

Εφραίμ Γεωργίου
Τα φαινόμενα βίας στο ποδόσφαιρο δεν αντιμετωπίζονται εύκολα, ούτε είναι κάτι απλό. Μια απόφαση απαγόρευσης μετακίνησης οπαδών, μια σκληρή νομοθεσία που δεν τηρείς, δεν φέρνουν αποτέλεσμα μα δημιουργούν μια τρύπα στο νερό. Άσε δε που η νοοτροπία μας είναι τέτοια που φαίνεται να βαδίζουμε (με τις ευλογίες όλων) στα μονοπάτια της Ελλάδας.
Όταν η συζήτηση στην κοινωνία ξεφεύγει απ’ το πρόβλημα της βίας και βαδίζει στο αίσθημα αδικίας (που δικαίως έχουν οι φίλαθλοι), για την απαγόρευση μετακίνησης οπαδών σε έναν αγώνα και πως αυτό δημιουργεί ανισότητες (που όντως το πράττει) με αποτέλεσμα το πρωτάθλημα να μην διεξάγεται επί ίσοις όροις, τότε το επόμενο βήμα με μαθηματική ακρίβεια είναι η απόφαση να διεξάγονται όλα τα ντέρμπι (και κάποια ακόμη παιχνίδια) χωρίς φιλοξενούμενους οπαδούς.
Για τον γραφών, αυτό δεν είναι λύση. Είναι η γνωστή τακτική του βάζω το πρόβλημα κάτω απ’ το χαλί. Μα το αποτέλεσμα, όπως μας δίδαξε η Ελλάδα, είναι η βία να διοχετευτεί στην κοινωνία, που ήδη ξεκίνησε να συμβαίνει στα δικά μας χωράφια, κι από γηπεδική βία να έρθεις αντιμέτωπος με κάτι πολύ μεγαλύτερο, πολύ πιο δύσκολο και πολύ πιο βάναυσο.
Το πρόβλημα της γηπεδικής βίας μπορεί να λυθεί μόνο εάν υπάρξει η συνεργασία της πολιτείας, της αστυνομίας, των ομάδων και των φιλάθλων. Λύσεις ουρανοκατέβατες δεν υπάρχουν, ούτε χρειάζεται παρθενογένεση. Επί τούτου καλό θα ήταν να δούμε τι έχουν πράξει άλλες χώρες που είχαν αντίστοιχο πρόβλημα, ποιο το αποτέλεσμα των πράξεων τους και πως μπορούμε να τις διαμορφώσουμε στα δικά μας δεδομένα.
Πρόληψη τα Α και το Ω
Εξετάζοντας λοιπόν τους τρόπους με τους οποίους έδρασαν στο εξωτερικό για να καταπολεμήσουν το φαινόμενο αυτό καταλήγεις στο συμπέρασμα πως η πρόληψη είναι το Α και το Ω.
Το παράδειγμα της Ολλανδίας, της Γερμανίας, του Βελγίου και άλλων χωρών δείχνει πως συγκεκριμένες πρακτικές έχουν αποτέλεσμα. Το ηλεκτρονικό εισιτήριο, οι ονομαστικές θέσεις, τα κλειστά κυκλώματα τηλεόρασης (με υψηλή ευκρίνεια), ο ηλεκτρονικός έλεγχος πρόσβασης και οι βάσεις δεδομένων με στοιχεία προσώπων και περιστατικών, οδηγούν στη μείωση των φαινομένων βίας. Κι αν όλα θυμίζουν κάτι, είναι γιατί ο περί της Πρόληψης και της Καταστολής της Βίας στους Αθλητικούς Χώρους Νόμος προνοεί όλα τα πιο πάνω, ωστόσο η ωμή πραγματικότητα λέει πως από εφαρμογή δεν…
Η αυτοματοποιημένη είσοδος με ηλεκτρονικό εισιτήριο δεν εφαρμόζεται πουθενά, ενώ είναι ξεκάθαρο πως μπαίνουν στα γήπεδα άτομα χωρίς κάρτα οπαδού, με τις βάσεις δεδομένων που έχουν δημιουργηθεί να πηγαίνουν με μιας στον κάλαθο.
Τα κλειστά κυκλώματα τηλεόρασης, εάν λειτουργούν, δεν έχουν την απαραίτητη ευκρίνεια καθώς έχουμε δει εικόνες στις οποίες καλά, καλά δεν μπορείς να διακρίνεις χαρακτηριστικά του ατόμου.
Κι άμα είναι να μιλήσεις για ονομαστικές θέσεις, τότε θα καταλήξεις στο συμπέρασμα πως σε ελάχιστες κερκίδες τηρείται αυτό, όντας μάλιστα από μερίδα κόσμου που δεν περιμένεις πως θα υπάρξουν παρατράγουδα.
Πώς μπορούν να βοηθήσουν οι ομάδες
Νωρίτερα μιλήσαμε για τέσσερις βασικούς φορείς που θα πρέπει να συνεργαστούν για να βρεθούν οι λύσεις. Αν αυτοί δεν έχουν κοινή γραμμή τότε το πρόβλημα απλά θα διογκωθεί. Τι μπορούν όμως να πράξουν οι ομάδες;
Πίσω στο 2003 ο τότε πρόεδρος της Μπαρτσελόνα, Ζοάν Λαπόρτα, χάραξε μια στρατηγική μηδενικής ανοχής σε φαινόμενα βίας. Όποιος είχε εμπλοκή σε επεισόδια δεν είχε θέση στην ομάδα, δεν λάμβανε ξανά εισιτήριο και του απαγορευόταν η είσοδος στο γήπεδο δια παντός. Την ίδια ώρα είχε στενή συνεργασία με την αστυνομία της Καταλονίας, παρέχοντας πληροφορίες για το ποιος και τι έπραξε.
