24news team
Συγκλονίστηκε για άλλη μια φορά η κυπριακή κοινωνία όταν στις αρχές Σεπτεμβρίου 2019 πρώτη είδηση σε όλα τα δημοσιογραφικά μέσα ήταν ο θάνατος ενός 14χρονου παιδιού από τον Κοτσιάτη.
Συγκεκριμένα, ήταν το βράδυ της 6ης Σεπτεμβρίου όταν ο πατέρας του Στυλιανού τον έστειλε να ταΐσει τα ζώα τους στην φάρμα και να καθαρίσει, αλλά το παιδάκι, αν και υπάκουσε δεν γύρισε πίσω ποτέ…
Ήταν τότε που τα σενάρια πίσω από τον θάνατο του παιδιού, έδιναν και έπαιρναν, ενώ συνεχώς νέες λεπτομέρειες για τους λόγους που οδήγησαν τον Στυλιανό να θέσει τέρμα στη ζωή του, έρχονταν στο φως της δημοσιότητας, προκαλώντας ακόμα μεγαλύτερο σοκ στην κοινωνία.
Το βέβαιο είναι ότι ο θάνατος ενός 14χρονου παιδιού «ξεγύμνωσε» το σύστημα. Πολλοί φαίνεται ότι ήξεραν για τον Γολγοθά που περνούσε, κανείς δεν έκανε όμως τίποτε για να σώσει ούτε αυτόν, ούτε και την οικογένειά του.
Η οικογένεια του 14χρονου παρακολουθείτο πολλά χρόνια από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας και το παιδί είχε εκμυστηρευτεί σε οικεία πρόσωπα του ότι σκόπευε να θέσει τέρμα στην ζωή του λόγω πολλαπλών δυσκολιών και της βίας που αντιμετώπιζε στο σπίτι. Επίσης, η μητέρα του Στυλιανού είχε προβεί επανειλημμένα σε καταγγελίες για βία στην οικογένεια.
Ευθύνες σε πολλούς από το πόρισμα της Επιτρόπου Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Μαρίας Στυλιανού Λοττίδη:
H Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Μαρία Στυλιανού Λοττίδη προέβη σε έκθεση αναφορικά με τη διεξαγωγή έρευνας κατά παντός υπευθύνου σε όλες τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες για αναζήτηση τυχόν ευθυνών για τα γεγονότα που οδήγησαν στο θάνατο του 14χρονου Στυλιανού, την οποία έδωσε αυτούσια στην δημοσιότητα στα τέλη Νοεμβρίου 2019. Μάλιστα, η ίδια έκθεση παραδόθηκε και στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Νίκο Αναστασιάδη.
Το πόρισμα:
Για τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας διαπιστώθηκε ότι δεν είχαν έντονη εμπλοκή με την περίπτωση του Στυλιανού πάρα μόνο στα πρώιμα στάδια της σχολικής του ηλικίας όπου είχε συναίνεση σχετικά η μητέρα. Η παρακολούθησή του σταμάτησε μετά από απόφαση της μητέρας παρά τις υποδείξεις της Λειτουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών από το 2011-2013 για συνέχιση της. Όσο συνεργάστηκαν με την οικογένεια, ακολουθήθηκαν όλες οι νενομισμένες διαδικασίες και τα σχετικά πρωτόκολλα, χωρίς να προκύπτει οτιδήποτε μεμπτό.
Όσον αφορά το Υπουργείο Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας διαπιστώθηκε ότι ήταν η μοναδική Υπηρεσία που δούλεψε συντονισμένα με βάση τις διαδικασίες και τα πρωτόκολλα, δίδοντας την δέουσα σημασία και την ΜΟΝΑΔΙΚΗ, κατά την διάρκεια της φοίτησης του από το Νηπιαγωγείο μέχρι και το Γυμνάσιο. Είχε εξατομικευμένη στήριξη και ειλικρινή ενδιαφέρον από τους δασκάλους ,σύνοδο και τους δασκάλους ειδικής στήριξης. Το σχολείο είχε συγκαλέσει όλες τις πολυθεματικές για συζήτηση των προβλημάτων του και ενημέρωνε τις ΥΚΕ. Το Σχολείο ήταν αυτό που επί της ουσίας αντικατέστησε τις ΥΚΕ στην στήριξη και ευημερία του, τόσο την σωματική και την ψυχική όσο και πνευματική στο βαθμό που ήταν αυτό επιτρεπτό.
