ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Η ιστορία του 30χρονου εγκλωβισμένου Δημήτρη Κοτσιεκκά (Βίντεο)

«Είμαι 30 χρονών και νιώθω ότι οι τρεις δεκαετίες της ζωής μου έχουν λάβει χώρα σε διαφορετικά σημεία, με διαφορετικούς ανθρώπους»

ΚΥΠΕ

«Είμαι 30 χρονών και νιώθω ότι οι τρεις δεκαετίες της ζωής μου έχουν λάβει χώρα σε διαφορετικά σημεία, με διαφορετικούς ανθρώπους. Στο τέλος της ημέρας, οι αναμνήσεις που έχει ένας άνθρωπος, αν δεν μπορεί να τις μοιράζεται με αυτούς που τις έχει ζήσει, δεν έχουν την ίδια αξία και βαρύτητα για τη δική του πορεία», λέει στο ΚΥΠΕ ο Δημήτρης Κοτσιεκκάς, γεννηθείς στο Ριζοκάρπασο το 1993, σε οικογένεια εγκλωβισμένων Ελληνοκύπριων.

Ο Δημήτρης είναι ένα από τα εφτά αδέρφια της οικογένειας Κοτσιεκκά, η οποία παραμένει στο Ριζοκάρπασο από το 1974. Είναι νομικός και διδακτορικός φοιτητής. Γεννήθηκε στο Ριζοκάρπασο το 1993. Το 1996, όταν τα μεγαλύτερα του αδέρφια έπρεπε να ξεκινήσουν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και αφού δεν λειτουργούσε ελληνικό γυμνάσιο στα κατεχόμενα, μετέβηκε με τη μητέρα και τα αδέρφια του στις ελεύθερες περιοχές, όπου και παρέμειναν μέχρι να τελειώσει και ο ίδιος το δημοτικό. Όταν θα πήγαινε γυμνάσιο, επαναλειτούργησε το γυμνάσιο του Ριζοκαρπάσου, και η οικογένεια επέστρεψε στο κατεχόμενο χωριό, όπου ο Δημήτρης πέρασε την εφηβεία του. Επανήλθε στις ελεύθερες περιοχές για να σπουδάσει στη Νομική του Πανεπιστημίου Κύπρου.

«Οι αναμνήσεις που έχω απ’ την οικογένεια και τη ζωή στο Ριζοκάρπασο πριν την πρώτη μετάβαση στις ελεύθερες περιοχές, είναι κυρίως παιδικές αναμνήσεις, διάσπαρτες εικόνες που τις ενώνω σήμερα με την πληροφόρηση που λαμβάνω από τους μεγαλύτερους. Σίγουρα, θυμάμαι περισσότερο την οικογένειά μου», είπε στο ΚΥΠΕ, μιλώντας για τις πρώτες του αναμνήσεις πριν τη μετάβαση της οικογένειας στις ελεύθερες περιοχές.

Ο αποχωρισμός από τον πατέρα

Όταν χρειάστηκε να μεταβούν στις ελεύθερες περιοχές για να συνεχίσουν τα αδέρφια του απρόσκοπτα την εκπαίδευσή τους, η οικογένεια αποφάσισε να χωριστεί, με τη μητέρα και τα εφτά παιδιά να έρχονται στις ελεύθερες περιοχές και τον πατέρα να μένει πίσω, «για να κρατήσει το σπίτι».

«Η μετάβαση από τα κατεχόμενα στις ελεύθερες περιοχές την περίοδο που μετακινούμασταν λόγω των σχολείων πριν ανοίξουν τα οδοφράγματα, ήταν μια κατάσταση που αντιμετωπίζαμε ως διαδικαστικού χαρακτήρα. Έπρεπε να πάμε στο σχολείο. Συνδέαμε τη μεταφορά μας με τα λεωφορεία στις ελεύθερες περιοχές με το να πάμε στο σχολείο. Δεν βάζαμε μέσα οποιουσδήποτε χρωματισμούς, σε σχέση με τα πολιτικά γεγονότα», αναφέρει.

Ο Δημήτρης θυμάται ότι αυτό που του έκανε εντύπωση, όταν η οικογένεια μετεγκαταστάθηκε προσωρινά στις ελεύθερες περιοχές, ήταν η πολιτισμική διαφορά. «Στα κατεχόμενα ήταν το μουσουλμανικό στοιχείο και ο τρόπος ζωής που είχαν οι άνθρωποι που ζουν μέχρι σήμερα εκεί. Όταν ήρθαμε στις ελεύθερες περιοχές και είδαμε το χριστιανικό και το ελληνικό στοιχείο πιο διαδεδομένο, ήταν σαν να βγαίναμε έξω απ’ τα νερά μας», αναφέρει, σημειώνοντας, ταυτόχρονα, ότι ξαφνικά ένιωσαν πιο ενταγμένοι.

