Μια όμορφη συνέντευξη στην ιστοσελίδα athletestories.gr. Μεταξύ άλλων, ο Αργεντινός μίλησε για τις δυο θητείες του στον ΑΠΟΕΛ, στάζοντας μέλι για τον Γιώργο Δώνη.
Αναλυτικά:
Για τα παιδικά του χρόνια και την οικογένειά του: «Παίζεις μόνο για να το ευχαριστηθείς, χωρίς να έχεις κάποιον σκοπό. Εμείς σπίτι δεν είχαμε πολλά παιχνίδια, είχαμε μόνο την μπάλα και πηγαίναμε να παίξουμε μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό μου. Μέναμε και σε μια περιοχή στο Μπουένος Άιρες με πολλές εκτάσεις πρασίνου, δεν μέναμε μέσα στην πόλη, άρα είχαμε πολύ χώρο για παιχνίδι. Η μαμά μου ήταν πάντα στο σπίτι, ο πατέρας μου δούλευε σε νοσοκομειακό τμήμα εργαστηρίου με φάρμακα.
Εγώ είμαι ο μεσαίος στην οικογένεια, έχω έναν μεγαλύτερο αδερφό, όπως ανέφερα παραπάνω, και μια μικρότερη αδερφή. Ο πρώτος δεν έπαιξε ποδόσφαιρο, μπορούσε, αλλά δεν του άρεσε πολύ η προπόνηση, να σηκώνεται νωρίς το πρωί. Όπως και πολλά άλλα παιδιά που μπορούσαν να παίξουν, αλλά δεν είχαν το “πακέτο”, κι έτσι έμειναν στον δρόμο, γιατί δεν φτάνει να έχεις ταλέντο ή να είσαι καλός παίκτης, πρέπει να είσαι και άλλα πολλά. Εγώ σε ηλικία οχτώ ετών, πολύ μικρός, πήγα στη Ρίβερ Πλέιτ. Όταν είσαι μικρός, παίζεις σε ομάδα 5Χ5 και σε κάποιους μικρούς αγώνες. Έπαιζα λοιπόν καλά και κάποια στιγμή ο πατέρας μου με ρώτησε αν ήθελα να δοκιμάσω στη Ρίβερ. Τα πήγα καλά και έμεινα για περίπου πέντε χρόνια εκεί. Είχα τρομερή χαρά ως παιδάκι που φορούσα τη φανέλα της Ρίβερ Πλέιτ, αν κι εγώ είμαι φανατικός Μπόκα Τζούνιορς. Το να φοράς τη φανέλα της Ρίβερ σού δίνει χαρά, πρόκειται για μια μεγάλη ομάδα και δεν είναι μόνο το ποδόσφαιρο εκεί μεγάλο αλλά και πολλά άλλα. Υπάρχει και σχολείο, στο οποίο φοίτησα, και έχει τα πάντα μέσα. σχεδόν όλο το σχολείο το έκανα στην ομάδα, πήγα από πολύ μικρός μέχρι μεγάλος, και ήμουν στο κλαμπ από τις 06:00 έως τις 19:00. Ως μαθητής δεν ήμουν καθόλου καλός, μάλιστα δεν έχω καν τελειώσει, μένουν ακόμα δυο-τρία μαθήματα που πρέπει να περάσω, έμεινα πίσω και πρέπει να το τελειώσω. Μετά την Ρίβερ πήγα σε μια άλλη ομάδα και στη συνέχεια στην Εξουρσιονίστας.
Είχα περάσει κάποιες δυσκολίες και είχα κουραστεί με το ποδόσφαιρο. Στο σχολείο της Ρίβερ είχα φίλους που έπαιζαν στην Εξουρσιονίστας και μου πρότειναν να πάω εκεί, γιατί ήξεραν ότι μπορούσα να κάνω πράγματα. «έλα εδώ, έλα να παίξεις μαζί μας», μου είπαν και πήγα. Χρήματα στην Ρίβερ δεν πήρα, ήμουν πολύ μικρός, αλλά ως ποδοσφαιριστής της ομάδας είχα τσάμπα το σχολείο. Και στην Εξουρσιονίστας όμως, στην οποία πήγα 15 χρόνων, έπαιζα στην Β’ ομάδα. Στα 17 μου ανέβηκα στην Α’ ομάδα και τότε πήρα κάποια λίγα χρήματα, η ομάδα έπαιζε στη Δ’ κατηγορία και εγώ έπαιρνα (σημερινά χρήματα) 50 ευρώ τον μήνα. Πριν φύγω από την Αργεντινή για να έρθω στην Ελλάδα, είχα κάποιες προτάσεις από ομάδες δύο κατηγορίες ψηλότερα, αλλά τελικά πήρα την απόφαση να φύγω και να έρθω εδώ. σε μικρές κατηγορίες δεν μπορείς να κάνεις όνομα μεγάλο».
