Kathimerini.com.cy
Του Ανδρέα Κόκκινου
Η έξαρση των κρουσμάτων πέραν της απτής πραγματικότητας που αφορά την επιδημιολογική εικόνα και κατ’επέκταση την καθημερινότητα έχει αντίκτυπο και σε άλλους τομείς, με το σύνδρομο long covid να παρουσιάζεται σε αρκετούς ασθενείς επιφέροντας νέα ανησυχία ακόμη και για όσους θεωρητικά έχουν αναρρώσει ή έπαψαν να είναι μολυσματικοί.
Πώς μπορούμε όμως να βεβαιωθούμε κατά πόσο φέρουμε το σύνδρομο long covid; Ποια είναι τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του; Υπάρχει συγκεκριμένη συμπτωματολογία και αν ναι, ποιες είναι οι ενδεδειγμένες ενέργειες για να αντιμετωπιστεί; Υπάρχει συγκεκριμένο προφίλ ασθενών στους οποίους εντοπίζεται;
Αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα θέσαμε στον Πνευμονολόγο-Φυματιολόγο, Δρα Χάρη Αρμεύτη ο οποίος μιλώντας στην «Καθημερινή» επιχείρησε να μας δώσει μία πιο ξεκάθαρη εικόνα σχετικά με όσα ταλανίζουν τους ασθενείς με το σύνδρομο long covid.
Ποιοι φέρουν το σύνδρομο long covid;
Αρχικά να παραθέσουμε πως για να θεωρηθεί ότι ένας ασθενής φέρει το σύνδρομο long covid, πρέπει να παρουσιάζει εμφανή συμπτωματολογία ακόμη και 3 με 4 εβδομάδες μετά την αρνητικοποίησή του. Αυτό αναφέρθηκε για να διαχωριστούν οι περιπτώσεις ατόμων που έπαψαν να είναι μολυσματικοί αλλά συνεχίζουν ίσως τις πρώτες μέρες να έχουν ξηρό βήχα, πονοκεφάλους ή άλλα παραπλήσια συμπτώματα.
Σύμφωνα με τον Δρα Χάρη Αρμεύτη, στην συντριπτική τους πλειοψηφία -και πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- οι ασθενείς long covid είναι άτομα που κατά την περίοδο της νόσησης τους χρειάστηκε να νοσηλευτούν ή ακόμη και να διασωληνωθούν. Δηλαδή άτομα που νόσησαν πιο σοβαρά έχοντας εμφανή κατάλοιπα του ιού μετά το πέρας του κύκλου του ιού. Επίσης, πρόσθεσε πως συνήθως είναι ασθενείς μεγάλης ηλικίας ενώ παρατηρείται πως συνυπάρχουν με άλλα χρόνια νοσήματα καταλήγοντας πως «Όπως είναι φυσιολογικό οι περισσότεροι είναι ανεμβολίαστοι».
Συμπτώματα… ενάμιση χρόνο μετά
Σε μία πρώτη αποτίμηση των ασθενών με long covid που γνωρίζει ή παρακολουθεί, ο Χάρης Αρμεύτης, ερωτηθείς για το ποια είναι τα συχνότερα ή πιο επίμονα συμπτώματα που παρατηρούνται μας απάντησε τα ακόλουθα:
«Αυτό που βλέπουμε κατά κόρον σε αυτούς τους ασθενείς είναι κυρίως ένα έντονο αίσθημα κόπωσης, δηλαδή μία αδυναμία. Κουράζονται εύκολα κάνοντας πράγματα της καθημερινότητας που πριν την λοίμωξη μπορούσαν να πραγματοποιήσουν χωρίς οποιοδήποτε πρόβλημα. Ιδιαίτερα συχνή είναι η παρουσία έντονου και παρατεταμένου ξηρού βήχα όπως και επίσης το αίσθημα δυσκολίας στην αναπνοή (δύσπνοια).» Πρόσθεσε στη συνέχεια πως στους περισσότερους τα συμπτώματα αυτά υποχωρούν μετά το πέρας τριών-τεσσάρων εβδομάδων όμως τίποτα δεν είναι απόλυτο στην ιατρική. «Έχω ασθενή που ενώ δεν νόσησε σοβαρά (δεν χρειάστηκε να νοσηλευτεί) ενάμιση χρόνο μετά συνεχίζει να παρουσιάζει συμπτώματα δύσπνοιας» κατέληξε.
Συμπεράσματα, αγωγή και αντιμετώπιση
Ερωτηθείς στο πως μπορεί να αντιμετωπιστεί ή ακόμη και να προληφθεί το σύνδρομο -με τα στοιχεία που έχουν μέχρι στιγμής ενώπιον τους οι επιστήμονες- ο πνευμονόλογος Χάρης Αρμεύτης ανέφερε πως σε ότι αφορά την πρόληψη δεν υπάρχει κάτι που επιβεβαιωμένα βοηθά στην αποφυγή του long covid.
«Το μόνο που μπορώ να πω είναι πως οτιδήποτε μπορεί να επιφέρει πιο ήπια νόσηση (εμβολιασμός, βιταμίνες) ίσως βοηθήσει μελλοντικά, όμως δεν υπάρχει κάτι που αποδεδειγμένα μειώνει τις πιθανότητες.» Τόνισε πως αναλόγως των συμπτωμάτων ο ασθενής θα πρέπει -μετά το πέρας 4 εβδομάδων- να επισκεφθεί τον αντίστοιχο γιατρό, με τον ίδιο ν’αναφέρει πως σε ζητήματα που άπτονται του αναπνευστικού και είναι γνώστης συστήνει μια πνευμονολογική εκτίμηση, ένας λειτουργικός (ακτινολογικός) έλεγχος του αναπνευστικού και αναλόγως των αποτελεσμάτων μπορεί να χορηγηθεί η ανάλογη αγωγή.
Ανέφερε σαν παράδειγμα στις περιπτώσεις επίμονου ξηρού βήχα την χορήγηση βρογχοδιασταλτικού με κορτιζόνη (είτε εισπνεόμενο, είτε σε χάπι αναλόγως της σοβαρότητας) υπογραμμίζοντας πως η αγωγή δεν είναι προκαθορισμένη αφού η κάθε περίπτωση είναι διαφορετική κάνοντας αναφορά σε συμπτωματική θεραπεία (δηλαδή αναλόγως των καταλοίπων που έχει ο ασθενής). Υπερτόνισε την χρησιμότητα του εμβολιασμού ενώ σε μία πιο θετική νότα ανέφερε πως με τις τελευταίες ηπιότερες υπομεταλλάξεις τα περιστατικά έχουν μειωθεί συγκριτικά.