«Ο χώρος διαμονής μου στην αρχή ήταν πολύ άσχημος. Δεν γνωρίζω αν ήταν λόγω του χρώματός μου ή λόγω των χρημάτων που μας δίνουν για στέγαση. Γιατί όταν καλείς τον ιδιοκτήτη του σπιτιού αυτός ή αυτή δέχεται να σε δουν και όταν τους συναντήσεις και τους συστηθείς και ανακαλύψουν ότι είσαι αιτητής ασύλου τότε χάνεις το σπίτι…»
Τα λόγια αυτά ανήκουν στον νεαρό Λάμπερτ, από το Καμερούν ο οποίος έφθασε στην Κύπρο ως πρόσφυγας, πριν από ένα περίπου χρόνο. «Μερικές φορές χαμογελώ όχι επειδή μου αρέσει να χαμογελώ αλλά για να είναι το πρόσωπό μου χαρούμενο στον κόσμο που βλέπω γύρω μου» ανέφερε, καλώντας την κυπριακή Κυβέρνηση να προσφέρει στήριξη προκειμένου να αλλάξει το βιοτικό επίπεδο των προσφύγων και αιτητών ασύλου στο νησί.
Ο νεαρός Καμερουνέζος πρόσφυγας μιλούσε στο πλαίσιο της παρουσίασης μελέτης σχετικά με τις συνθήκες διαβίωσης των αιτητών ασύλου στην Κύπρο που έκανε το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας για λογαριασμό της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR) στην Κύπρο. Με βάση τα αποτελέσματα της μελέτης, την οποία παρουσίασε εκ μέρους της ομάδας που την εκπόνησε ο Αναπληρωτής Καθηγητής Κοινωνικής Εργασίας στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας Στέφανος Σπανέας, το κυριότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι αιτητές ασύλου είναι αυτό τη στέγασης, με κάποια άτομα, ακόμη και οικογένειες να διαμένουν ακόμα και στον δρόμο, για κάποιο διάστημα.
Προτεραιότητά μας είναι να βοηθούμε στο θέμα της στέγασης, είναι θέμα ασφάλειας, σημείωσε η Γκόσια Χρυσάνθου, εκπρόσωπος της μη κυβερνητικής οργάνωσης CARITAS, που παρέχει βοήθεια σε πρόσφυγες που έρχονται στην Κύπρο, αναφερόμενη στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα άτομα αυτά, και σημειώνοντας πως το επίδομα ενοικίου που τους δίδεται (100 ευρώ για ένα άτομο και 200 ευρώ για μια οικογένεια) είναι πολύ χαμηλό . Είχαμε μια οικογένεια με τέσσερα παιδιά που ζούσε στους δρόμους για τρεις ημέρες. Είχαμε περιπτώσεις γυναικών που τους έδιναν χώρο για να κοιμηθούν σε ένα καναπέ και σε αντάλλαγμα έπρεπε να πωλούν τα κορμιά τους, ανέφερε χαρακτηριστικά, σημειώνοντας πως υπάρχουν διάφορα είδη εκμετάλλευσης αυτών των ανθρώπων.
Σύμφωνα με τη μελέτη που έγινε, η ανάλυση των συνθηκών υποδοχής για τους αιτητές ασύλου αποδεικνύει ότι τόσο οι υλικές συνθήκες υποδοχής, όσο και η γενικότερη παροχή κοινωνικής πρόνοιας έχουν σημαντικούς περιορισμούς. Συγκεκριμένα, σημειώνεται πως το σύστημα κουπονιών είναι προβληματικό, χρονοβόρο και ανεπαρκές, ενώ παράλληλα απουσιάζει η εξατομικευμένη αξιολόγηση των ληπτών. Μια επιπλέον μεγάλη δυσκολία που διαπιστώθηκε ήταν η μακρά περίοδος αναμονής πριν τη χορήγηση του δικαιώματος για εργασία στους αιτητές ασύλου, καθώς και οι τομείς στους οποίους περιορίζονται ακολούθως.
