ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ

ΕΔΑΔ: Καταδίκη Κύπρου για την υπόθεση της Βρετανίδας στην Αγ. Νάπα

«Ελλείψεις στη διερεύνηση της Βρετανίδας»

ΚΥΠΕ

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εντόπισε ελλείψεις στη διερεύνηση, συνοδευόμενες από επιζήμια έμφυλα στερεότυπα και συμπεριφορές που αποδίδουν την ευθύνη τα θύματα, στην υπόθεση ομαδικού βιασμού Βρετανίδας από Ισραηλινούς υπηκόους στην Αγία Νάπα της Κύπρου τον Ιούλιο του 2019, σύμφωνα με απόφαση του Τμήματος του Δικαστηρίου που δημοσιεύθηκε σήμερα.

Όπως υπενθυμίζεται, η προσφεύγουσα Χ, μια νεαρή Βρετανίδα υπήκοος, ισχυρίζεται ότι έπεσε θύμα ομαδικού βιασμού από Ισραηλινούς υπηκόους κατά την παραμονή της στην Αγία Νάπα της Κύπρου τον Ιούλιο του 2019, με την υπόθεση να αφορά την έρευνα που ακολούθησε από τις εθνικές αρχές.

Προστίθεται ότι έπειτα από 10 ημέρες και μια σειρά μακροχρόνιων ανακρίσεων που διήρκεσαν μέχρι αργά τη νύχτα, η προσφεύγουσα κατέληξε να ανακαλέσει τους ισχυρισμούς της και αμέσως της ασκήθηκε δίωξη για διατάραξη της δημόσιας τάξης, για την οποία κρίθηκε ένοχη σε πρώτο βαθμό, ωστόσο αθωώθηκε στην έφεση, με το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου να σημειώνει διάφορες παραλείψεις στη διαδικασία διερεύνησης του ισχυρισμού της για βιασμό.

Σύμφωνα με το κείμενο της απόφασης, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η Κύπρος διαθέτει νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία των δικαιωμάτων των θυμάτων σεξουαλικής βίας. Συγκεκριμένα, ο εθνικός νόμος ποινικοποιεί τον βιασμό κάνοντας άμεση αναφορά στην απουσία συναίνεσης, ενώ υπάρχει πρόσθετη νομοθεσία σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία των θυμάτων.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η κυπριακή αστυνομία είχε αρχίσει να διερευνά τους ισχυρισμούς της Χ για βιασμό χωρίς καθυστέρηση, είχε εντοπίσει γρήγορα τους υπόπτους, είχε εξασφαλίσει εντάλματα, είχε συλλέξει δείγματα DNA και άλλα αποδεικτικά στοιχεία και δεν είχε καθυστερήσει να ανακρίνει μάρτυρες, επομένως η ταχύτητα της έρευνας δεν τέθηκε υπό αμφισβήτηση.

Προστίθεται ωστόσο ότι η υπόθεση είχε σημαδευτεί από μια σειρά ελλείψεων από τις ανακριτικές αρχές, τις εισαγγελικές αρχές και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Στο επίκεντρο της υπόθεσης ήταν ο υπερβολικά βιαστικός τερματισμός της έρευνας, που προκλήθηκε από την ανάκληση των αρχικών δηλώσεων της Χ και την άμεση κίνηση ποινικής διαδικασίας κατά της ίδιας, η οποία κατέληξε στην καταδίκη της. Ανατρέποντας στη συνέχεια την εν λόγω καταδίκη, το Ανώτατο Δικαστήριο είχε εντοπίσει ορισμένες από τις αστοχίες της έρευνας.

Το ΕΔΔΑ επανέλαβε ότι οι ανακριτικές αρχές έχουν την υποχρέωση να λαμβάνουν κάθε μέτρο που είναι εύλογα δυνατό για να εξασφαλίσουν όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το περιστατικό που ερευνούν, ενώ εναπόκειται στις αρχές να διερευνήσουν όλα τα πραγματικά περιστατικά και να αποφασίσουν με βάση όλες τις περιβάλλουσες περιστάσεις.

Συμπληρώνεται ότι παρατηρώντας επίσης ορισμένες ελλείψεις στην έρευνα, όπως η μη λήψη επαρκών ιατροδικαστικών και μαρτυρικών στοιχείων, το Δικαστήριο έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην παράλειψη των αρχών να εξετάσουν αν υπήρξε συναίνεση. Όπως σημειώνεται, οι αρχές είχαν παραβλέψει το γεγονός ότι η Χ είχε πιει και ότι είχαν βρεθεί ίχνη κοκαΐνης στα ούρα της, τα οποία θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ικανότητά της να συναινέσει, δεν έγινε καμία αναφορά στη ρητή διαφωνία της με την πρόταση να κάνει σεξ με κάποιους από τους υπόπτους ή στο ότι δεν έδειξαν καθόλου σεβασμό στην επιθυμία της Χ για ιδιωτικότητα και στις τρεις περιπτώσεις που επέμεναν να εισέλθουν στο δωμάτιο παρότι τους ζητήθηκε ρητά να αποχωρήσουν. Φαίνεται ότι δεν είχε γίνει καμία προσπάθεια να ελεγχθεί αν είχαν λάβει μέτρα για να διασφαλίσουν ότι η X συναινούσε στο σεξ στις 17 Ιουλίου 2019, αλλά υπήρχε μαρτυρία ότι ορισμένοι από τους υπόπτους ήλπιζαν και ανέμεναν ότι θα έκαναν σεξ μαζί της, υποθέτοντας απλώς ότι θα μπορούσαν να το κάνουν, συμπληρώνεται.