Για την απόφαση του να πάει στην Ελλάδα: «Ήμουν μικρός τότε, ήρθα στην Ελλάδα 19 ετών. Είχε τελειώσει το Πρωτάθλημά μας και δύο μέρες μετά με φώναξε ο προπονητής της ομάδας και με ρώτησε αν ήθελα να παίξω στην Ελλάδα. Εγώ είχα ακούσει ότι είχαν έρθει να με δουν σκάουτερ σε κάποια παιχνίδια, αλλά δεν είχα δώσει σημασία. Όταν όμως μου έγινε η πρόταση, είπα «ναι» και μετά από δύο μέρες έφυγα από την Αργεντινή. Μέχρι και σήμερα δεν είναι καθαρό στο μυαλό μου ακριβώς τι είχε γίνει, τις συνθήκες, αν πλήρωσαν για να με αποκτήσουν, πραγματικά δεν ξέρω, αλλά πήρα αμέσως την απόφαση. Δεν μου φαινόταν δύσκολο να έρθω, τα πιο δύσκολα ήρθαν μετά, αλλά η απόφαση δεν ήταν δύσκολη. Θα ερχόμουν σε μια ομάδα που έπαιζε Α’ Εθνική, σε μια χώρα πολύ όμορφη, ήταν η ευκαιρία της ζωής μου! Αν δεν είχα πάρει αυτήν την διαδρομή, δεν ξέρω τι θα μπορούσε να έχει συμβεί, δεν το ξέρεις ποτέ αυτό.
Απ’ τα Γιάννινα λοιπόν έχω τις καλύτερες αναμνήσεις, είναι σαν να μεγάλωσα εκεί, ήταν το πρώτο μου σπίτι. Έμεινα μόνος μου και έμαθα πολλά από τη ζωή, την πόλη, τον κόσμο. Έπρεπε να μάθω να καθαρίζω το σπίτι, να μαγειρεύω αλλά και να μάθω και τον εαυτό μου. Η ομάδα των Ιωαννίνων όλο αυτό το έκανε πολύ εύκολο, είναι σαν οικογένεια. Είχα και Αργεντινούς συμπαίκτες, όπως ο Εστέμπαν Μπουχάν, ο οποίος σήμερα είναι από τους καλύτερούς μου φίλους και έγινε και ο μάνατζέρ μου, βοηθώντας με πολύ τότε στα πρώτα μου. Γι’ αυτό κι εγώ, όταν έρχεται στην ομάδα που παίζω ένα μικρό παιδί και μπορεί να μη μιλάει ούτε αγγλικά, όπως συνέβη σε μια περίπτωση και στη Λαμία, προσπαθώ να το βοηθήσω, γιατί έχω περάσει από τη θέση του και ξέρω πόσο δύσκολο είναι. Αλλά ήμουν μικρός και το πάλευα, ήξερα πού ήθελα να πάω και ήμουν τυχερός που τελικά το πέτυχα. γύρισα πίσω στα Γιάννινα και μετά ήταν η σειρά του Ολυμπιακού.
Για τον Ολυμπιακό Πειραιώς: «Όταν υπέγραψα στον Ολυμπιακό, προπονητής ήταν ο Λεονάρντο Ζαρντίμ, αυτός ήταν που με ήθελε στην ομάδα. Υπέγραψα τον Ιανουάριο του 2013 και έναν-δυο μήνες μετά ήρθε ο Μίτσελ. Για τον τελευταίο έχω να λέω τα καλύτερα, αν και δεν πήρα ευκαιρίες. Καταλαβαίνω πώς είναι το ποδόσφαιρο, ένας προπονητής μπορεί να σε θέλει, άλλος όχι, αυτό είναι λογικό, δεν μπορεί να μη νιώθεις καλά για κάτι τέτοιο και εμείς στην Αργεντινή μάθαμε από μικροί ότι το ποδόσφαιρο είναι έτσι.
