Kathimerini.com.cy
Σημαντική απόφαση υπέρ της Δημοκρατίας και των δημοσίων οικονομικών εξέδωσε το Ανώτατο Δικαστήριο, λειτουργώντας ως Εφετείο, σε υπόθεση που καταχωρίστηκε εναντίον της Δημοκρατίας από τις εταιρείες Δήμητρα Επενδυτική Δημόσια Λτδ. και Λευκόνοικο Χρηματιστηριακή Λτδ., οι οποίες και αξίωναν ως αποζημίωση από το Κράτος ποσό ύψους £72.647.887.
Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση, η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ήταν ομόφωνη και εκδόθηκε στις 27 Ιανουαρίου 2025.
Στις εταιρείες είχε επιβληθεί το 2001 διοικητικό πρόστιμο από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, λόγω μη συμμόρφωσής τους με πρόνοιες του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Νόμου (Ν.137(Ι)/2000).
Όπως αναφέρεται, εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς οι εταιρείες καταχώρισαν προσφυγή, με το Ανώτατο Δικαστήριο να κρίνει τότε τον νόμο ως αντισυνταγματικό, ακυρώνοντας, συνακόλουθα, την απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για την επιβολή διοικητικού προστίμου.
Με βάση την πιο πάνω προηγούμενη απόφαση του Ανωτάτου, οι εταιρείες καταχώρισαν αγωγή εναντίον της Δημοκρατίας στη βάση των Άρθρων 146 και 172 του Συντάγματος, αξιώνοντας ποσό ύψους £72.647.887 ως αποζημίωση για τις ζημιές που, κατ’ ισχυρισμό, υπέστησαν από την εφαρμογή του αντισυνταγματικού, όπως κρίθηκε, αυτού νόμου.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο που εξέτασε την υπόθεση απέρριψε την αγωγή και τις αξιώσεις των εταιρειών, απαντώντας αρνητικά στο βασικό νομικό ερώτημα που τέθηκε και αφορούσε στο κατά πόσον η Δήμητρα Επενδυτική Δημόσια Λτδ. είχε δικαίωμα προστασίας δυνάμει του Άρθρου 172 του Συντάγματος, σημειώνεται.
Επιπρόσθετα, επισημαίνεται ότι επί της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην αγωγή ασκήθηκε έφεση από τις εταιρείες, με το Ανώτατο Δικαστήριο, στην προχθεσινή απόφασή του, να συμφωνεί με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και να κρίνει ομόφωνα ως ορθή την πρωτόδικη απόφασή του, επεξηγώντας, μεταξύ άλλων, ότι:
(α) Το Άρθρο 172 του Συντάγματος προϋποθέτει την ύπαρξη ζημιογόνου άδικης πράξης, υπό την έννοια ότι η πράξη είναι χωρίς εξουσιοδότηση ή έρεισμα στον νόμο, επομένως, εφόσον στην υπό κρίση περίπτωση η Βουλή των Αντιπροσώπων είχε (και έχει) την εξουσία να ψηφίζει νόμους βάσει του Άρθρου 61 του Συντάγματος, η ψήφιση του Νόμου 137(Ι)/2000, έστω και αν αυτός κρίθηκε μεταγενέστερα ως αντισυνταγματικός, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως έκνομη και άδικη πράξη, ούτε και ως άδικη πράξη κατ’ επίκληση άσκησης των καθηκόντων της Βουλής.
(β) Η Βουλή των Αντιπροσώπων δεν έχει την ιδιότητα «αρχή της Δημοκρατίας» εντός της έννοιας του όρου που ορίζεται από το Άρθρο 172 του Συντάγματος, διότι η Βουλή δεν ασκεί κρατική πολιτειακή εξουσία σε ένα ή περισσότερους τομείς λειτουργίας, δεν υπόκειται σε κρατικό έλεγχο, αφού αποτελεί μια από τις τρεις εξουσίες και δεν αποτελεί συγκεκριμένο οργανικό θεσμό της Κυβέρνησης. Η αναφορά στο Σύνταγμα σε νομοθετικές, εκτελεστικές και δικαστικές Αρχές της Δημοκρατίας αφορά στη διάκριση των τριών εξουσιών, χωρίς να σημαίνει ότι οι τρεις αυτές εξουσίες αποτελούν «αρχές» της Δημοκρατίας, εφόσον «αποφασιστικό κριτήριο δεν είναι η φρασεολογία που χρησιμοποιείται, αλλά η φύση του Οργάνου».
Σημειώνεται ότι ως επί των πιο πάνω, η έφεση απερρίφθη, με το Ανώτατο Δικαστήριο να επιδικάζει έξοδα προς όφελος της Δημοκρατίας.
Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, την υπόθεση χειρίστηκε το δικηγορικό γραφείο Μαρκίδης, Μαρκίδης και Σία ΔΕΠΕ.