Επιπλέον, φάνηκε ότι η απροθυμία των αρχών να συνεχίσουν περαιτέρω την έρευνα ή να κινήσουν ποινική διαδικασία είχε βασιστεί στη σεξουαλική ελευθερία και συμπεριφορά της Χ. Όπως αναφέρεται, η αξιοπιστία της φαίνεται ότι αξιολογήθηκε στη βάση έμφυλων στερεοτύπων και συμπεριφορών που αποδίδουν την ευθύνη τα θύματα, καθώς λόγω φερόμενης συμμετοχής της Χ σε ομαδικές σεξουαλικές δραστηριότητες στο παρελθόν, φάνηκε να θεωρείται δεδομένο ότι δεν θα αρνείτο να πράξει το ίδιο την ημέρα του φερόμενου ως βιασμού.

Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι ενώ η απόφαση του επικεφαλής ανακριτή να διακόψει την έρευνα και η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα να μην την ανοίξει εκ νέου βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό σε υποτιθέμενες αντιφάσεις στις καταθέσεις της Χ, δεν είχαν λάβει υπόψη τους τις συνθήκες υπό τις οποίες είχαν γίνει οι εν λόγω καταθέσεις και την ψυχολογική επίδραση που μπορεί να είχε ο υποτιθέμενος βιασμός σε αυτήν εκείνη τη στιγμή, ή αν μπορεί να βρισκόταν ακόμη υπό την επήρεια αλκοόλ, ναρκωτικών ή ηρεμιστικών που της είχε δώσει η φίλη της για να την ηρεμήσει. Επιπλέον, δεν ήταν σαφές αν της είχε δοθεί χρόνος για ύπνο ή ξεκούραση μεταξύ του φερόμενου ως βιασμού και της πρώτης και της δεύτερης κατάθεσής της.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η Χ, 18χρονη αλλοδαπή που βρισκόταν μόνη της στην Κύπρο, παραπέμφθηκε σε ψυχολόγο μόλις στις 19 Ιουλίου 2019, δύο ημέρες μετά τον υποτιθέμενο ομαδικό βιασμό. Επιπλέον, παρότι είχε μιλήσει με γυναίκα αστυνομικό στις πρώτες της καταθέσεις, αυτό είχε γίνει χωρίς την παρουσία δικηγόρου, ψυχολόγου ή των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας. Μετά από έξι ώρες ανάκρισης καθ' όλη τη διάρκεια του απογεύματος της 27ης Ιουλίου 2019, η Χ είχε καταλήξει να ανακαλέσει την καταγγελία της μετά τη μία τα ξημερώματα, υποστηρίζοντας ότι οι μακρές και επαναλαμβανόμενες συνεντεύξεις την οδήγησαν σε αυτή την απόφαση.

Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, οι πολυάριθμες φορές που η Χ χρειάστηκε να επαναλάβει στις αρχές τι είχε συμβεί και η αποτυχία τους να υιοθετήσουν μια πιο ευαίσθητη προς το θύμα προσέγγιση, συνιστούσαν ένδειξη εκ νέου θυματοποίησης. Tο Δικαστήριο παρατήρησε ότι η υπόθεση αποκάλυπτε ορισμένες προκαταλήψεις σχετικά με τις γυναίκες στην Κύπρο, οι οποίες εμπόδιζαν την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων της Χ ως πιθανό θύμα έμφυλης βίας.

Υπό το πρίσμα των πολυάριθμων ελλείψεων που εντοπίστηκαν, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα, χωρίς να εκφράσει γνώμη ως προς την ενοχή των υπόπτων, ότι η αντίδραση των ανακριτικών και εισαγγελικών αρχών στις καταγγελίες της Χ για βιασμό δεν ανταποκρίθηκε στο καθήκον («θετική υποχρέωση») του κράτους να εφαρμόσει τις σχετικές ποινικές διατάξεις στην πράξη μέσω αποτελεσματικής έρευνας και δίωξης. Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση των άρθρων 3 και 8 της Σύμβασης.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να καταβάλει στην προσφεύγουσα 20.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 5.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα και δαπάνες.

Σημειώνεται τέλος ότι δεδομένου πως πρόκειται για απόφαση του Τμήματος του Δικαστηρίου, και οι δύο πλευρές έχουν 3 μήνες προθεσμία εντός της οποίας μπορούν να ζητήσουν την παραπομπή της υπόθεσης στο Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης του Δικαστηρίου για οριστική απόφαση.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Κοινωνία: Τελευταία Ενημέρωση