«Μεγαλώνοντας, αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε ότι δεν είναι φυσιολογικό μια οικογένεια να χωρίζεται για να πηγαίνουν σχολείο τα παιδιά και ο πατέρας να μένει μόνος του στο Ριζοκάρπασο για να κρατήσει το σπίτι. Όλα αυτά ξεκινήσαμε να τα αντιλαμβανόμαστε πολύ αργότερα», συνέχισε.

Αυτή η μετάβαση, πέραν του ότι προκαλούσε ταλαιπωρία στις οικογένειες, προκαλούσε και αποστασιοποίηση από τα μέλη της οικογένειας που έμεναν πίσω, αναφέρει. Κάποιες οικογένειες επέλεγαν να στείλουν όλα τα παιδιά στις ελεύθερες περιοχές και να μείνει ένας από τους δύο γονείς πίσω, συνήθως ο πατέρας, ενώ άλλες επέλεγαν να χωρίσουν τα παιδιά, να μείνουν οι μικροί που πηγαίνουν δημοτικό στο Ριζοκάρπασο και να παν οι μεγάλοι με ένα γονιό στις ελεύθερες περιοχές. «Έτσι οι οικογένειες χωρίζονταν με αυτό τον τρόπο και προκαλείτο η αμηχανία του να είσαι συγγενής με τον άλλο αλλά να μην τον ξέρεις. Και είναι κάτι που αντιμετωπίζουμε μέχρι σήμερα, να μη νιώθουμε άνετα με τους συγγενείς μας επειδή δεν τους έχουμε ζήσει όπως θα έπρεπε», λέει.

«Φέρνω στο μυαλό μου την εικόνα του να καθόμαστε γραμμή από τον πιο μικρό μέχρι τον πιο μεγάλο, περιμένοντας να μιλήσουμε με τον πατέρα μας, γιατί θα έπεφτε η γραμμή, που ήταν ευάλωτη. Είναι μια εικόνα που την έχω και την κουβαλώ, νομίζω θα την έχω για πάντα στο μυαλό μου», είπε απαντώντας αν υπήρχε δυνατότητα επικοινωνίας με τον πατέρα του που έμεινε πίσω.

Η επιστροφή και ο αποχωρισμός από τους φίλους

Το 2003 επαναλειτούργησε στο Ριζοκάρπασο το εξατάξιο γυμνάσιο. Η οικογένεια Κοτσιεκκά αποφάσισε να επιστρέψει και τα παιδιά να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους στο χωριό τους. Ο Δημήτρης θυμάται πώς έζησε τη νέα αυτή μετάβαση από τις ελεύθερες περιοχές, τώρα, στα κατεχόμενα, αλλά και την εμπειρία της εκπαίδευσης στο κατεχόμενο Ριζοκάρπασο.

«Ήταν πολύ δύσκολο για εμάς που είχαμε χτίσει τη ζωή και τον κύκλο μας στις ελεύθερες περιοχές. Εγώ είχα ξεκινήσει για δύο βδομάδες στο Γυμνάσιο των Λευκάρων και έφυγα Παρασκευή νύχτα, χωρίς να ειδοποιήσω τους φίλους μου ότι φεύγω, πάω στο Ριζοκάρπασο, και τους είδα μετά από 6-8 χρόνια, όταν είχα τελειώσει το σχολείο, όταν είχα επιστρέψει από το Ριζοκάρπασο για τις σπουδές μου», αναφέρει.

Για το Γυμνάσιο στο Ριζοκάρπασο, είπε ότι το κατοχικό καθεστώς προκαλούσε και προκαλεί δυσκολίες. «Αυτά τα αναμέναμε», είπε. Σημείωσε, ωστόσο, ότι οι καθηγητές που είχαν έρθει στο Ριζοκάρπασο για να διδάξουν ήταν άνθρωποι εμπνευσμένοι που ήθελαν να προσφέρουν. Ειδικά τα πρώτα χρόνια, προσπαθούσαν να καλύψουν τα πολλά μαθησιακά κενά των παιδιών των εγκλωβισμένων, με σκοπό να πετύχουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.