«Στη χώρα μου εργαζόμουν με μερική απασχόληση ως δάσκαλος. Αλλά η πρώτη ευκαιρία για εργασία που μου έδωσαν εδώ ήταν σε μια φάρμα με αγελάδες», είπε ο Λάμπερτ. «Θέλω να ζήσω μια καλύτερη ζωή χωρίς να με κρίνουν με βάση το χρώμα μου αλλά με βάση το τί κάνω και το τί προσφέρω», πρόσθεσε. Σημείωσε ακόμη πως η γλώσσα είναι ένα μεγάλο εμπόδιο για τους αιτητές ασύλου.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας οι αιτητές ασύλου αντιμετωπίζουν περιορισμούς στην πρόσβασή τους στις υπηρεσίες ψυχοκοινωνικής υποστήριξης και υπάρχει ανάγκη ανάπτυξης εναλλακτικών στρατηγικών διαχείρισης στην παροχή υπηρεσιών, ώστε να υπάρξει βελτίωση των υπηρεσιών αυτών.
Στην έκθεση γίνονται συστάσεις που περιλαμβάνουν ένα συνδυασμό μέτρων που πρέπει να συζητηθούν και να υιοθετηθούν από διάφορα εμπλεκόμενα μέρη, την Κυβέρνηση, τις κρατικές υπηρεσίες, την κοινωνία των πολιτών και τις αρχές της τοπικής αυτοδιοίκησης. Αναφέρεται πως προκειμένου να διευκολυνθεί η πρόσβαση των αιτητών ασύλου στην κοινωνική μέριμνα, τη στέγαση και την απασχόληση, χρειάζεται εξίσωση των αναγκών των αιτητών ασύλου με τα κριτήρια που έχουν υιοθετηθεί για τους γηγενείς κατοίκους, όπως το κόστος ζωής και το όριο της φτώχειας. Χρειάζεται επίσης να αναγνωριστούν τα δικαιώματα των ατόμων σε ότι αφορά πρόσβασή τους στις υπηρεσίες υγείας αλλά και σε ότι αφορά τις ιδιαίτερες ανάγκες που κάποιοι από αυτούς εμφανίζουν αναφέρεται.
Η μελέτη έγινε από τον Οκτώβριο μέχρι τον Δεκέμβριο του 2017. Το ερωτηματολόγιο διοχετεύθηκε σε 600 συμμετέχοντες, από τους οποίους οι 89 αποσύρθηκαν από τη διαδικασία. Επίσης έγιναν 77 συνεντεύξεις με επαγγελματίες από σχετικές κρατικές υπηρεσίες και Υπουργεία, επαγγελματίες ΜΚΟ που εργάζονται σε ευρύ φάσμα της μετανάστευσης και αιτητές ασύλου που ζουν εντός και εκτός του Κέντρου Υποδοχής στην Κοφίνου.
Η εκπρόσωπος της Υπηρεσίας Ασύλου Λόρα Ιακωβίδου αναφέρθηκε στην κατάσταση αυτή στη στιγμή στο Κέντρο Υποδοχής στην Κοφίνου, που είναι όπως σημείωσε πλήρες, και στις προσπάθειες να βρεθούν λύσεις προκειμένου τα άτομα που διαμένουν εκεί να ενταχθούν στην κοινωνία, ενώ επεσήμανε και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι αιτητές ασύλου στην εξεύρεση χώρων στέγασης που να μπορούν να ενοικιάσουν.
Σημείωσε ακόμη πως μέχρι χθες η Υπηρεσία είχε λάβει κατά το 2018, 2000 αιτήσεις για παροχή ασύλου, σημειώνοντας τη μεγάλη αύξηση που υπάρχει στην υποβολή τέτοιων αιτήσεων
Χαιρετισμό απηύθυνε εκ μέρους της UNHCR Κύπρου η λειτουργός ενημέρωσης Αιμιλία Στροβολίδου, η οποία υπογράμμισε πως βασικό μέλημα της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες είναι η προστασία της βασικής αξιοπρέπειας και των δικαιωμάτων των αιτητών ασύλου, σύμφωνα με τα πρότυπα του διεθνούς δικαίου.