Ο Μίμης Δομάζος αφήνει κατά πολύ φτωχότερο το ελληνικό ποδόσφαιρο. Η Παρασκευή, 24 Ιανουαρίου, ξαφνικά έγινε στενάχωρη. Γέμισε θλίψη τον Έλληνα οπαδό κι όχι μονάχα τους υποστηρικτές του Παναθηναϊκού. Ο «Στρατηγός» άφησε την τελευταία του πνοή έπειτα από δυο ημέρες νοσηλείας, μη καταφέρνοντας να βγει νικητής από αυτή τη μάχη.
Κι όμως, τ' όνομά του «ταξιδεύει» από γενιά σε γενιά, όπως ακριβώς του αξίζει. Και θα συνεχίσει να συμβαίνει αυτό. Γιατί πέρα από τη δική του διαδρομή στα γήπεδα, την συμπόρευση και τη σχέση... ζωής με το τριφύλλι, φρόντισε μετέπειτα και για τις νέες γενιές, όντας δίπλα στα παιδιά με την ακαδημία του.
«Παρότι δεν σηκώσαμε το Κύπελλο, νιώσαμε όλοι υπερήφανοι. Είχαμε πετύχει έναν άθλο. Το όνομα της χώρας μας ακούστηκε σε όλη τη Γη. Μακάρι να ξαναβρεθεί κι άλλη ελληνική ομάδα, να πετύχει αυτό τον θρίαμβο» είχε πει ο Μίμης Δομάζος μετά την εποποιία του Παναθηναϊκού με την παρουσία στον μεγάλο τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών στο «Γουέμπλεϊ», το '71.
Κι εκείνη η τεράστια επιτυχία με την πράσινη φανέλα δεν ήταν η μοναδική που σε κάθε της επαναφορά στον νου, θα θυμίζει και τον μεγάλο «Στρατηγό». Ηγήθηκε του Παναθηναϊκού για περίπου 15 χρόνια. Και η ιστορία του με τον σύλλογο είχε ξεκινήσει από ένα φιλικό με την ΑΕΚ για το Κύπελλο Χριστουγέννων, την 26η του Δεκέμβρη του 1958.
Εντάχθηκε στους «πράσινους» το αμέσως επόμενο έτος, για… ένα κοστούμι και μια πορτοκαλάδα, όπως είχε δηλώσει ο ίδιος. Και έφτασε μέχρι την αποχώρησή του για την ΑΕΚ, να έχει κατακτήσει 9 πρωταθλήματα (με αξιοσημείωτο το αήττητο του '64), 3 Κύπελλα κι ένα βαλκανικό Κύπελλο με τη φανέλα με το «τριφύλλι».
Ο Μίμης Δομάζος πάντοτε θ' αποτελεί κάτι πολύ διαφορετικό για την ιστορία του Παναθηναϊκού. Θα είναι ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια για τον σύλλογο. Μεγαλωμένος στους Αμπελόκηπους, δίπλα από το γήπεδο της Λεωφόρου, η πορεία του και η ένωση της ζωής του με τους «πράσινους», ήταν λίγο - πολύ πράγματα προδιαγεγραμμένα...
Ανάμεσα στα σημαντικότερα επιτεύγματά του, πέραν της σπουδαίας κληρονομιάς που έχει αφήσει στο ελληνικό ποδόσφαιρο, ήταν η αναγνώρισή του, το 2003, ως ο δεύτερος καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής από την ΕΠΟ, όπως επίσης και η τιμή που του έκανε το 2021 η Διεθνής Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου (IFFHS), τοποθετώντας τον στην κορυφαία ενδεκάδα όλων των εποχών του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Φόρεσε τα πράσινα για 20 σεζόν πραγματοποιώντας 504 συμμετοχές. Και η φήμη του εξαπλώθηκε σε παγκόσμια κλίμακα, κάτι που ενισχύθηκε και από τον διπλό τελικό του Διηπειρωτικού Κυπέλλου απέναντι στη Νασιονάλ Μοντεβιδέο. Τον Παναθηναϊκό δεν τον απαρνήθηκε. Τον υπηρέτησε και ως μέλος της διοίκησης στα χρόνια που ακολούθησαν την ποδοσφαιρική του καριέρα.
Ήθελε να βλέπει τον σύλλογο να μεγαλουργεί, τον είχε συνηθίσει στα υψηλότερα στρώματα του ευρωπαϊκού ποδοφαίρου και πάντοτε, όποτε μιλούσε για την ομάδα, τα κριτήριά του ήταν πολύ αυστηρά. Κι όμως, δεν έλειπε ποτέ από τις αναμετρήσεις. Μαζί με τον «ψηλό», το έτερον ήμισύ του στον αγωνιστικό χώρο, τον Αντώνη Αντωνιάδη, πάντοτε θα έκαναν παρέα την εμφάνισή τους.
Ο Παναθηναϊκός και η μπάλα ήταν η ζωή του Μίμη Δομάζου. Και η μπάλα ήταν εκείνη που σε κάθε της «βλέμμα» προς εκείνον, τον γοήτευε στον μέγιστο βαθμό. Μέχρι και την τελευταία του χρόνια, ήταν ικανός να πατά γήπεδο και να παίζει. Να βαδίζει γοργά στο χορτάρι, να κάνει κοντρόλ και να θυμάται μία - μία όλες τις στιγμές που βίωσε. Κι όταν πλέον δεν μπορούσε πια να φορά τα εξάταπα και να παίζει, ήταν πάντοτε εκεί. Στις πράσινες θέσεις. Με κρύο, με βροχή, με οτιδήποτε δεινό μπορεί να είχε φέρει η κάθε εποχή. Εκεί. Παρών.
Για το ποδόσφαιρο και τον Παναθηναϊκό του.
Πηγή: sport-fm.gr