«Το βασικό που προσπαθούσαν να πετύχουν μέσω της εκπαίδευσης στο Ριζοκάρπασο, πέραν της επαναλειτουργίας του Γυμνασίου, που είχε τη δική του σημασία, και για εθνικούς και για πολιτικούς λόγους, είναι να δώσουν ελπίδα σε αυτούς τους ανθρώπους ότι η παραμονή τους δεν πάει εις μάτην. Έχει κάποια αξία και επιβραβεύεστε με την επαναλειτουργία του Γυμνασίου Ριζοκαρπάσου», ανέφερε, προσθέτοντας ότι «έτσι αντιλαμβάνονται οι εγκλωβισμένοι όλα αυτά τα μεγάλα που συζητούνται πίσω από τις πόρτες των πολιτικών γραφείων: όταν εφαρμόζονται στη ζωή τους. Η επαναλειτουργία του Γυμνασίου στο Ριζοκάρπασο ήταν κάτι που ήρθε να τονώσει και τη ζωή στο Ριζοκάρπασο αλλά και το φρόνημα των εγκλωβισμένων».

Σχολιάζοντας τις σχέσεις με τους καθημερινούς ανθρώπους στο Ριζοκάρπασο, είπε ότι κατά κανόνα οι άνθρωποι ζουν και ζούσαν όπως ζουν οι γείτονες μεταξύ τους. «Απλός, φτωχός κόσμος που προσπαθούσε να επιβιώσει, κι από τις δύο πλευρές», ανέφερε, υπογραμμίζοντας, ωστόσο, τους περιορισμούς στην άσκηση των θρησκευτικών ελευθεριών από τις κατοχικές αρχές, το οποίο αντιλαμβάνεται ως κάτι στο οποίο διέφεραν από τους Τουρκοκύπριους γείτονές τους.

Σημειώνει, ωστόσο, ότι, τουλάχιστον οι νέοι εγκλωβισμένοι της δικής του γενιάς, μετά το 2003 και τη διάνοιξη των οδοφραγμάτων ήταν σε θέση να αντιληφθούν ό,τι στερούνταν το προηγούμενο διάστημα. «Μέχρι το 2003 ήταν κάποιες πραγματικότητες που αντιμετωπίζαμε. Υπήρχαν περιορισμοί σε διάφορα δικαιώματα και ελευθερίες μέχρι και το 2003 πολύ έντονα. Λόγω του γεγονότος ότι πολλοί δεν ξέραμε την ύπαρξη αυτών των δικαιωμάτων, ότι πχ έχω δικαίωμα να πηγαίνω σχολείο στον τόπο μου, έχω δικαίωμα να πηγαίνω κάθε Κυριακή, αν θέλω, στην εκκλησία, αντιμετωπίζαμε την απαγόρευση από το καθεστώς ως ένα γεγονός που το αποδεχόμασταν», αναφέρει, επισημαίνοντας ότι όταν «κάποιος δεν γνωρίζει την ύπαρξη των δικαιωμάτων που του παραβιάζονται δεν διαμαρτύρεται γι’ αυτά».

«Οι πιο μεγάλοι από εμάς, που είχαν ζήσει τις εποχές πριν το 1974 αντιλαμβάνονταν τον περιορισμό. Αλλά οι πιο μικροί της δικής μου ηλικίας, γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε σε αυτό το περιβάλλον», αναφέρει.

Με τη διάνοιξη των οδοφραγμάτων, ο Δημήτρης καταγράφει ότι η καθημερινότητα των εγκλωβισμένων άλλαξε προς το καλύτερο. «Σταδιακά βλέπουμε μια προσπάθεια βελτίωσης της διαβίωσης των εγκλωβισμένων στα κατεχόμενα», αναφέρει, σημειώνοντας, ωστόσο, ότι αυτό έχει και μια πολιτική χροιά, γιατί αν μέχρι το 2003 γινόταν προσπάθεια εκδίωξης, «τώρα γίνεται προσπάθεια αφομοίωσης των εγκλωβισμένων, που είναι πολύ επικίνδυνο».

«Οι εγκλωβισμένοι όμως, αντιλαμβάνονται τις ευκολίες που έρχονται στη ζωή τους ως ευλογία για να συνεχίσουν όσο πιο κοντά στο φυσιολογικό μπορούν, τη ζωή τους στο Ριζοκάρπασο», ανέφερε, σημειώνοντας ότι οι εγκλωβισμένοι μετρούν τη διάνοιξη των οδοφραγμάτων με το ότι τώρα μπορούν να παν στον γιατρό της επιλογής τους στις ελεύθερες περιοχές, να δουν τους συγγενείς τους χωρίς περιορισμούς.

