσα αρχή ήταν η γυναίκα που απειλήθηκε ενώ ο πρώην σύζυγός της προέβη σε ανόμωτη δήλωση λέγοντας ότι ουδέποτε την είχε απειλήσει και ως εκ τούτου δεν κάλεσε μάρτυρες.
Διάταγμα να μην πλησιάζει το σπίτι
Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της παραπονούμενης, η οποία αναφέρθηκε στα προβλήματα που υπήρχαν στις μεταξύ τους σχέσεις και οδήγησαν στη διάσταση τους το 2004 και τελικά σε διαζύγιο το 2008. Τον Οκτώβριο του 2004 το Οικογενειακό Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα με το οποίο παραχωρήθηκε η αποκλειστική χρήση του συζυγικού οίκου στην παραπονούμενη, συνοδευόμενο από διάταγμα όπως ο άντρας να εγκαταλείψει αμέσως την οικογενειακή στέγη και από διάταγμα με το οποίο του απαγορεύεται να εισέρχεται και ή με οποιοδήποτε τρόπο χρησιμοποιεί και/ή με οποιοδήποτε τρόπο επεμβαίνει στον συζυγικό οίκο και/ή παρενοχλεί και/ή εμποδίζει την παραπονουμένη σε ότι αφορά την ελεύθερη και/ή ανενόχλητη χρήση του συζυγικού οίκου.
Η παραπονούμενη αναφέρθηκε σε διάφορες προστριβές που είχαν με το πρώην της στο παρελθόν και σε απειλές που δεχόταν. Στην απόφαση του το Ανώτατο αναφέρει: «Στις 19.2.2016 και ώρα 04:15, σύμφωνα με τη μαρτυρία της παραπονούμενης, ο εφεσείων πήγε μεθυσμένος στο σπίτι της και χτυπούσε και κλωτσούσε την πόρτα. Η παραπονούμενη κάλεσε την Αστυνομία και αυτός έφυγε».
Ήθελε να έχει φιλικές σχέσεις με τον πρώην της
Η μαρτυρία της παραπονούμενης δεν χαρακτηρίζεται από στοιχεία εχθρικής διάθεσης εναντίον του εφεσείοντα. Αντίθετα, αναφέρθηκε στην τακτική επικοινωνία και τη συνεργασία που επεδίωκε να έχουν για το καλό των παιδιών τους και στην παρεξηγημένη προσδοκία που διατηρούσε ό ίδιος ότι θα μπορούσε κάποια μέρα να επανενωθούν, παρά τη σταθερή θέση της παραπονούμενης ότι ήθελε απλώς να έχουν φιλικές σχέσεις για τα παιδιά, «για να μην βλέπουν φασαρίες».
Παρά τις προσπάθειες της όμως, όταν ο πρώην της πληροφορήθηκε ότι δημιούργησε δεσμό το 2016 άρχισε να της τηλεφωνεί, να την απειλεί ότι θα την σκοτώσει και να την βρίζει. Με αυτό τον τρόπο συμπεριφερόταν, συνέχισε η παραπονούμενη, όταν ήταν μεθυσμένος. Όταν είναι νηφάλιος, είπε, δεν έχει πρόβλημα μαζί του, αλλά όταν πίνει γίνεται άλλος άνθρωπος. Σύμφωνα με την ίδια, είναι αυτό τον άνθρωπο που φοβάται, όπως είπε χαρακτηριστικά.
Τα «έβαλε» και με τον ίδιο του τον γιο
Η εικόνα που ο ίδιος ο εφεσείων έδωσε για τον εαυτό του στην κατάθεση του προς την Αστυνομία, στην οποία παρέπεμψε με την ανόμωτη του δήλωση, είναι χαρακτηριστική σε ότι αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης της πρώην συζύγου του. Αναφέρει πως όταν έμαθε ότι η παραπονούμενη «έχει φίλους» και το γνώριζε ο 18χρονος γιος του, του τηλεφώνησε λέγοντας του ότι την καλύπτει και βρίζοντάς την. Αυτά έγιναν, χρόνια μετά τη διάσταση των σχέσεων τους και χρόνια μετά το διαζύγιο.
Το Ανώτατο στην απόφασή του σημειώνει «Είναι φανερό ότι ο εφεσείων θεωρούσε την πρώην σύζυγο του δικό του κτήμα και μάλιστα με τέτοιο τρόπο ώστε να μιλά τόσο εξευτελιστικά για την δική της ζωή και τις επιλογές της. Η τέτοια στάση του συνάδει απόλυτα με την εκδοχή της παραπονούμενης πως θεώρησε ότι μπορούσε να την απειλήσει με τον τρόπο που την απείλησε».
Η μαρτυρία που έκρινε το πρωτόδικο ως αξιόπιστη
Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε τη μοναδική ευκαιρία να παρακολουθήσει την παραπονούμενη την ώρα που έδιδε μαρτυρία και την έκρινε ως αξιόπιστη. Η όλη επιχειρηματολογία με την έφεση είχε βασικά να κάνει με την αντίληψη του δικαστηρίου ότι η 19.2.2016 ήταν «η επίδικη ημερομηνία». Τέθηκε λ.χ. το ερώτημα πώς ήταν δυνατό να είχε δεχθεί απειλή για τη ζωή της στις 19.2.2016 και όταν έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία στις 22.2.2016 να μην το αναφέρει, αλλά να το αναφέρει ως μάρτυρας 3½ χρόνια μετά. Όμως, ούτε το κατηγορητήριο αναφερόταν στον χρόνο αυτό, ούτε η μαρτυρία της παραπονούμενης.
Η τελευταία στην κατάθεση της, που την υιοθέτησε ενόρκως, ό,τι αναφέρει είναι πως ο εφεσείων άρχισε να την απειλεί ότι θα την σκοτώσει και να την βρίζει δια τηλεφώνου όταν έμαθε για την σχέση της. Όταν ρωτήθηκε πότε ήταν η τελευταία φορά που δέχθηκε απειλές απάντησε ότι ήταν μέσα στο Φεβρουάριο του 2016. Το 2016, είπε, «πάλι με απείλησε ότι θα με σκοτώσει με το κυνηγετικό». Η θέση της αυτή ήταν σταθερή και σαφής. Στην κατάθεση της στην Αστυνομία δεν αναφέρθηκε για απειλές στις 19.2.2016. Στην αντεξέταση όταν ρωτήθηκε επίμονα εάν ανέφερε στην Αστυνομία ότι εκείνο το βράδυ την είχε απειλήσει απάντησε ότι «στο τηλέφωνο πάλι τους είπα ότι ήρθε, κλωτσούσε την πόρτα και με απειλούσε και ότι αυτό τον άνθρωπο τον φοβόμουνα».
Είτε η αναφορά της αυτή στο τηλεφώνημα της στην Αστυνομία για απειλές αφορούσε εκείνο το βράδυ, είτε γενικά ότι την απειλούσε, τούτο δεν κλονίζει την αξιοπιστία της, η οποία κρίνεται στο σύνολο της μαρτυρίας και με βάση την άμεση και ζωντανή εικόνα που αποκτά το πρωτόδικο δικαστήριο ακούγοντας τους μάρτυρες. Η έφεση απορρίπτεται.