Όταν έκανα προετοιμασία, είχα ένα πρόβλημα υγείας που δεν με άφησε να παίξω όπως πρέπει. Δεν το είχα πει τότε, θα μπορούσα να το έχω κάνει, αλλά σκέφτηκα ότι ήμουν πια στον Ολυμπιακό και, αν έλεγα κάτι τέτοιο, μετά μπορεί να μην με έβαζαν να παίξω. Έπρεπε όμως να έχω μιλήσει από την αρχή, μπορεί να ήταν όλα διαφορετικά. Με τον Μίτσελ έχουμε τις καλύτερες σχέσεις, τον βρήκα το 2022 στο Ολυμπιακός-Λαμία και του το θύμισα σαν αστείο, «δεν μου έδωσες ούτε μια ευκαιρία», γέλασε και μου είπε «εντάξει, αλλά ακόμη είσαι πολύ καλός παίκτης». Είναι ένας πολύ καλός προπονητής και νομίζω ότι πήγε πολύ καλά στον Ολυμπιακό, με καλά παιχνίδια και στο Champions League, έχω να λέω για αυτόν τα καλύτερα. Ένας απ’ τους καλύτερους ανθρώπους που έζησα στον Ολυμπιακό ήταν ο Τσόρι Ντομίνγκες, όχι μόνο ως παίκτης μες στο γήπεδο αλλά και έξω από αυτό, πολύ καλός χαρακτήρας με υψηλή ποιότητα, με βοήθησε, είχαμε πολύ καλή σχέση, μιλάμε ακόμη και όλα αυτά δεν τα λέω λόγω της αργεντινικής καταγωγής του, αλλά γιατί τα πιστεύω. Άλλοι παίκτες υψηλής ποιότητας, όταν ήμουν εγώ στην ομάδα, ήταν, για παράδειγμα, ο Βλάντιμιρ Βάις, ο οποίος είχε κάνει πολύ καλή πορεία στο Πρωτάθλημα και το Champions League, ο Μήτρογλου και γενικότερα το ρόστερ αποτελούταν από εξαιρετικού επιπέδου ονόματα».
Για το τηλεφώνημα που δέχτηκε από τον Γιώργο Δώνη για να πάει στον ΑΠΟΕΛ: «Ήμουν στην πισίνα, γιατί εκεί τότε είναι καλοκαίρι, χτύπησε το κινητό μου, απαντάω και ήταν ο κύριος -με κεφαλαίο «Κ»– Γιώργος Δώνης. Ήθελε να πάω στον ΑΠΟΕΛ, μου είπε ότι πρόκειται για μια μεγάλη ομάδα και ότι είχε σκέψεις και σχέδια για το μέλλον της. Και όντως, ό,τι μου είπε έγινε μετά. Όταν είσαι μικρός, τα όνειρα τα βλέπεις κοντά αλλά και μακριά, ειδικά όταν είσαι ένα παιδί από την Αργεντινή και πρέπει να παλεύεις από πολύ χαμηλά για να φτάσεις ψηλά. Αλλά ο ΑΠΟΕΛ μού έκανε αυτά τα όνειρα πραγματικότητα, χωρίς αυτήν την ομάδα θα ήταν πολύ δύσκολο να κάνω ό,τι επιθυμούσα. Ήταν σαν να είχα γεννηθεί για τον ΑΠΟΕΛ, γι΄αυτό και είναι πολύ μεγάλο, πολύ δυνατό αυτό που νιώθω.
