ΚΥΠΕ
Πάνω από τέσσερα εκατομμύρια πολίτες από τρίτες χώρες που έγιναν πρόσφυγες μετά την Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, είχαν λάβει το καθεστώς προσωρινής προστασίας σε χώρες της ΕΕ μέχρι το τέλος του φετινού Μαΐου, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε η Eurostat, η στατιστική υπηρεσία της ΕΕ.
Στην Κύπρο, ο αριθμός των ατόμων από την Ουκρανία που έλαβαν καθεστώς προσωρινής προστασίας ήταν 16.710 στο τέλος του Μάη του 2023, σημειώνοντας αύξηση από τον Απρίλιο (15.980). Κατ’ αναλογία πληθυσμού, στην Κύπρο βρίσκονταν στην ίδια περίοδο 18,5 άτομα με προσωρινή προστασία από την Ουκρανία ανά 1000 άτομα.
Οι κυριότερες χώρες στις οποίες έλαβαν καθεστώς προσωρινής προστασίας πρόσφυγες από την Ουκρανία ήταν η Γερμανία (1.111.590 άτομα, 28% του συνόλου), η Πολωνία (991.375 άτομα, 25%) και η Τσεχία (340.090 άτομα, 8%).
Σε σύγκριση με το τέλος του Απριλίου 2023, ο αριθμός των δικαιούχων προσωρινής προστασίας από την Ουκρανία αυξήθηκε κατά 57.300 σε όλη την ΕΕ (+1,4%). Οι μεγαλύτερες αυξήσεις παρατηρήθηκαν στη Γερμανία (+21.355; +2,0%), την Τσεχία (+8.240; +2,5%) και τη Ρουμανία (+3.825; +3,0%).
Παράλληλα σημειώθηκε μείωση του αριθμού των ατόμων υπό προσωρινή προστασία στην Πολωνία (-3.660; -0,4%), την Πορτογαλία (-470; -0,8%), τη Γαλλία (-170; -0,3%) και την Εσθονία (-30; -0,1%).
Τα στοιχεία αφορούν τους λήπτες προσωρινής προστασίας με βάση την απόφαση του Συμβουλίου της ΕΕ τον Μάρτιο του 2022, μερικές ημέρες μετά την έναρξη της Ρωσικής εισβολής.
Σε σύγκριση με τον πληθυσμό κάθε κράτους μέλους της ΕΕ, ο υψηλότερος αριθμός συνολικών δικαιούχων προσωρινής προστασίας ανά χίλια άτομα τον Μάιο του 2023 παρατηρήθηκε στην Τσεχία (32,3 ανά χίλια άτομα), την Εσθονία (26,4), την Πολωνία (26,3), τη Λιθουανία (24,9), τη Βουλγαρία (23,1) και τη Λετονία (22,5), ενώ ο αντίστοιχος αριθμός σε επίπεδο ΕΕ ήταν ίσος με 9,0 ανά χίλια άτομα.
Μέχρι το τέλος του Μαΐου του 2023, οι Ουκρανοί πολίτες αποτελούσαν το 98% των δικαιούχων προσωρινής προστασίας. Οι μισοί δικαιούχοι σε όλη την ΕΕ ήταν ενήλικες γυναίκες (46,6%, με την πλειονότητα να είναι μεταξύ 35 και 64 ετών). Τα παιδιά αποτελούσαν το 34,6% του συνόλου, και οι ενήλικοι άνδρες το 18,8%.