Στην Αστυνομία, εντοπίστηκαν πειθαρχικά αδικήματα από παραλείψεις και παραβίαση Αστυνομικών Διατάξεων.Οι παραλείψεις της Αστυνομίας συνοψίζονται σε δυο φάσεις: (1) Η μια αφορά την παράλειψη εκτίμησης κινδύνου για βία στην οικογένεια τόσο σωματική απέναντι στη μητέρα όσο και ψυχολογική απέναντι στα παιδιά. (2) Η δεύτερη παράλειψη των Αστυνομικών πρώτης Γραμμής ήταν η παράλειψη να ενημερώνουν κάθε φορά που υπήρχε αναφορά για βία από την μητέρα, όλους τους εμπλεκόμενους (ΥΚΕ και Γραφείο Πρόληψης Βίας) μέσα από συγκεκριμένο έντυπο σύμφωνα με την υποχρέωση τους που απορρέει ειδικά από αστυνομική διάταξη δημιουργώντας προσωπική ευθύνη για τους Αστυνομικούς που παρέλειψαν να το πράξουν, γι’ αυτό και θα πρέπει να προωθηθεί περαιτέρω διερεύνηση στα πλαίσια πειθαρχικών αδικημάτων.
Σύμφωνα με το πόρισμα, οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης. Εντοπίστηκαν ποινικά και πειθαρχικά αδικήματα εναντίον συγκεκριμένων προσώπων. Υπάρχει απουσία εκτίμησης κινδύνου για την ύπαρξη βίας τόσο σωματικής όσο και ψυχολογικής αλλά παράλειψη κατάλληλου συντονισμού τόσο κατά τα πρώτα στάδια παρακολούθησης στη οικογένειας όσο και αργότερα παραβιάζοντας σχεδόν όλες τις Διοικητικές Διατάξεις και τα σχετικά Εγχειρίδια. Για το επίμαχο χρόνο της απόπειρας αυτοκτονίας υπάρχει παντελής αδιαφορία και ΚΑΜΙΑ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΟΠΟΙΟΥΔΗΠΟΤΕ ΚΙΝΔΥΝΟΥ με αποτέλεσμα καμία πράξη, καμία αξιολόγηση καμία εξειδικευμένη στήριξη και κανένα ενδιαφέρον να μην υπάρξει για το ζήτημα του Στυλιανού.
Εντοπίζονται τόσο συστημικές αδυναμίες όσο και προσωπικές ευθύνες για το ενδεχόμενο διάπραξης ποινικών αδικημάτων όπως και πειθαρχικών αδικημάτων.
Διορίστηκαν ποινικοί ανακριτές:
Ο τέως Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Κώστας Κληρίδης, προχώρησε τον Ιανουάριο στο διορισμό δύο ανεξάρτητων ποινικών ανακριτών, των δικηγόρων Μόδεστου Πογιατζή και Ανδρέα Ε. Ανδρέου, ύστερα από τη μελέτη της Έκθεσης της Επιτρόπου Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναφορικά με την αναζήτηση ευθυνών σε σχέση με το θάνατο του Στυλιανού, κατά την οποία προέκυψε το συμπέρασμα ότι υπάρχει ενδεχόμενο διάπραξης ποινικών αδικημάτων από κάποια πρόσωπα.
Εξαιτίας του κορωνοϊού, καθυστέρησε η λήψη καταθέσεων από τους εμπλεκόμενους, ενώ ο νέος Γενικός Εισαγγελέας Γιώργος Σαββίδης, έδωσε στις 28 Ιουλίου μια δεύτερη παράταση με προθεσμία τις 30 Νοεμβρίου 2020.
Σημειώνεται ότι την 1η Δεκεμβρίου επιδόθηκε στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ. Γιώργο Σαββίδη το πόρισμα των δύο ανεξάρτητων ποινικών ανακριτών κ. Μόδεστου Πογιατζή και κ. Ανδρέα Ε. Ανδρέου, που διορίστηκαν από τον τέως Γενικό Εισαγγελέα κ. Κώστα Κληρίδη, για τη διεξαγωγή ποινικής διερεύνησης σε σχέση με την υπόθεση θανάτου του ανήλικου Στυλιανού.
