H άνοδος της θερμοκρασίας την άνοιξη θα σκότωνε με κάποιο θαυματουργικό τρόπο τον νέο κορωνοϊό…
Αυτό τουλάχιστον υποστήριξε αρκετές φορές ο Ντόναλντ Τραμπ , προτού τελικά αποφασίσει να κηρύξει στις 13 Μαρτίου τις ΗΠΑ σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Οι ελπίδες ότι χώρες με υψηλότερες θερμοκρασίες θα γλίτωναν τον εφιάλτη διαψεύστηκαν οικτρά, όταν η πανδημία άρχισε να εξαπλώνεται στην Αφρική, τη Νότια Αμερική και την Αφρική, αποδεικνύοντας ότι ο καλοκαιριάτικος καιρός δεν αρκεί για να εξουδετερώσει την Covid-19 και να αναχαιτίσει τη διασπορά της, Ίσως μάλιστα ο κορωνοϊός να μπορεί να αντέξει την έκθεση σε υψηλές θερμοκρασίες για μεγαλύτερο διάστημα απ’ όσο αρχικά αναμενόταν…
Μια νέα μελέτη Γάλλων ερευνητών που δημοσιεύτηκε στο bioRxiv και μένει να αξιολογηθεί από συναδέλφους τους, υποδεικνύει ότι ο SARS-CoV-2, όπως είναι η επιστημονική ονομασία του νέου κορωνοϊού – ίσως είναι αρκετά ανθεκτικότερος απ’ ό,τι πιστευόταν μέχρι πρόσφατα. Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Aix-Marseille της νότιας Γαλλίας δοκίμασαν την αντοχή του κορωνοϊού σε υψηλές θερμοκρασίας ελέγχοντας τα πρωτόκολλα για την εξουδετέρωση στελεχών του κατά τη διάρκεια εργαστηριακών πειραμάτων. Μόλυναν μάλιστα κύτταρα μιας Αφρικανικής μαϊμούς με τον ιό και τα τοποθέτησαν σε δύο δοκιμαστικούς σωλήνες, ο πρώτος σε «καθαρό» και ο δεύτερος σε «βρώμικο» περιβάλλον, τους οποίους θέρμαναν επί μία ώρα στους 60 βαθμούς Κελσίου και βρήκαν ότι τα στελέχη στον «βρώμικο» σωλήνα εξακολουθούσαν να αναπαράγονται.
Στη συνέχεια αύξησαν τη θερμοκρασία κοντά στο σημείο βρασμού του νερού και ανακάλυψαν ότι ο κορωνοϊός σκοτώνεται αν εκτεθεί επί ένα τέταρτο της ώρας σε 92 βαθμούς Κελσίου. Το ανησυχητικό είναι ότι μολονότι η μελέτη αυτή εστίαζε στις εργαστηριακές συνθήκες, αν ο κορωνοϊός μπορεί να αντέξει υψηλές θερμοκρασίες σε ελεγχόμενα περιβάλλοντα, ίσως μπορεί να κάνει το ίδιο και στη φύση. Τις τελευταίες εβδομάδες είδαν το φως διάφορες μελέτες σχετικά με το πώς επιβιώνει ο ιός σε επιφάνειες, πώς διασπείρεται με σταγονίδια κτλ. Τα πρακτικά αποτελέσματα όλων αυτών των μελετών από την άλλη, μπορεί να βοηθήσουν τους ειδικούς στη διατύπωση των καλύτερων οδηγιών για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου μόλυνσης.
Πηγή: iefimerida.gr