Σημειώσεις στη Σχολή και στην παρέα

Το 2011 ο Δημήτρης πέρασε στη Νομική του Πανεπιστημίου Κύπρου. Για άλλη μια φορά, κάνει τη μετάβαση από τα κατεχόμενα στις ελεύθερες περιοχές, μόνος του πια. Αναφερόμενος στις δυσκολίες που συνάντησε, λέει στο ΚΥΠΕ ότι «ήταν σαν να μετέβαινα χρονικά από τη δεκαετία του ’80, στο 2011. Πολλές από τις εμπειρίες που ζούσα στο Ριζοκάρπασο, ήταν πιο κοντά στη δεκαετία του ‘70-’80, όχι της πόλης, αλλά της επαρχίας», ενώ προσθέτει ότι έπρεπε, επιπλέον, να καλύψει όλα τα κενά που είχε στην καθημερινότητά του, για να μπορέσει να έρθει στο ίδιο σημείο επικοινωνίας με τους συνομήλικους του.

«Πολλά κομμάτια των συζητήσεων, για εμένα ήταν άγνωστα. Άκουγα να συζητούν για διάφορα θέματα της καθημερινότητας, τραγούδια, ποδόσφαιρο, ταινίες. Εγώ δεν ήξερα τίποτα από αυτά. Προκειμένου να μην είμαι αυτός που καθόταν στη γωνιά, να μη συμμετέχει ποτέ και να περιθωριοποιηθεί, είχα ένα μπλοκ σημειώσεων μαζί μου. Κρατούσα πάντα σημειώσεις και σημείωνα αυτά που άκουγα για να πάω σπίτι να το ψάξω για να μπορέσω την επόμενη φορά να συμμετέχω στη συζήτηση», είπε.

Ο Δημήτρης, με εφόδια της εμπειρίες και τα βιώματά του, πρότεινε στην Υπουργό Παιδείας διορθωτικά μέτρα για να μπορούν οι εγκλωβισμένοι φοιτητές να ενταχθούν ομαλότερα και στις σπουδές τους αλλά και στην πραγματικότητα που συναντούν ερχόμενοι στις ελεύθερες περιοχές. Όπως είπε, χρειάζεται να θεσμοθετηθεί μία διαδικασία στα πανεπιστήμια, μέσα από την οποία θα προσφέρονται κατευθυντήριες γραμμές και ενίσχυση σε αυτούς τους φοιτητές, προκειμένου να γεφυρώσουν τα κενά τους.

Επιπλέον, πρότεινε να δίνονται διευκολύνσεις, και στις παγκύπριες, και στις εξετάσεις του πανεπιστημίου, αλλά και στο μέλλον, κατά τη διεκδίκηση μιας επαγγελματικής θέσης, προκειμένου «να διεκδικούν το μέλλον τους στις ελεύθερες περιοχές, επί ίσοις όροις».

Όπως είπε, αυτά τα προβλήματα οδήγησαν πολλούς από τους εγκλωβισμένους φοιτητές να μην καταφέρνουν να μείνουν στις ελεύθερες περιοχές. «Δεν μένουν πολλοί στις ελεύθερες περιοχές, γιατί πολλοί δεν τελειώνουν το πανεπιστήμιο. Μέχρι το 2017, οι 9 στους 10 που τέλειωναν το πανεπιστήμιο ήταν άτομα που πήγαν δημοτικό στις ελεύθερες περιοχές, άρα είχαν αποκτήσει την πρώτη βάση της εκπαίδευσης με σωστό τρόπο και ήταν πιο εύκολο γι’ αυτούς. Όσοι έχουν κάνει δημοτικό, γυμνάσιο και λύκειο στο Ριζοκάρπασο, ειδικά πριν το 2017 δεν έχει τελειώσει κανένας το πανεπιστήμιο», αναφέρει.

«Από πού είσαι;»

Το 2019 ο Δημήτρης μετέφερε τις δικές του εμπειρίες, της οικογένειας του και άλλων εγκλωβισμένων, στο βιβλίο του με τίτλο «Από πού είσαι;». Όπως είπε, το βιβλίο ήταν μια προσπάθεια που ξεκίνησε μετά από ένα περιστατικό στο πανεπιστήμιο. «Μια νύχτα που ήμουν έντονα συναισθηματικά φορτισμένος, και είχα πάρει τη βαλίτσα μου και ήμουν έτοιμος να πάω πίσω στο Ριζοκάρπασο, ένας φίλος μου μου είπε ‘αν φύγεις ποια ιστορία θα έχεις να περιγράφεις’;».

