24news team
Ο Ισραηλινός μεγιστάνας, Μπένι Στάινμετζ, είναι υπό κράτηση στην Κύπρο καθώς εις βάρος του εκκρεμούσε ένταλμα σύλληψης από τη Ρουμανία για υπόθεση απάτης σχετικά με αγορά/εκμετάλλευση έκτασης γης.
Για την εν λόγω υπόθεση, οι ρουμανικές Αρχές του έχουν μάλιστα επιβάλει, από τον Δεκέμβριο του 2020, ποινή πενταετούς κάθειρξης. Οι Ρουμάνοι έχουν, στο ίδιο πλαίσιο, εκδώσει και ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης κατά του Ισραηλινού επιχειρηματία.
«Ο Μπένι Στάινμετζ χαιρετίζει την ευκαιρία να δικαιωθεί σε ένα ακόμη Ευρωπαϊκό Κράτος, εναντίον της Ρουμανίας, μιας χώρας διαβόητης για την ασέβεια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», αναφέρει σε δήλωσή του ο εκπρόσωπος του Στάινμετζ.
Ποιος είναι ο Μπένι Στάινμετζ;
Ο Μπένι Στάινμετζ, γεννήθηκε το 1956, στην πόλη Νετάνια του Ισραήλ.
Ο Στάινμετζ μεγάλωσε με γονείς επιχειρηματίες διαμαντιών. Αφού έμαθε τα μυστικά της δουλειάς δίπλα στον τον πατέρα του, κατάφερε με το... δαιμόνιο επιχειρηματικό του μυαλό, να γιγαντώσει την οικογενειακή του επιχείρηση μετατρέποντάς την σε μια από τις πιο επιτυχημένες εταιρείες εμπορίας διαμαντιών στον κόσμο.
Σύμφωνα με τη βιογραφία του, το 1988 αγόρασε το πρώτο και μεγαλύτερό του εργοστάσιο, στη Νότιο Αφρική. Τα επόμενα χρόνια επέκτεινε τη δραστηριότητά του και σε άλλες χώρες της Αφρικής, όπως η Ανγκόλα και η Μποτσουάνα.
Δηλώνει αυτοδημιούργητος. Το ανήσυχο επιχειρηματικό του πνεύμα τον ώθησε να ασχοληθεί με ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων που περιλαμβάνει κλάδους όπως οι εξορύξεις, τα ακίνητα και οι αγορές κεφαλαίου.
Σύμφωνα με το περιοδικό Forbes, η προσωπική του περιουσία ανέρχεται στα 4,1 δισ. δολάρια και είναι από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου.
Όπως αναφέρεται στην προσωπική του ιστοσελίδα, «Beny» ενεργεί επίσης ως σύμβουλος του ιδιωτικού ομίλου BSGR και είναι Πρόεδρος του Ιδρύματος Agnes & Beny Steinmetz.
H περιπέτεια του Μπένι Στάινμετζ με την Ελληνική δικαιοσύνη
Στις αρχές του Δεκεμβρίου του 2021, έγινε γνωστή η είδηση πως ο επιχειρηματίας Μπένι Στάινμετζ βρίσκεται στην Ελλάδα, εξαιτίας μιας “ερυθράς αγγελίας διεθνών αναζητήσεων".
Η "ερυθρά αγγελία" αρχικά εκδόθηκε από την Interpol μετά από αίτημα των ρουμανικών αρχών για την καταδίκη του Beny Steinmetz - παρά την ομόφωνη πρωτόδικη αθώωσή του στο Ανώτατο Δικαστήριο της Ρουμανίας - που αφορούσε σε υπόθεση φερόμενης απάτης σχετικά με εκτάσεις γης που κρατικοποιήθηκαν κατά την κομμουνιστική περίοδο.
Η Interpol στις 29 Οκτωβρίου όχι μόνο διέγραψε την αγγελία που είχε εκδώσει για τον Μπένυ Στάινμετζ από το διεθνές σύστημα συναγερμού, αλλά και συνόδευσε την απόφαση αυτή με πόρισμα κόλαφο σε βάρος της Ρουμανίας.
Στις 30 Μαρτίου, η Ελληνική δικαιοσύνη ακυρώνει το αίτημα έκδοσης της Ρουμανίας κατά του Μπένι Στάινμετζ. Πλέον δεν υπάρχει ο παραμικρός περιορισμός στη μετακίνηση του τόσο στην Ευρώπη όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Σύμφωνα με τα Ελλαδικά ΜΜΕ κομβικό ρόλο στη δικαίωση του Μπένι Στάινμετζ έπαιξε το πόρισμα της Επιτροπής Ελέγχου Φακέλων της Interpol (Commission for the Control of Files), σύμφωνα με το οποίο υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις πως η δίωξη και η καταδίκη του Στάινμετζ στη Ρουμανία ήταν υποκινούμενες πολιτικά, καθώς και ότι παραβιάστηκαν τα δικαιώματα υπεράσπισής του.
