Συνεχίστηκε σήμερα ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου η ακροαματική διαδικασία υπόθεσης, στην οποία Βρετανίδα ηλικίας 19 χρόνων κατηγορείται για δημόσια βλάβη ύστερα από ψευδή καταγγελία για βιασμό της από 12 Ισραηλινούς.
Κατά τη σημερινή διαδικασία η Ρίτσα Πεκρή, συνήγορος υπεράσπισης της κατηγορουμένης και ο Αδάμος Δημοσθένους, εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής έκαναν τις τελικές αγορεύσεις τους για την υπόθεση.
Στη γραπτή της αγόρευση, μέρος της οποίας ανέγνωσε ενώπιον του Δικαστηρίου, η Ρίτσα Πεκρή αναφέρθηκε στην κατηγορία της δημόσιας βλάβης που αντιμετωπίζει η κατηγορούμενη, εξηγώντας ότι «μεταξύ των ημερομηνιών 17/7 – 27/7/2019 εν γνώσει της έδωσε στην Αστυνομία ψευδή κατάθεση σε συνάφεια με κατά φαντασία ποινικό αδίκημα, ότι δηλαδή ήταν θύμα ομαδικού βιασμού από 12 Ισραηλινούς ενώ στην πραγματικότητα γνώριζε ότι η καταγγελία της ήταν ψευδής».
Πρόσθεσε ότι η υπεράσπιση για να αποδείξει την υπόθεση της κάλεσε πέντε μάρτυρες κατηγορίας, η κατηγορούμενη κατέθεσε ενόρκως και κλήθηκε ένας μάρτυρας υπεράσπισης, ο ιατροδικαστής Μάριος Ματσάκης.
Όπως ανέφερε η κα. Πεκρή θέση της υπεράσπισης είναι ότι «η καταγγελία στην οποία προέβη η κατηγορούμενη για βιασμό της στις 17/7/19 δεν ήταν ψευδής και κατά συνέπεια δεν ήταν προϊόν της φαντασίας της το ποινικό αδίκημα του βιασμού που διαπράχθηκε σε βάρος της την συγκεκριμένη ημέρα».
Ταυτόχρονα αναφέρθηκε στην ομολογία της 19χρονης κατηγορουμένης και είπε ότι με απόφαση του το Δικαστήριο, στο πλαίσιο δίκης εντός δίκης που διεξήχθη, αποφάνθηκε ότι η ομολογία της ημερομηνίας 28/7/19 δόθηκε με τη θέληση της και κατά συνέπεια έγινε αποδεκτή και κατατέθηκε ως τεκμήριο στην κυρίως δίκη.
Σημείωσε ακόμα ότι στην προκειμένη περίπτωση «η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να προσκομίσει αξιόπιστη ή και καθόλου μαρτυρία από ανεξάρτητη πηγή που να εξακριβώνει την ορθότητα της ομολογίας της κατηγορουμένης και κάλεσε το Δικαστήριο να απορρίψει την μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας ως αναξιόπιστη».
Στην αγόρευση της, η κ. Πεκρή αναφέρθηκε και στην ανακριτική διαδικασία από μέρους της Αστυνομίας, στη διερεύνηση του παραπόνου της κατηγορούμενης, που όπως είπε, «ήταν ελαττωματική και καθόλου ορθή. Η Αστυνομία προέβη σε σημαντικές παραλείψεις και παραβιάσεις κατά το στάδιο της διερεύνησης και είχε λανθασμένη αντίληψη και καθοδήγηση ως προς τα πραγματικά γεγονότα του παραπόνου της 19χρονης», είπε, και σημείωσε πως οι ανακριτές «παρέλειψαν να διερευνήσουν πλήρως τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα των Ισραηλινών, δεν έλαβαν ορθά και ικανοποιητικά μέτρα προστασίας του χώρου του εγκλήματος και παρέλειψαν να προβούν σε αναγνωριστική παράταξη».