«Από εκείνο το σημείο ξεκίνησα μέσω της οικογένειας και των φίλων και μετά ο κύκλος διευρυνόταν, να μαζεύω ιστορίες των εγκλωβισμένων, με σκοπό σε πρώτη φάση να καταλάβω εγώ ο ίδιος όσα ζούσαμε και προσπάθησα να τα καταγράψω. Στη συνέχεια αυτή η προσπάθεια θεώρησα ότι έπρεπε να χωριστεί σε κάποιες περιόδους: 1974-1990, 1990-2003 και 2003 μέχρι σήμερα. Και στις τρεις χρονικές περιόδους βλέπουμε τις ιστορίες των απλών καθημερινών ανθρώπων που δεν έφταιξαν σε τίποτε σε σχέση με τον πόλεμο και τα δεινά που φέρνει, αλλά δυστυχώς είναι αυτοί που υπομένουν τις συνέπειες», είπε.

Το βιβλίο έχει διατεθεί μέχρι σήμερα σε τρεις εκδόσεις. Όλα τα καθαρά έσοδα διατίθενται για φιλανθρωπικούς σκοπούς και από το 2021 έχει μπει στις σχολικές βιβλιοθήκες Μέσης Εκπαίδευσης.

Ούτε εγκλωβισμένος, ούτε πρόσφυγας

Ο Δημήτρης σήμερα ζει, εργάζεται και συνεχίζει τις σπουδές του στις ελεύθερες περιοχές. Η οικογένειά του παραμένει στο Ριζοκάρπασο. «Είσαι εγκλωβισμένος;» τον ρωτήσαμε. «Δεν είμαι τίποτε. Δεν είμαστε πρόσφυγες γιατί η ιδιότητα του πρόσφυγα κληρονομείται από τους γονιούς μας. Εφόσον οι γονιοί μας είναι εγκλωβισμένοι, δεν είμαστε πρόσφυγες. Δεν είμαστε ούτε εγκλωβισμένοι, γιατί με βάση την Υπηρεσία, εγκλωβισμένος είναι εκείνος που λαμβάνει το επίδομα του εγκλωβισμένου. Σβήνουν την πορεία του ατόμου που έρχεται στις ελεύθερες περιοχές», ανέφερε.

Σημείωσε ότι για να θεωρείται πρόσφυγας πρέπει να κάνει αίτηση και να δοθεί κατ’ εξαίρεση η ιδιότητα από τον αρμόδιο Υπουργό, με έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, και τότε θα θεωρείται πρόσφυγας πρώτης γενιάς.

Αναφέρθηκε στην πρόταση νόμου που υπάρχει ενώπιον της Βουλής για δημιουργία «μητρώου εγκλωβισμένων» προκειμένου να καταγραφούν οι εγκλωβισμένοι και να ανεξαρτητοποιηθεί η ιδιότητά τους από το επίδομα.

Η προσωρινότητα που σβήνει

Ο Δημήτρης λέει ότι ένας από τους λόγους που έμειναν οι εγκλωβισμένοι το 1974 στα χωριά τους, ήταν «το προσωρινά, ώσπου να σάσουν τα πράματα», δηλαδή μέχρι να επανέλθουμε στις συνθήκες που ζούσαμε πριν το 1974. «Η προσέγγιση της προσωρινότητας εμπλουτιζόταν κάθε φορά με ένα γεγονός που επιβεβαίωνε ότι είναι προσωρινή η κατάσταση, πχ ότι σε έξι μήνες θα πάμε για διαπραγματεύσεις, και κάθε φορά έδιναν την εντύπωση στους εγκλωβισμένους ότι κάτι θα γίνει με το Κυπριακό», αναφέρει.

Πενήντα χρόνια μετά, «οι πλείστοι από αυτούς που έμειναν προσωρινά έχουν πεθάνει και οι συνεχιστές της πορείας τους δεν έχουν ζήσει για να ακούσουν τους λόγους της παραμονής των πρώτων εγκλωβισμένων. Και είναι και αυτός ένας λόγος που πρέπει να τρέξουμε για να δούμε τι μπορούμε να κερδίσουμε από αυτή την κατάσταση, για να επανενωθεί ο τόπος μας», είπε.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Κοινωνία: Τελευταία Ενημέρωση