Πήραμε Πρωταθλήματα και Κύπελλα, παίξαμε με επιτυχία στην Ευρώπη, είχαμε αντίπαλες μεγάλες ομάδες. Και από τα πλέι οφ έχω αναμνήσεις, ήταν πολύ σημαντικά παιχνίδια, αλλά ήμουν πολύ τυχερός που το πρώτο παιχνίδι Champions League ήταν με την Μπαρτσελόνα στην Ισπανία. να ακούς το τραγούδι του Champions League και δίπλα σου να είναι ο Μέσι, ο Ινιέστα, ο Τσάβι, ο Ντάνι Άλβες, ο Πικέ, το θυμάμαι τώρα και σηκώνεται η τρίχα μου. Από την αρχή όλοι οι συμπαίκτες μου στον ΑΠΟΕΛ ήξεραν ότι η φανέλα του Μέσι θα ήταν δική μου, αυτό το είχα πει από πριν, ήμουν ξεκάθαρος απέναντί τους, γι’ αυτό και δεν πάλεψα πολύ για να την πάρω, δεν πήγε κανένας να του τη ζητήσει. Εντάξει, παίρνεις την φανέλα του, του δίνεις τη δική σου, του λες «σ’ αγαπώ, Μέσι» και φεύγεις, αυτό είναι όλο. Τον παρακολουθώ ακόμη, στην Αργεντινή τον έχουμε πολύ ψηλά, για εμάς είναι ο καλύτερος στην ιστορία. Το καλύτερο πάντως είναι ότι τον βλέπεις ακόμη χαρούμενο, ζει τη ζωή του με χαρά, πάει σούπερ μάρκετ και βλέπεις στο πρόσωπό του τι χαρά έχει. Και ο Ρικέλμε είναι μεγάλο μου είδωλο, έχω μεγαλώσει μαζί του, μου έχει δώσει τις μεγαλύτερες χαρές μέσα στο ποδόσφαιρο. Ανέβασα φωτογραφία μου και με τον Καβάνι που πήγε στην Μπόκα Τζούνιορς. θυμάμαι τότε που παίξαμε αντίπαλοι στο ΑΠΟΕΛ-Παρί Σεν Ζερμέν, όταν η Παρί είχε από τους καλύτερους παίκτες του κόσμου, θυμάμαι και το γήπεδό της, το οποίο μπορεί να είναι και το καλύτερο που έχω αγωνιστεί από πλευρά χόρτου.
Στην Κύπρο ήμουν πολύ τυχερός και δεν ξέρω αν έχει ξαναγίνει, αλλά στο πρώτο μου παιχνίδι με τον ΑΠΟΕΛ είχα πάει καλά και όλος ο κόσμος φώναζε το όνομά μου. Μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση, γιατί δεν συμβαίνει συχνά ο κόσμος μιας μεγάλης ομάδας, της μεγαλύτερης στην Κύπρο, να φωνάζει το όνομά σου από το πρώτο ματς. Βέβαια, βοήθησε πολύ και το ότι ήμουν πρώτος σκόρερ με τη φανέλα του ΑΠΟΕΛ στην Ευρώπη, πράγμα που δείχνει πόσο βοήθησα και εγώ την ομάδα, όπως φυσικά βοήθησε κι εκείνη εμένα».
Για τη 2η του θητεία στον ΑΠΟΕΛ: «Γύρισα λοιπόν πίσω στον ΑΠΟΕΛ μετά από τρία χρόνια και ήταν σαν να μην είχα φύγει ποτέ! Τα πράγματα δυστυχώς όμως δεν πήγαν όπως τα περίμενα. Την πρώτη χρονιά πήραμε το Πρωτάθλημα και είχα παίξει κι εγώ καλά, αλλά τα επόμενα δύο χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. Για τη μεγαλύτερη ομάδα της Κύπρου, το να μην πάρει το Πρωτάθλημα ή να μην κερδίσει ένα παιχνίδι που πρέπει να κερδίσει είναι πρόβλημα. Η πίεση εκεί είναι πολύ μεγάλη και όποιος δεν την αντέχει μπορεί να δυσκολευτεί.
Ξέρω ότι δεν πρόσφερα αυτά που πρόσφερα πριν, προσπάθησα να κάνω τα καλύτερα, αλλά δεν μου βγήκε πολύ. Βέβαια, στην Ευρώπη πήγαμε καλά, παίξαμε στη φάση των «32» του Europa League, κάναμε κάποια καλά πράγματα, αλλά, αν δεν πάρεις Πρωτάθλημα στον ΑΠΟΕΛ, η χρονιά δεν μετράει καθόλου. Είχε λήξει το συμβόλαιό μου στον ΑΠΟΕΛ και δεν ήθελα να μείνω άλλο, ήμουν εκεί πολλά χρόνια και ήθελα να αλλάξω χώρα, ήταν σαν να είχε κλείσει ένας κύκλος, σαν να είχαν τελειώσει οι σελίδες του βιβλίου. Την πρώτη ευκαιρία λοιπόν που είχα την άρπαξα, δεν ήθελα να περιμένω, δεν το σκέφτηκα πολύ και ήρθα Ελλάδα».