24news team
Το ροζ σκάνδαλο που είχε ξεσπάσει μέσα στην Αστυνομία το 2006, έλαβε τέλος αρκετά χρόνια μετά, αρχικά με την πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση, εναντίον υπαστυνόμου, ο οποίος φέρεται να διατηρούσε παράνομο ερωτικό δεσμό με γυναίκα αστυνομικό ενώ ήταν παντρεμένος και επειδή τον χώρισε, να την εκδικήθηκε κυκλοφορώντας βίντεο με προσωπικές τους στιγμές, χωρίς να φαίνεται ο ίδιος.
Ο κατηγορούμενος υπαστυνόμος, αν και κρίθηκε ένοχος από το πρωτόδικο Δικαστήριο και αναγκάστηκε να καταβάλει αποζημιώσεις στην αστυνόμο, πρώην σύντροφό του, εν συνεχεία αυτός δεν έκανε αποδεκτή την απόφαση και προχώρησε σε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, όπου ωστόσο, δεν βρήκε το... δίκιο του, που έψαχνε!
Στην υπόθεση ενεπλάκη και το ΡΙΚ, το οποίο τότε, είχε προβάλει το επίμαχο βίντεο στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του σταθμού.
Τα γεγονότα της υπόθεσης:
Η αστυνομικός κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν μέλος της Αστυνομίας Κύπρου, ανύπαντρη και μητέρα ενός ανήλικου κοριτσιού. Ο υπαστυνόμος επίσης υπηρετούσε στην ίδια Δύναμη, κατέχοντας το βαθμό του υπαστυνόμου και ήταν νυμφευμένος. Περί το έτος 2003-2004 συνήψαν ερωτικό δεσμό.
Το 2006 ενώ το ζευγάρι βρισκόταν σε ερωτικές περιπτύξεις βιντεογραφήθηκε η επαφή του και σε αυτό διακρινόταν το πρόσωπο της αστυνομικού, ενώ του άνδρα όχι.
Τέλος Δεκεμβρίου του 2006 αρχές Ιανουαρίου 2007, το συγκεκριμένο βίντεο κυκλοφόρησε μέσω κινητών τηλεφώνων σε τρίτα πρόσωπα.
Στις 9/1/2007 το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων μετέδωσε βίντεο, το οποίο ήταν ηλεκτρονικά αλλοιωμένο. Δεν διακρινόταν οτιδήποτε, ούτε εμφανιζόταν το πρόσωπο της εφεσίβλητης αλλά επρόκειτο για μια εικόνα με μικρά κινούμενα τετραγωνάκια. Συνάμα μεταδόθηκε ρεπορτάζ, το οποίο είχε ως αντικείμενο την κυκλοφορία του συγκεκριμένου βίντεο.
Στα πλαίσια του ρεπορτάζ μεταδόθηκε και μικρή συνέντευξη της τότε Επιτρόπου Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, η οποία καταδικάζει την πιο πάνω ενέργεια, ήτοι την κυκλοφορία του βίντεο την οποία χαρακτηρίζει ως παράνομη. Στη συνέχεια υπήρξε παρέμβαση στο δελτίο από τον τότε Αρχηγό της Αστυνομίας, κ. Κουλέντη, ο οποίος απέρριψε τους ισχυρισμούς για λήψιν μέτρων εναντίον της αστυνομικού και παράλληλα ψεγάδιασε την ενέργεια του ΡΙΚ να παρουσιάσει το θέμα αυτό στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του.
H αστυνομικός αντέδρασε άμεσα καταχωρώντας αγωγή εναντίον αρχικά έξι προσώπων ενώ αργότερα τα περιόρισε σε τέσσερα. Εναγόμενοι ήταν το ΡΙΚ και δύο φυσικά πρόσωπα συνεργάτες του Ιδρύματος και ο εφεσείων. Διεκδικούσε αποζημιώσεις εναντίον όλων για συκοφαντική δυσφήμιση και επιζήμια ψευδολογία για ζημιά που υπέστη συνεπεία παράβασης των καθηκόντων τους καθότι δημοσίευσαν το βίντεο χωρίς τη συγκατάθεση και/ή έγκριση της.
Ήταν η δικογραφημένη της θέση πως το συγκεκριμένο βίντεο λήφθηκε και κυκλοφορήθηκε από τον υπαστυνόμο.
Η αστυνομικός στην Έκθεση Απαίτησης της ανέφερε πως το εν λόγω βίντεο ήταν συνολικής διάρκειας 28 δευτερολέπτων, ακουγόταν καθαρά η φωνή αμφοτέρων και εμφανιζόταν το πρόσωπο της. Ο εφεσείων το επεξεργάστηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε για χρονική περίοδο, διάρκειας 13 δευτερολέπτων από την έναρξη προβολής του να αναγράφεται στην οθόνη του η φράση: M. F.xxx astinom.
