ΚΥΠΕ
Η ανθρωπότητα βίωνε και βιώνει μια πανδημία αφενός και αφετέρου ο εμβολιασμός κατά κανόνα προσφέρει όφελος και αποτελεί ένα αποτελεσματικό τρόπο στη φαρέτρα της ιατρικής κοινότητας για αντιμετώπιση τέτοιων θανατηφόρων πανδημιών, εντασσόμενο μάλιστα στο γενικό σύστημα υγείας, αναφέρει το Δευτοβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο σε απόφασή του επί έφεσης σε απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου που αφορούσε υπόθεση εμβολιασμού ανηλίκων.
Διάδικοι στην υπόθεση που είχε αχθεί ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν γονείς. Συγκεκριμένα, ο εφεσείων σύζυγος ζητούσε από το Δικαστήριο να επιτραπεί στις ανήλικες κόρες του να εμβολιαστούν κατά του κορωνοϊού, αφού δεν συναινούσε σε αυτό η μητέρα.
Ο εφεσείων είχε αρχικά αποταθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την αίτηση και ως συνέπεια ο εφεσείων καταχώρισε την έφεση του στο Δευτεροβάθμιο.
Ο ουσιώδης χρόνος της υπόθεσης ήταν ο Αύγουστος του 2021 όταν καταχωρήθηκε η αίτηση.
Ο εφεσείων σύζυγος επικαλέστηκε την επιθυμία των ανηλίκων, καθώς και τις συστάσεις διεθνών και ευρωπαϊκών οργανισμών, που θέλουν τον εμβολιασμό να είναι για το καλό της υγείας των παιδιών και προς το συμφέρον τους.
Η σύζυγος του απέρριψε στο Δικαστήριο ότι οι ανήλικες θυγατέρες της επιθυμούν να εμβολιαστούν, καθότι αυτό δεν αποβαίνει προς το συμφέρον των ανηλίκων, αφού σύμφωνα με τον θεράποντα παιδίατρο που παρακολουθεί τις ανήλικες 12 έτη, αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας και έχουν ιστορικό σοβαρών αλλεργιών και ο εμβολιασμός τους πιθανόν να επιφέρει σοβαρές παρενέργειες και να επιβαρύνει την υγεία τους με κίνδυνο τη ζωή τους, όπως να κλείσει ο λαιμός τους και να πάθουν ασφυξία.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε τη δική του μαρτυρία σχετικά με τις συστάσεις των Διεθνών Οργανισμών και Επιτροπών Υγείας για τον κίνδυνο από τον μη εμβολιασμό, μη αντλώντας δικαστική γνώση ως όφειλε, ότι λανθασμένα αποφάσισε ότι είναι προς το συμφέρον των παιδιών να μην εμβολιασθούν.
Σύμφωνα με την απόφαση, οι λόγοι έφεσης που αφορούν την ορθότητα της κρίσης επί του θέματος του εμβολιασμού έχουν διπλή διάσταση. Κατά πρώτο αφορούν την ανάγκη όπως ακούγονται από το Δικαστήριο τα ίδια τα παιδιά επί του θέματος και κατά δεύτερο στο τι μαρτυρία πρέπει να προσφέρεται για τις ενδείξεις ή τις αντενδείξεις ως προς τον εμβολιασμό παιδιών και δη εμβολιασμού σε σχέση με τον Covid 19.
Το Δικαστήριο, τονίστηκε, οφείλει να δρα με γνώμονα το συμφέρον και τα δικαιώματα του παιδιού, ανάλογα με την ηλικία, την ωριμότητα του και τις συνολικές περιστάσεις του περιβάλλοντος του.
Επισημάνθηκε ότι ο εμβολιασμός παιδιών είναι ένα ιδιαίτερο θέμα που απασχόλησε τα Δικαστήρια σε διεθνές επίπεδο αν και όχι ακόμη τα κυπριακά.
Το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε με την παράλειψη του να ακούσει τα παιδιά, λαμβανομένης υπόψη της ηλικίας τους και της διάστασης των ισχυρισμών των γονέων.
Έχοντας κατά νουν το περιεχόμενο της πρωτόδικης απόφασης, αναφέρει το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, κρίνουμε πως δεν θα έπρεπε το Δικαστήριο αβασάνιστα να θεωρήσει πως δεν υφίσταται ιατρική μαρτυρία υπέρ της αίτησης και να την απορρίψει με το σκεπτικό ότι το αιτητής δεν απέσεισε το σχετικό βάρος που είχε.
«Είναι γεγονός ότι το Δικαστήριο αγνόησε δεδομένα τα οποία ήταν υπαρκτά δηλαδή ότι η ανθρωπότητα βίωνε και βιώνει μια πανδημία αφενός και αφετέρου πως ο εμβολιασμός κατά κανόνα προσφέρει όφελος και αποτελεί ένα αποτελεσματικό τρόπο στη φαρέτρα της ιατρικής κοινότητας για αντιμετώπιση τέτοιων θανατηφόρων πανδημιών, εντασσόμενο μάλιστα στο γενικό σύστημα υγείας», αναφέρει το δευτεροβάθμιο οικογενειακό δικαστήριο.