24news team
Περίεργα παιχνίδια παίζει η ζωή, τόσο που καμιά φορά νομίζεις πως κάποιος σου κάνει φάρσα. Δεν είναι, όμως, ένα κακόγουστο αστείο αλλά η πραγματικότητα!
Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια της Νίκης, της σημερινής μας πρωταγωνίστριας, η ιστορία της οποίας θα μπορούσε να είναι σενάριο ταινίας.
«Είμαι 34 ετών και ζω στη Λεμεσό, με τον Μάριο ήμαστε παιδικοί φίλοι, κρατάει χρόνια βλέπεις αυτή η κολόνια! Μαζί στα μαθητικά θρανία, μαζί στις σπουδές, παρέα στις κοπάνες, τις βραδινές εξόδους, στις διακοπές. Μαζί στα απλά καθημερινά, στα όμορφα, μαζί, όμως και στα δύσκολα. Στον ώμο μου τον κράτησα για παρηγοριά, στην αγκαλιά του έκλαψα στις απογοητεύσεις» .
Η Νίκη είναι από αυτές τις γυναίκες που σίγουρα δεν περνά απαρατήρητη, αντιθέτως μάλιστα, τα ανδρικά βλέμματα ενόσω πίναμε καφέ, ήταν στραμμένα επάνω της.
Μιλώντας για τον Μάριο το πρόσωπό της είχε μια απίστευτη τρυφερότητα, αγνότητα θα έλεγα, όσο οξύμωρο και αν ακούγεται αυτό.
«Ο Μάριος ήταν ο κολλητός μου, σαν τα κομμάτια του παζλ που το ένα συμπληρώνει το άλλο με απίστευτη αρμονία. Αγάπη πάντα υπήρχε, στον μέγιστο βαθμό! Ποτέ, ωστόσο, κάτι ερωτικό. Ποτέ! Ούτε καν εκείνα τα μεθυσμένα βράδια που συχνά το αλκοόλ σε παρασύρει. Τίποτα και ποτέ!».
Επαναλάμβανε συνεχώς το ‘’ποτέ’’ και ήταν πέρα για πέρα εμφανές ότι ήθελε να το τονίσει, να μην αφήσει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης.
«Σχέσεις κατά καιρούς είχαμε και οι δύο, άλλοτε απλώς ερωτικές και άλλοτε πιο ‘’σοβαρές’’. Τα είχαμε με ένα άτυπο τρόπο διαχωρίσει, χωρίς να προκύψει κάτι, χωρίς να συζητήσουμε κάτι. Σεβόμασταν τους εκάστοτε συντρόφους μας και αυτοί από πλευράς τους σεβόντουσαν εμάς».
Όσο πλησίαζε η ώρα της ‘’αποκάλυψης’’ η χροιά της φωνής της άλλαζε, τα χέρια της έτρεμαν, τα μάγουλα της έπαιρναν ένα ροδοκόκκινο χρώμα σαν αυτό ενός παιδιού που μόλις έχει κάνει σκανδαλιά.
«Ένα βράδυ με φώναξε στο σπίτι του και μου ανακοίνωσε ότι θα έκανε πρόταση γάμου στην κοπέλα του. Ήταν σχεδόν ένα χρόνο μαζί. Με ξάφνιασε. Με ενόχλησε πολύ και δεν μπορούσα να καταλάβω το γιατί. Θα έπρεπε να χαρώ…».
Σταματά και με κοιτάζει σκυθρωπή, ανάβει τσιγάρο, πίνει μια γουλιά καφέ και συνεχίζει.
«Αντέδρασα απότομα, άσχημα, ούτε θυμάμαι τι του είπα. Άνοιξα την πόρτα και έφυγα. Δεν πρόλαβα να φτάσω στο σπίτι και πριν γυρίσω το κλειδί ήρθε. Με άρπαξε, με φίλησε και κάναμε έρωτα με τόσο πάθος, σαν θηρία σε κλουβί μοιάζαμε που κάποιος μας άνοιξε την πόρτα».
Άρχισε να κλαίει, σαν ξέσπασμα ξαφνικής μπόρας, τόσο απότομα και τόσο έντονα που όλοι γύρισαν προς το μέρος μας.
«Το ‘’κακό’’ έγινε. Δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε. Προσπαθήσαμε, κάθε φορά με το που τελειώναμε λέγαμε πως ήταν η τελευταία, μπα… την επόμενη που βρισκόμασταν ξανά μανά τα ίδια. Σαν εξαρτημένοι! Ο κολλητός μου έγινε ο εραστής μου όταν αρραβωνιάστηκε. Όσο κουλό και αν ακούγεται αυτό. Δεν ξέρω ποιο είναι το λάθος και ποιο το σωστό. Λάθος που έγινα το τρίτο πρόσωπο σε μια σχέση, σωστό που ανακάλυψα ότι ο άνθρωπος αυτός φτιάχτηκε για μένα. Πολλοί θα με κρίνουν και θα με κατακρίνουν, ποσώς με ενδιαφέρει, έχω ξεπεράσει το στάδιο των ενοχών…»
Τα περί ενοχών τα έλεγε για να τα πιστέψει η ίδια, την πρόδιδαν τα μάτια της, ο καθρέφτης της ψυχής.
«Ξέρεις ποιο είναι το λάθος μου; Ποιο πράγμα με κουρελιάζει; Ότι άφησα τόσα χρόνια να περάσουν. Ήταν δίπλα μου, στην αγκαλιά μου και εγώ έψαχνα αλλού. Με μια άλλη θα πορευτεί, με μια άλλη θα κάνει οικογένεια. Δεν ονειροπολώ και δεν τρέφω ψευδαισθήσεις. Ζω το σήμερα, το τώρα. Θα είμαι πάντα εκεί για τον Μάριο, όπως αυτός επιλέξει. Ακόμα και σαν απλός θεατής. Τον αγαπώ πολύ, τόσο όσο ΠΟΤΕ δεν θα τον αγαπήσει η άλλη!».
Ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος σίγουρα δεν είμαστε διόλου οι αρμόδιοι να το κρίνουμε.
Τα πιο ωραία πράγματα είναι καμιά φορά τόσο δίπλα μας που δεν μπορούμε να τα αντιληφθούμε.