Ο SARS-CoV-2 αποδεικνύεται εξαιρετικά επίμονος ιός καθώς η ανάρρωση από την COVID-19 φαίνεται να μην απαλλάσσει αρκετούς ασθενείς από ανεπιθύμητες επιπλοκές, με έναν στους τέσσερις να παρουσιάζει αυξημένο κίνδυνο άλλων παθήσεων μέσα στον πρώτο μήνα μετά τη λοίμωξη.
Κόπωση, υπέρταση και διαβήτης αποτελούν τις κυριότερες παθήσεις που απειλούν τους αναρρώσαντες από COVID-19 έως και έξι μήνες μετά τη νόσηση, με τους ενήλικες άνω των 50 ετών να διατρέχουν τον υψηλότερο κίνδυνο, ασχέτως φύλου για τις δύο τελευταίες παθήσεις και κάποιες διαφορές για την κόπωση και επιπλέον περιπτώσεις ανοσμίας, ηπατικής βλάβης κ.α.
Συνολικά, οι ασθενείς που ανάρρωσαν από COVID-19 έχουν περισσότερες πιθανότητες επιπρόσθετα για καρδιακές αρρυθμίες, εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση, άγχος και νεφρικές διαταραχές, σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύεται στο BMJ. Σύμφωνα με τους ερευνητές, πάνω από 50 κλινικές νοσηρότητες σε πολλαπλά συστήματα οργάνων απειλούν ειδικότερα τους ενήλικες 65 ετών και άνω μετά την οξεία φάση της λοίμωξης από SARS-Cov-2.
Σειρά ερευνών έχουν αναδείξει τα συμπτώματα που βιώνουν οι ασθενείς μετά την ανάρρωση, με αρνητικό αντίκτυπο στην ψυχική και σωματική τους υγεία και την κοινωνική ζωή. Οι ιοί MERS και SARS που έχουν συνδεθεί με αρρυθμία, ταχυκαρδία και διαταραχές στο κεντρικό νευρικό σύστημα των ασθενών μετά την ανάρρωση σύμφωνα με σχετικές μελέτες, έχουν αποδείξει πως τα επίμονα συμπτώματα είναι ίδιον των κορωνοϊών.
Οι επικίνδυνοι τέσσερις μήνες
Οι ερευνητές ανέλυσαν στοιχεία από ένα μεγάλο ερευνητικό πρόγραμμα υγείας των ΗΠΑ με πληροφορίες για αποτελέσματα εργαστηριακών ελέγχων και νοσηλειών. Στο πληθυσμιακό δείγμα που παρακολουθήθηκε για έξι μήνες από μια αναπνευστική λοίμωξη συγκρίνοντας τα στοιχεία τους με ασθενών προ πανδημίας, συμπεριλαμβάνονταν ενήλικες 18-85 ετών που είχαν διαγνωστεί θετικοί στον κορωνοϊό (3% επί του συνόλου).
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το 86% ασθενών που ανάρρωσαν δεν είχαν κλινικά συμπτώματα που έχρηζαν ιατρικής αντιμετώπισης στη διάρκεια της follow-up παρακολούθησης. Το 14% είχε μόνο ένα νέα ιατρικό πρόβλημα -περίπου 5% αντίστοιχα για την ομάδα προ πανδημίας- και 4% είχαν περισσότερα από ένα. Οι ασθενείς που είχαν μολυνθεί από τον νέο κορωνοϊό είχαν περισσότερα συμπτώματα σε σχέση με την ομάδα ελέγχου.
Κρίσιμοι για αυξημένο και διαρκή κίνδυνο κάποιας νέας πάθησης, σύμφωνα με τα ευρήματα, αποδείχθηκαν οι τέσσερις μήνες μετά τη νόσηση ενώ επιβαρυντικοί παράγοντες όπως μεγάλη ηλικία, συννοσηρότητες ή σοβαρή νόσηση από COVID-19 δεν αποτέλεσαν προϋπόθεση για κλινικές εκδηλώσεις άλλων παθήσεων.
Οι ερευνητές ανέφεραν καταληκτικά μία βασική αδυναμία της μελέτης εξαιτίας, η οποία εξέτασε δεδομένα από μεγάλη ασφαλιστική εταιρεία των ΗΠΑ και επομένως δεν υπήρξε εικόνα για οικονομικά ασθενέστερους ανασφάλιστους.
ΠΗΓΗ: ygeiamou.gr