Παραλαμβάνοντας το πόρισμα και ευχαριστώντας τους ποινικούς ανακριτές για την εργασία τους, ο Γενικός Εισαγγελέας τόνισε πως η υπόθεση αφορά μια δραματική ιστορία με τραγικό τέλος που μας συγκλόνισε όλους. «Το πόρισμα θα μελετηθεί ενδελεχώς από τη Νομική Υπηρεσία κι εκεί και όπου στοιχειοθετούνται ποινικά αδικήματα, θα δοθούν οδηγίες για τα δέοντα», υπογράμμισε ο Γενικός Εισαγγελέας.
Αξίζει να αναφερθεί ότι αυτό, έγινε για πρώτη φορά στα χρονικά, αφού ποτέ προηγουμένως δεν έχει διοριστεί ποινικός ανακριτής για ενδεχόμενα αδικήματα, εναντίον Λειτουργών των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας.
«Ένα χρόνο μετά και ακόμη, είναι σε αναστολή κάθε πειθαρχική διαδικασία»:
Την Παρασκευή (27/11), η Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Μαρία Στυλιανού Λοττίδη, σε ανακοίνωσή της σημείωσε ότι η ενδελεχής έρευνα που διενεργήθηκε από το Γραφείο της κατέδειξε σημαντικές ελλείψεις στους χειρισμούς των εμπλεκόμενων υπηρεσιών, και συγκεκριμένα των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και της Αστυνομίας, αναφορικά με την ελλιπή αναγνώριση από τους λειτουργούς πρώτης γραμμής της σοβαρότητας των καταγγελιών, που άγγιξαν τελικά την απουσία εκτίμησης κινδύνου στην όλη υπόθεση.
Η κ. Λοττίδη, στην ανακοίνωσή της ανέφερε ότι «τα πρωτοφανή για τα κυπριακά δεδομένα ευρήματα που δόθηκαν στη δημοσιότητα στις 27, Νοεμβρίου, 2019 με την υποβολή της έκθεσης στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ακόμη αξιολογούνται από τους ποινικούς ανακριτές που ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας διόρισε για την διερεύνηση ποινικών αδικημάτων έναντι όλων των εμπλεκομένων προσώπων.
Σημείωσε ότι ένα ακριβώς χρόνο μετά και ακόμη να αναγνωριστεί αν η παράλειψη υποχρέωσης για ενημέρωση του Γενικού Εισαγγελέα για περιστατικό βίας ανηλίκου μέσα σε τρεις μέρες από την ημέρα που αυτό έλαβε χώρα, σύμφωνα με τους κανονισμούς, δεν έγινε ποτέ προηγουμένως, παρά μόνο μετά τον θάνατο του, εννέα μήνες αργότερα.
«Ένα ακριβώς χρόνο μετά και οι διαπιστώσεις του Αρχηγού Αστυνομίας για την εκ πρώτοις όψεως παραβίαση των αστυνομικών διατάξεων που επέβαλλαν την υποχρέωση ενημέρωσης του Γραφείου Βίας στην Οικογένεια από τους αστυνομικούς πρώτης γραμμής ακόμη παραμένει υπό διερεύνηση, ενόψει της αναμονής του πορίσματος των ποινικών ανακριτών...».
Ένα χρόνο μετά και ακόμη, πρόσθεσε, είναι σε αναστολή κάθε πειθαρχική διαδικασία, ενόψει της αναμονής του πορίσματος των ποινικών ανακριτών σε ΥΚΕ και Αστυνομία.
Επιρρίπτονται ποινικές ευθύνες
Σύμφωνα με πληροφορίες, στο πόρισμα που παραδίδεται στον Γενικό Εισαγγελέα, επιρρίπτονται ποινικές ευθύνες σε περίπου 20 κρατικούς λειτουργούς.
Για σκοπούς διερεύνησης λήφθηκαν πέραν των 120 καταθέσεων από αστυνομικούς, λειτουργούς των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, αλλά και από άλλα πρόσωπα που ενεπλάκησαν στην υπόθεση.