Η παραλλαγή Όμικρον του κορωνοϊού φαίνεται να έχει αλλάξει σημαντικά τα δεδομένα σε ό,τι αφορά τη φυσική ανοσία, αναδεικνύοντας ακόμη περισσότερο τη σημασία του εμβολιασμού προκειμένου να αποκτηθεί η απαραίτητη προστασία απέναντι στον κίνδυνο σοβαρής νόσησης και θανάτου.
Πρόσφατα στοιχεία έχουν δείξει ότι η «φυσική» προστασία του οργανισμού απέναντι στην Covid-19 εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως τη χρονική στιγμή της μόλυνσης, την παραλλαγή από την οποία προσβληθήκαμε, το αν έχουμε λάβει την τρίτη δόση καθώς και το πόσο ισχυρό είναι γενικά το ανοσοποιητικό μας.
«Η σύγκριση της φυσικής ανοσίας με εκείνη που χτίζεται μέσω των εμβολίων, είναι ένα σημαντικό ζήτημα», αναφέρει η Μόνικα Γκάντι, ειδική στις μολυσματικές ασθένειες και καθηγήτρια ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια.
«Το CDC έδειξε ότι σε ό,τι αφορά την περίπτωση της Δέλτα, είναι σίγουρα πιθανόν η φυσική ανοσία να παρέχει την ίδια ή και περισσότερη προστασία ακόμη και από τις δύο δόσεις του εμβολίου», σημείωσε.
Τι ίσχυσε στην περίπτωση της Δέλτα
Η Γκάντι αναφερόταν σε μια μελέτη που δημοσιεύθηκε πριν από δύο εβδομάδες στο Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Ασθενειών των ΗΠΑ (CDC). Πρόκειται για την ίδια μελέτη, την οποία επικαλέστηκαν Ρεπουμπλικανοί αξιωματούχοι αυτή την εβδομάδα, όταν παρουσίασαν τον «Νόμο περί Διαφάνειας σε ό,τι αφορά τη φυσική ανοσία», υποστηρίζοντας ότι τα στοιχεία του CDC «δείχνουν ότι η φυσική ανοσία ήταν 3 με 4 φορές πιο αποτελεσματική στο να προστατεύει από την Covid συγκριτικά με τον εμβολιασμό».
Ωστόσο, πρέπει να ληφθούν υπόψη παραπάνω στοιχεία προκειμένου να αξιολογηθεί αυτό το επιχείρημα. Η μελέτη του CDC ανέλυσε κρούσματα Covid στην Καλιφόρνια και τη Νέα Υόρκη το 2021, τα οποία αφορούσαν περίπου το 18% του πληθυσμού των ΗΠΑ.
Τα στοιχεία συγκεντρώθηκαν από τις 30 Μαΐου έως τις 20 Νοεμβρίου του 2021, δηλαδή κατά την περίοδο πριν από το κύμα της Δέλτα αλλά και κατά τη διάρκεια αυτού. Η μελέτη έδειξε ότι πριν την εμφάνιση της Δέλτα, η οποία επικράτησε στα τέλη Ιουνίου, τα επίπεδα των κρουσμάτων ήταν χαμηλότερα για τα άτομα που είχαν εμβολιαστεί και δεν είχαν προηγουμένως μολυνθεί από Covid.
Μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου, ωστόσο, όταν η Δέλτα πλέον επικρατούσε, η εικόνα άλλαξε. Τα επίπεδα των κρουσμάτων ήταν σημαντικά χαμηλότερα ανάμεσα σε εμβολιασμένους αλλά και ανεμβολίαστους, οι οποίοι είχαν προηγουμένως μολυνθεί, κάτι που έδειχνε πως η φυσική ανοσία κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, ήταν σημαντικότερη από τα εμβόλια.
Παρ’ όλα αυτά, αξίζει να σημειωθεί ότι η έρευνα του CDC διεξήχθη κατά τη διάρκεια μιας περιόδου, στην οποία η ανοσία των εμβολίων είχε αρχίσει να φθίνει για πολλούς ανθρώπους, ενώ δεν είχε ακόμη εμφανιστεί η υψηλά μεταδιδόμενη παραλλαγή Όμικρον. Επιπλέον, οι περισσότεροι ενήλικες στις ΗΠΑ δεν μπορούσαν ακόμη να λάβουν τις ενισχυτικές δόσεις, οι οποίες φαίνεται να προσφέρουν τη βέλτιστη προστασία κατά της Όμικρον.
Σε γενικές γραμμές, οι μελέτες που διεξήχθησαν πριν από την «Όμικρον» πράγματι υποστηρίζουν ότι η ανοσία μέσω της μόλυνσης και η ανοσία από τα εμβόλια, ήταν σχετικά παρόμοιες σε ό,τι αφορά τα επίπεδα προστασίας που παρέχουν.
Γιατί είναι λοιπόν προτιμότερα τα εμβόλια;
Ωστόσο, η Γκάντι αναφέρει ότι υπάρχουν πολλοί λόγοι που τα εμβόλια είναι προτιμότερα.
Αρχικά, τα εμβόλια είναι δωρεάν, ασφαλή και δρουν γρήγορα, ενώ η μόλυνση από τον ιό εγκυμονεί σημαντικούς κινδύνους, όπως τη «μακρά Covid» και το ρίσκο νοσηλείας ή ακόμα και θανάτου. «Είναι απλά πιο ασφαλή», αναφέρει η Γκάντι για τα εμβόλια.