Η νομική νίκη του Μπένι Στάινμετζ όπως αναφέρουν άνθρωποι του περιβάλλοντος του, είναι μια απόδειξη του σεβασμού της Ελλάδας στο αξιακό και νομικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι δικαστικές περιπέτειες
Πολλά είναι, επίσης, τα ΜΜΕ ανά το παγκόσμιο που έχουν ασχοληθεί τα τελευταία χρόνια με τον Στάινμετζ. Το όνομά του έχει απασχολήσει κυβερνώντες και επιχειρηματίες, με τη δραστηριότητά του να προκαλεί αϋπνία στις δικαστικές αρχές. Έχει αντιμετωπίσει μέχρι και κατηγορίες χρηματισμού σε υπόθεση εκμετάλλευσης δικαιωμάτων ορυχείου στη Γουινέα.
Σύμφωνα με την ετυμηγορία δικαστηρίου της Γενεύης, στις 22 Ιανουαρίου του 2021, ο επιχειρηματίας καταδικάστηκε για υπόθεση δωροδοκίας σε πέντε χρόνια φυλάκιση.
Η πλοκή της υπόθεσης άρχισε να εκτυλίσσεται στις αρχές του 2000 και στη συνέχεια το κουβάρι περιπλέχτηκε όταν αποκαλύφθηκε η καταβολή εκατομμυρίων από την εταιρεία του Στάινμετζ στην πρώην σύζυγο του αποβιώσαντα προέδρου της Γουινέας Λανσάνα Κοντέ.
Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, η οσμή σκανδάλου έφτασε μέχρι το Ρίο ντε Τζανέιρο, όπου το 2021 άρχισαν οι εξονυχιστικές έρευνες, όταν ο Στάινμετζ κατηγόρησε τη βραζιλιάνικη εταιρεία παραγωγής μαγγανίου «Vale» για απόκρυψη στοιχείων αναφορικά με την εξόρυξη ενός από τα μεγαλύτερα κοιτάσματα σιδηρομεταλλεύματος στον κόσμο.
Ο Στάινμετζ, όπως αναφέρει το protothema.gr, είχε κατηγορήσει τους επικεφαλής της «Vale» για απόκρυψη πληροφοριών με δόλο από τους μετόχους της εταιρείας του σχετικά με το πραγματικό ρίσκο που ενείχε η εξόρυξη. Οι εταιρείες «Vale» και «BSG Resources Ltd» του Στάινμετζ, που είχαν προχωρήσει σε συμφωνία το 2010 για την εξόρυξη του τεράστιου κοιτάσματος στη Γουινέα, ενεπλάκησαν σε μια μακροχρόνια δικαστική διαμάχη. Η εταιρεία του «BSG Resources» ενεπλάκη και σε υπόθεση διαφθοράς με εκμετάλλευση του ορυχείου «Koidu» στη Σιέρα Λεόνε, που προμηθεύει διαμάντια, μεταξύ άλλων, την εταιρεία κοσμημάτων «Tiffany & Company».
Τα Panama Papers
Σύμφωνα με ρεπορτάζ ΜΜΕ της Ελλάδας και του εξωτερικού που ασχολήθηκαν με την περίπτωση του Στάινμετζ, θύελλα είχε ξεσπάσει και όταν το όνομα του Ισραηλινού μεγιστάνα βρέθηκε στη λίστα των Panama Papers λόγω των απατηλών επιχειρηματικών του δράσεων με τη δικηγορική εταιρεία Mossack Fonseca. Υπενθυμίζεται ότι η παναμαϊκή δικηγορική εταιρεία Mossack Fonseca βρέθηκε στην καρδιά του σκανδάλου φοροδιαφυγής που αποκάλυψαν τα Panama Papers το 2016.
Αναταράξεις στο διεθνές δικαστικό σύστημα προκάλεσαν και οι μυστικοί τραπεζικοί λογαριασμοί που διατηρούσε ο Στάινμετζ σε υποκατάστημα της HSBC στη Γενεύη και μάλιστα επί σχεδόν δύο δεκαετίες, από το 1988 έως το 2007. Ο κρυμμένος θησαυρός στο υποκατάστημα της τράπεζας ξεπερνούσε τα 100 εκατ. δολάρια.
Στο ενεργητικό του επιχειρηματία βρίσκονταν και ισχυρές γνωριμίες. Οι στενές σχέσεις που διατηρούσε με τους πρώην Ισραηλινούς πρωθυπουργούς Εχούντ Μπάρακ και Εχούντ Ολμέρτ είχαν στρέψει τα φώτα του σχολιασμού ακόμη περισσότερο επάνω του.