Στην Κύπρο η Ομόνοια απαγόρευσε σε συγκεκριμένο αριθμό φιλάθλων την είσοδο, ενώ στην Πάφο έχουν ενημερώσει φιλάθλους πως δεν θα ανεχθούν ξανά οτιδήποτε θέτει σε κίνδυνο τιμωρίας την ομάδα. Μα πέραν αυτών δεν έχουμε δει ανάλογες ενέργειες από άλλες ομάδες.
Οι σύνδεσμοι φιλάθλων αποκτούν πρόσωπο
Τα τελευταία χρόνια ολοένα και αυξάνονται οι φωνές αυτών που θέλουν το οριστικό κλείσιμο των συνδέσμων φιλάθλων. Αν όμως κλείσεις έναν σύνδεσμο είναι απλό θα «ξεφυτρώσει» αλλού.
Όντως κι απ’ το εξωτερικό φαίνεται πως οι σύνδεσμοι φιλάθλων είναι ο πιο δύσκολος κρίκος μα συνάμα και καθοριστικός στην αντιμετώπιση της αθλητικής βίας.
Στη Γερμανία για κάθε μετακίνηση οργανωμένων οπαδών υπάρχει συνάντηση του συνδέσμου με την αστυνομία. Καθορίζεται η ώρα και το δρομολόγιο που θα ακολουθηθεί ώστε να μην υπάρξουν παρατράγουδα και φαινόμενα βίας.
Δίνοντας πρόσωπο σε έναν σύνδεσμο τα πάντα είναι διαφορετικά. Ο πρόεδρος του έχει πλέον ουσιαστικό ρόλο και γίνεται υπεύθυνος στην ομαλή λειτουργία.
Αν πάμε στην Ισπανία, ο σύνδεσμος φιλάθλων της Εσπανιόλ εφάρμοσε το πρόγραμμα «Curva Jove» κι αυτό είχε καταλυτική συνδρομή στη μείωση των φαινομένων βίας. Τα μέλη συμμετείχαν σε συνέδρια, τηλεοπτικές εκπομπές, εκπαιδευτικά προγράμματα, προωθώντας με αυτό τον τρόπο τη θετική πλευρά της υποστήριξης μιας ομάδας και αποδομώντας τη βία.
Χωρίς παιδεία… τζάμπα προσπαθείς
Στην όλη κουβέντα έρχεται η παιδεία, που πάντοτε βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της συζήτησης, μα ποτέ δεν έγιναν ουσιαστικές πράξεις σε αυτήν.
Στη Γερμανία υπάρχουν πέραν των 60 κοινωνικο-παιδαγωγικών οργανώσεων οι οποίες εκπαιδεύουν νεαρούς φιλάθλους σχετικά με τον εξτρεμισμό. Χρηματοδοτούνται από τις ίδιες τις ομάδες και την ομοσπονδία, ενώ μεσολαβούν μεταξύ των πλέον ριζοσπαστικών κομματιών της εξέδρας, των διοικήσεων των συλλόγων και των αστυνομικών Αρχών.
Στην Ολλανδία η Γκρόνιγκεν, δημιούργησε επιμορφωτικά προγράμματα σε συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση και την τοπική κοινωνία. Σε ένα από αυτά, επιστρατεύονται πρώην χούλιγκαν, προκειμένου να έρθουν σε επαφή και να επηρεάσουν άτομα με «ροπή» στον χουλιγκανισμό.
Η δε Καμπούρ έχει ξεχωριστή οργάνωση «εκπαίδευσης» φιλάθλων, η οποία συνεχώς δημιουργεί εκστρατείες πρόληψης κατά του χουλιγκανισμού στα δημοτικά σχολεία. Μάλιστα, στελέχη της οργάνωσης πλαισιώνουν χούλιγκαν στους οποίους έχει απαγορευθεί η πρόσβαση στο γήπεδο, προκειμένου να τους αποτρέψουν από μια ενδεχόμενη… υποτροπή. Με αυτόν τον τρόπο τους βοηθούν να επιτύχουν την κοινωνική τους επανένταξη μέσω εργασιακών προοπτικών.
Εν κατακλείδι…
Στην Κύπρο εδώ και αρκετά χρόνια έχουμε κολλήσει στην αναγνώριση του προβλήματος, που αυτή είναι το πρώτο βήμα προς την λύση. Όντως είναι κοινά αποδεκτό που το πρόβλημα της βίας υπάρχει. Δεν είναι όμως κάτι πρωτόγνωρο και δεν είναι φαινόμενο μόνο της Κύπρου.
Υπάρχουν χώρες στις οποίες η κατάσταση ξέφυγε εντελώς (αν και δεν απέχουμε πολύ από αυτό), όμως βρήκαν τους τρόπους ώστε να υπάρξει βελτίωση.
Η νομοθεσία που ήδη υπάρχει παρέχει σωρεία εργαλείων, ίσως και περισσότερα από αυτά που χρειάζονται, όμως δεν εφαρμόζεται αποτελεσματικά. Την ίδια ώρα η συνεργασία μεταξύ πολιτείας, αστυνομίας, ομάδων και συνδέσμων είναι ανύπαρκτη, όπως άλλωστε και η επένδυση στην παιδεία.
Αφού λοιπόν σαν κοινωνία αναγνωρίζουμε το πρόβλημα, ας καταλήξουμε και στον βέλτιστο τρόπο με τον οποίο μπορούμε να το λύσουμε αλλιώς θα φθάσουμε σε ακραίες καταστάσεις που κανείς, μα κανείς δεν θέλει να βιώσει.