Η ίδια τόνισε μάλιστα ότι η φυσική ανοσία μπορεί να ποικίλει σημαντικά από άτομο σε άτομο, ανάλογα με την ηλικία, την κατάσταση του ανοσοποιητικού, τη σοβαρότητα της μόλυνσης καθώς και την παραλλαγή του ιού η οποία την προκάλεσε.
«Αυτό που συμβαίνει με τη φυσική μόλυνση είναι ότι εάν κάποιος την περάσει ήπια, ίσως να μην χτίσει την ισχυρή κυτταρική ανοσοαπόκριση που χρειάζεται για να είναι προστατευμένος και στο μέλλον», εξήγησε η Γκάντι. Από την άλλη, τα εμβόλια έχουν υποβληθεί σε διεξοδικές δοκιμές και έχει φανεί ότι προκαλούν ισχυρή ανοσοαπόκριση. Οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν ότι το εμβόλιο είναι ο πιο μετρήσιμος, προβλέψιμος και αξιόπιστος τρόπος προστασίας του πληθυσμού.
Ο παράγοντας της «Όμικρον»
Άλλο ένα μειονέκτημα του να βασιζόμαστε στη φυσική ανοσία είναι ότι η Όμικρον έχει πάρει τη θέση της Δέλτα και είναι πλέον η επικρατούσα μετάλλαξη του ιού. Επιπλέον, η «Όμικρον» είναι πολύ πιο μεταδοτική και πιο ικανή να διαφεύγει της προστασίας τόσο των εμβολίων όσο και των παλαιότερων μολύνσεων.
Ο Σέιν Κρότι, ιολόγος και καθηγητής στο Ινστιτούτο Ανοσολογίας La Jolla, δήλωσε ότι η Όμικρον έχει αλλάξει εντελώς τα δεδομένα.
«Η Όμικρον φαίνεται τόσο διαφορετική από τις άλλες παραλλαγές που η μόλυνση από μόνη της, ίσως να μην δημιουργεί αρκετά ισχυρά αντισώματα ενάντια στις άλλες παραλλαγές», επειδή έχει άλλα χαρακτηριστικά, εξηγεί ο ίδιος.
Παραμένει ασαφές το επίπεδο ανοσίας που μπορεί κανείς να περιμένει μετά τη μόλυνση από Όμικρον, συμπεριλαμβανομένης της διάρκειας αυτής της προστασίας καθώς και αν θα ισχύσει με τυχόν μελλοντικές παραλλαγές του ιού.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα επιδημιολογικά στοιχεία, αναφέρει ο Κρότι, εκείνοι που είναι πιο πιθανό να είναι προστατευμένοι αυτή τη στιγμή τόσο απέναντι στη μόλυνση όσο και απέναντι στον κίνδυνο νοσηλείας, είναι εκείνοι που εμβολιάστηκαν και αργότερα μολύνθηκαν ή το αντίθετο.
Τρίτη δόση: Το «εισιτήριο» για την κανονικότητα
Ωστόσο, οι ειδικοί προειδοποιούν πως αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει οι άνθρωποι να εκτίθενται σκόπιμα στον ιό για να χτίσουν ισχυρότερη προστασία κατά της Covid, καθώς αυτό ενέχει σοβαρούς κινδύνους για την υγεία τους.
Όσοι έχουν λάβει την ενισχυτική δόση, έχουν ένα ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο προστασίας κατά της «Όμικρον».
«Είναι θαυμάσιο ότι [αυτό επιτυγχάνεται με] τρεις δόσεις του ίδιου εμβολίου, που στοχεύει μόνο στο αρχικό στέλεχος. Το ανοσοποιητικό μας είναι πολύ έξυπνο. Βλέπει κατά βάση την παλιά εκδοχή της πρωτεΐνης ακίδας, και τις πρώτες δύο φορές που τη βλέπει, παράγει εξουδετερωτικά αντισώματα ενάντια στο αρχικό στέλεχος και σε δύο ακόμη παραλλαγές, αλλά όχι κατά της Όμικρον. Όμως, αφού λάβει την τρίτη δόση, παράγει αντισώματα και κατά της Όμικρον», εξηγεί ο Κρότι.
Παρά όμως τα στοιχεία που υποστηρίζουν την αποτελεσματικότητα της τρίτης δόσης, πολλοί Αμερικανοί διστάζουν να τις λάβουν.
Η Γκάντι αναφέρει ότι αυτό είναι δυσάρεστο, καθώς οι ενισχυτικές δόσεις μπορούν να γίνουν το «εισιτήριο» για να επιστρέψουμε στην κανονικότητα, και εκείνοι που δεν τις έχουν κάνει ή δεν έχουν εμβολιαστεί καθόλου, είναι πιο ευάλωτοι τόσο στην Όμικρον όσο και σε μελλοντικές παραλλαγές που πιθανόν να εμφανιστούν.
«Αυτό που χρειαζόμαστε για να ξεπεράσουμε αυτή τη φάση, είναι η ανοσία… έτσι, ακόμα και αν έχετε όντως μολυνθεί, θα συνιστούσα να κάνετε τουλάχιστον μία δόση εμβολίου», αναφέρει η Γκάντι.
Πηγή: Yahoo!news