Η υπεράσπιση αναφέρθηκε επίσης στην ιατροδικαστική έκθεση του ετοίμασε ο ιατροδικαστής που εξέτασε την κατηγορούμενη μετά την καταγγελία της για βιασμό και είπε πως «η μαρτυρία του ήταν γενική και αόριστη, είχε αποτυπώσει στο μυαλό του μια λανθασμένη εικόνα ως προς τα γεγονότα της διάπραξης του πιθανού βιασμού, η τελική του έκθεση είναι ελλιπής και τα ευρήματα του στηρίχθηκαν σε λανθασμένη πληροφόρηση και καθοδήγηση» και κάλεσε το Δικαστήριο να την απορρίψει ως αναξιόπιστη.
Η κ.. Πεκρή στην τελική της αγόρευση ισχυρίστηκε ότι «επηρεάστηκε το δικαίωμα της κατηγορούμενης σε δίκαιη δίκη, εφόσον δεν έγινε έγκαιρη και πλήρης αποκάλυψη του μαρτυρικού υλικού», έγιναν «παραβιάσεις των δικαιωμάτων της ως θύμα εγκληματικής ενέργειας και έμφυλης βίας», σημειώνοντας πως η 19χρονη «από την αρχή της καταγγελίας της ήταν ειλικρινής ως προς το αδίκημα που διαπράχθηκε σε βάρος της, δεν προσπάθησε να αποπροσανατολίσει το Δικαστήριο από τα πραγματικά γεγονότα και δεν περιέπεσε σε αντιφάσεις αλλά ήταν σταθερή και επεξηγηματική στις απαντήσεις της».
Σημείωσε τέλος τη θέση της υπεράσπισης ότι «η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι η κατηγορούμενη δεν είχε βιαστεί και ότι η καταγγελία της ήταν ψευδής και το Δικαστήριο θα πρέπει να βρει την 19χρονη αθώα και να την απαλλάξει από τις κατηγορίες».
Στη δική του γραπτή αγόρευση, μέρος της οποίας ανέγνωσε ενώπιον του Δικαστηρίου, ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής Αδάμος Δημοσθένους, ανέφερε ότι το αδίκημα της δημόσιας βλάβης που αντιμετωπίζει η κατηγορούμενη προνοεί ότι «όποιος γνωρίζει ότι δίνει σε οποιοδήποτε αστυνομικό ψευδή κατάθεση σε συνάφεια με κατά φαντασία ποινικό αδίκημα, είναι ένοχος δημόσιας βλάβης, και υπόκειται σε χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή σε φυλάκιση ενός χρόνου.
Πρόσθεσε ότι «η μαρτυρία που προσφέρθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή είναι συντριπτική εναντίον της κατηγορουμένης και δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία περί της ενοχής της. Στην κατάθεση της μάλιστα ομολόγησε ότι προέβη σε ψευδή καταγγελία σχετικά με βιασμό της, αποκαλύπτοντας συνάμα και το κίνητρό της».
Καταρχάς, συνέχισε ο κ. Δημοσθένους,«φαίνεται ότι η κατηγορουμένη προέβη σε ψευδή καταγγελία διότι όπως και η ίδια ομολογεί στην θεληματική κατάθεσή της, αντιλήφθηκε ότι την βιντεογραφούσαν κατά τις ερωτικές της συνευρέσεις, πράγμα το οποίο την έκανε να νοιώσει ντροπή και ταπείνωση. Το γεγονός μάλιστα ότι αρχικά το απέκρυψε από την Αστυνομία και το αποκάλυψε στην δεύτερή της κατάθεση, μετά από διευκρινιστική/συμπληρωματική κατάθεση που της λήφθηκε, καταμαρτυρεί ότι το κράτησε μυστικό ακριβώς για να μην αποκαλυφθεί το κίνητρό της, μην τυχόν και εγερθούν υποψίες εναντίον της».