Το 2006 μετά τον τερματισμό του δεσμού τους, στον οποίο έδωσε τέλος η ίδια, ο υπαστυνόμος εκδικητικά και κακόβουλα και παραβιάζοντας τη σχέση εμπιστοσύνης τους, απέστειλε και παρέδωσε σε μεγάλο αριθμό μελών της Αστυνομίας, το εν λόγω βίντεο, όπως το είχε επεξεργαστεί. Το ίδιο βίντεο, παραδόθηκε και στους πρώην εναγόμενους 1 - 3 οι οποίοι το μετέδωσαν όπως ανωτέρω λέχθηκε, ηλεκτρονικά αλλοιωμένο.
Με την έκθεση Υπεράσπισης του, ο υπαστυνόμος αρνείτο ότι κατέγραψε σε βίντεο προσωπικές τους στιγμές με την εφεσίβλητη και ισχυριζόταν ότι καμιά σχέση είχε με το επίδικο βίντεο.
Η πρωτόδικη απόφαση του Δικαστηρίου
Μετά την ακροαματική διαδικασία στην οποία κατέθεσε αριθμός μαρτύρων εκ μέρους της παραπονούμενης ενώ προς υπεράσπιση κατέθεσε μόνο ο κατηγορούμενος, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του, αντικείμενο της κρινόμενης έφεσης.
Εναντίον του υπαστυνόμου εξεδόθη απόφαση με την οποία επιδικάζονταν υπέρ της παραπονούμενης, στη βάση παραβίασης του δικαιώματος για ιδιωτική ζωή, γενικές αποζημιώσεις ύψους €25.000 και παραδειγματικές αποζημιώσεις ύψους €5.000 πλέον νόμιμο τόκο από 15.6.2007 και έξοδα.
Η αγωγή εναντίον του ΡΙΚ και των συνεργατών του απορρίφθηκε καθώς κρίθηκε πως το δημοσίευμα ουδόλως «φωτογράφιζε» την εφεσίβλητη ούτε γινόταν οποιαδήποτε αναφορά στο όνομα της.
Για ανατροπή των ευρημάτων του, αναφορικά με την απόρριψη της αγωγής της εναντίον του ΡΙΚ και συνεργατών του (πρώην εναγομένους 1-3) η αστυνομικός καταχώρησε την έφεση με αρ. 243/14, την οποία όμως απέσυρε στις 18/5/16.
Η έφεση του υπαστυνόμου και οι λόγοι
Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης προσβάλλεται εκ μέρους του εφεσείοντα με οκτώ (8) λόγους έφεσης, εκ των οποίων ο τέταρτος αποσύρθηκε την ημερομηνία ακρόασης της έφεσης.
Οι πρώτοι τρεις λόγοι έφεσης λόγω της συνάφειας τους εξετάζονται μαζί. Εστιάζουν βασικά, στη λανθασμένη κατά την εισήγηση τους επιδίκαση αποζημιώσεων για παραβίαση του δικαιώματος ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, η οποία δεν αποτελούσε βάση αγωγής, ούτε η συγκεκριμένη αξίωση καλυπτόταν από τα δικόγραφα της εφεσίβλητης.
Αποτελεί την εισήγηση του, η οποία εκτενώς αναπτύχθηκε στο περίγραμμα αγόρευσης των συνηγόρων του εφεσείοντα και προφορικά κατά την επ' ακροατηρίω συζήτηση, πως βάση αγωγής στο οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα αλλά και στην Έκθεση Απαίτησης αποτελούσε η συκοφαντική δυσφήμιση και επιζήμια ψευδολογία, η οποία αποδίδεται κυρίως στο ΡΙΚ για τη μετάδοση του σχετικού ρεπορτάζ κατά τη διάρκεια του Κεντρικού Δελτίου Ειδήσεων του.
Η βάση αγωγής για ζημιά λόγω παράβασης συνταγματικών δικαιωμάτων διαχωρίζεται από τη γενική βάση για δυσφήμιση και έπρεπε ειδικά να δικογραφείται. Προβάλλεται η θέση πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε να προβεί σε διάγνωση έννομης σχέσης/αιτίας αγωγής κατ' ουσία διαφορετικής από αυτήν που εκτέθηκε στην αγωγή.
Υποδείχθηκαν επίσης αναφορές του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην απόφαση του, με τις οποίες περιγράφει την αγωγή να έχει ως βάση της τη συκοφαντική δυσφήμιση την οποία το ΡΙΚ επέδειξε προς την εφεσίβλητη και όχι την καταπάτηση συνταγματικών δικαιωμάτων της εφεσίβλητης.
Αντίθετη είναι βέβαια η εκτίμηση του συνηγόρου της εφεσίβλητης, ο οποίος υιοθετεί την πρωτόδικη προσέγγιση και αμφισβητεί ότι η παραβίαση του δικαιώματος της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής της, δεν δικογραφήθηκε. Παραπέμπει δε σε σχετικές παραγράφους της Έκθεσης Απαίτησης καθώς και σε αναφορές στο Γενικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο ένταλμα.
Απορρίφθηκε η έφεση
Το Ανώτατο Δικαστήριο, αφού εξέτασε έναν έναν τους λόγους έφεσης, κατέληξε ότι η έφεση απορρίπτεται εξηγώντας στην απόφασή του, το σκεπτικό.
Μάλιστα, επιδικάστηκαν έξοδα €3.500 πλέον ΦΠΑ εάν υπάρχει, υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.