Το ότι η καταγγελία της κατηγορουμένης, συνέχισε «ήταν ψευδής και αφορούσε φανταστικό αδίκημα, επιβεβαιώνεται και από το βίντεο της 17ης Ιουλίου που κατατέθηκε ως τεκμήριο. Σ` αυτό διακρίνεται η κατηγορούμενη να ερωτοτροπεί μ` ένα από τα άτομα που κατήγγειλε ότι την βίασαν και ενώ το βίντεο μαγνητοσκοπήθηκε η ώρα 02.57 τα ξημερώματα η κοπέλα κατήγγειλε ότι ο βιασμός της ξεκίνησε γύρω στις 00:30».
Ο κ. Δημοσθένους είπε ότι οι τέσσερις μάρτυρες κατηγορίας που κλήθηκαν να καταθέσουν για την υπόθεση δεν περιέπεσαν σε αντιφάσεις και η αξιοπιστία τους δεν κλονίστηκε σε κανένα στάδιο της αντεξέτασης τους. Για τον πέμπτο μάρτυρα κατηγορίας, τον Ιατροδικαστή Σοφοκλή Σοφοκλέους που εξέτασε την 19χρονη μετά την καταγγελία της στην Αστυνομία, είπε ότι «ως αντικειμενικός και αμερόληπτος εμπειρογνώμονας, έχει δώσει τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια και εφόδια, ώστε να καταστήσει ικανό το Δικαστήριο, αφού συνοψίσει τη μαρτυρία, να ελέγξει την ορθότητα των συμπερασμάτων του»
Η υπεράσπιση, συνέχισε ο κ. Δημοσθένους «προσπάθησε μέσα από τις θέσεις της, να ενσπείρει στο μυαλό του Δικαστηρίου την αμφιβολία για το κατά πόσο έγινε ή δεν έγινε εν τέλει ο βιασμός. Μάλιστα η γραμμή αυτή της υπεράσπισης έτεινε σε κάποιες περιπτώσεις να εκτροχιάσει την ουσία της υπόθεσης σε βαθμό που δημιουργείτο η εντύπωση ότι δεν εκδικάζεται το αδίκημα της δημόσιας βλάβης αλλά αυτό του βιασμού».
Ωστόσο, σημείωσε «σε καμιά περίπτωση δεν πέτυχε να δημιουργήσει εύλογες αμφιβολίες σε σχέση με την ενοχή της κατηγορούμενης, έστω και υποβόσκουσες» και κάλεσε το Δικαστήριο να απορρίψει την μαρτυρία της 19χρονης, αλλά και του Ιατροδικαστή Μάριου Ματσάκη ο οποίος όπως εξήγησε «δεν έκανε καθόλου καλά τη δουλειά του, παρά το γεγονός ότι κατηγόρησε σφοδρά για τη δουλειά του τον συνάδελφο του Σοφοκλή Σοφοκλέους. Προσπάθησε (Μάριος Ματσάκης) να γίνει ο δικηγόρος της κατηγορουμένης και όχι μάρτυρας υπεράσπισης» είπε.
Ανέφερε επίσης ότι «η Κατηγορούσα Αρχή πέτυχε να αποδείξει την υπόθεσή της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και η ετυμηγορία του Δικαστηρίου πρέπει να είναι καταδικαστική».
Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου όρισε την 30η Δεκεμβρίου ως ημερομηνία κατά την οποία θα εκδώσει την απόφαση του κατά πόσον δηλαδή η κατηγορούμενη είναι ένοχη ή αθώα.
Με το τέλος της διαδικασίας η κατηγορούμενη ζήτησε από τον Πρόεδρο του Σώματος να ορίσει την ημερομηνία απόφασης του πιο σύντομα με τον τελευταίο να αναφέρει στην δικηγόρο της πως «φτάσαμε στο τέλος της διαδικασίας και η πελάτισσα σας εξακολουθεί να δείχνει ασέβεια προς το Δικαστήριο».
Πηγή: ΚΥΠΕ