Από την έναρξη των εμβολιασμών μέχρι σήμερα οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες έχουν λάβει 149 έγκυρες αναφορές πιθανών ανεπιθύμητων ενεργειών, εκ των οποίων οι 123 ήταν ήπιες/μέτριες και οι 26 σοβαρές. Όπως σημειώνουν, οι σοβαρές αναφορές αφορούν σπάνιες παρενέργειες, μικρότερες από 1 ανά 10.000. Οι 75 αφορούν τα εμβόλια της Pfizer/ BioNtech, οι 71 της ΑstraΖeneca και οι 3 της Μoderna.
Αυτό αναφέρεται σε απαντήσεις σε συχνές ερωτήσεις σχετικά με τα εμβόλια/εμβολιασμούς, που έδωσαν την Τετάρτη στη δημοσιότητα οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας, μετά από ερωτήματα που δέχονται από τους πολίτες. Σημειώνεται παράλληλα ότι τα εμβόλια COVID-19 είναι ασφαλή και προστατεύουν από τη σοβαρή λοίμωξη και το θάνατο από τη νόσο COVID-19", ενώ "μερικές ήπιες ανεπιθύμητες ενέργειες, οι οποίες μπορεί να παρουσιαστούν μετά τον εμβολιασμό, είναι ενδείξεις ότι ο οργανισμός αναπτύσσει ανοσία". Όσο πιο σύντομα εμβολιασθεί το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού, τόσο πιο σύντομα θα επέλθει ανοσία στην κοινότητα και θα μπορέσουμε έτσι να επιστρέψουμε σταδιακά στον κανονικό τρόπο ζωής, προστίθεται.
Σε σχέση με το πως δρουν τα εμβόλια κατά της νόσου COVID-19, οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες αναφέρουν ότι γενικά τα εμβόλια δρουν προετοιμάζοντας το ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα (τη φυσική άμυνα του οργανισμού), ώστε να αναγνωρίζει συγκεκριμένους ιούς και να προστατεύεται από αυτούς και τη νόσο που προκαλούν.
Προσθέτουν, επίσης, πως το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας για τα εμβόλια κατά της νόσου COVID-19 αφορά την πρόκληση απόκρισης του ανθρώπινου οργανισμού ενάντια σε μια ειδική πρωτεΐνη, η οποία βρίσκεται μόνο στον ιό SARS-CoV-2 (κορονοϊό) και ο οποίος προκαλεί τη νόσο COVID-19.
«Όταν ένα άτομο εμβολιάζεται δημιουργείται ανοσοαπόκριση. Εάν το άτομο προσβληθεί αργότερα από τον ιό SARS-CoV-2, το ανοσοποιητικό σύστημα είναι σε θέση να τον αναγνωρίσει και είναι ήδη προετοιμασμένο να του επιτεθεί», σημειώνουν.
Απαντώντας σε ερώτηση αν μπορεί κάποιος να νοσήσει από τον ιό SARS-CoV-2 λόγω του εμβολίου COVID-19, οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες απαντούν αρνητικά, λέγοντας ότι «κανένα από τα εγκεκριμένα και συνιστώμενα εμβόλια COVID-19 από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων δεν περιέχει τον ζωντανό ιό SARS-CoV-2, ο οποίος προκαλεί τη νόσο COVID-19», σημειώνοντας παράλληλα πως «τα εμβόλια COVID-19 διδάσκουν στο ανοσοποιητικό σύστημα πώς να αναγνωρίζει και να καταπολεμά τον ιό που προκαλεί τη νόσο COVID-19».
«Μερικές φορές αυτή η διαδικασία μπορεί να προκαλέσει ήπια συμπτώματα, όπως πυρετό, πονοκέφαλο και μυαλγίες. Αυτά τα συμπτώματα είναι φυσιολογικά και αποτελούν ενδείξεις ότι ο ανθρώπινος οργανισμός αναπτύσσει προστασία ενάντια στον ιό», συμπληρώνουν.
Στην ερώτηση αν μετά από εμβολιασμό κάποιος νοσήσει από COVID-19 και εφόσον το εμβόλιο δεν προστατεύει 100% από τη νόσηση από τον κορωνοϊό, γιατί τελικά να το κάνει κάποιος, οι αρμόδιες Υπηρεσίες αναφέρουν ότι «από τα μέχρι τώρα διαθέσιμα δεδομένα προκύπτει ότι τα εμβόλια μειώνουν τον κίνδυνο εκδήλωσης συμπτωμάτων και τον κίνδυνο σοβαρής νόσησης από τον ιό», για να σημειώσει ότι «αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί ταυτόχρονα μειώνεται ο κίνδυνος νοσηλειών, ο κίνδυνος απώλειας ανθρώπινων ζωών και ο κίνδυνος μακροχρόνιων επιπλοκών που προκαλεί ο ιός σε κάποιους ασθενείς, όπως επιπλοκές από το καρδιαγγειακό και το αναπνευστικό σύστημα».
Όπως προσθέτουν «όλα τα μέχρι στιγμής εγκεκριμένα εμβόλια από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων παρέχουν υψηλή αποτελεσματικότητα και μειώνουν την πιθανότητα να νοσήσει κάποιος από τη νόσο COVID-19 και προστατεύουν από σοβαρές ή θανατηφόρες επιπλοκές της νόσου».
Ωστόσο, συμπληρώνουν ότι «επειδή κανένα εμβόλιο δεν είναι 100% αποτελεσματικό, ένα μικρό ποσοστό των πλήρως εμβολιασμένων ατόμων ενδέχεται να προσβληθεί από τον ιό SARS-COV-2 και να νοσήσει από COVID-19 ακόμα και μετά τη λήψη όλων των απαιτούμενων δόσεων του εμβολίου».
Επιπλέον, υπογραμμίζουν ότι «μετά τη χορήγηση της 1ης ή και της 2ης δόσης του εμβολίου χρειάζονται μερικές εβδομάδες για να αναπτύξει κάποιος ανοσία και να είναι προστατευμένος και αυτό σημαίνει ότι είναι πιθανό ένα άτομο να προσβληθεί από τον κορωνοϊό λίγο πριν ή λίγο μετά τη λήψη του εμβολίου και να νοσήσει».
«Αυτό συμβαίνει επειδή το εμβόλιο δεν είχε επαρκή χρόνο για να αναπτύξει την απαραίτητη ανοσολογική προστασία», αναφέρουν.
Αναφορικά στη διάρκεια προστασίας από τα εμβόλια COVID-19 και αν θα πρέπει να επαναληφθεί αναμνηστική δόση του εμβολίου μετά την ολοκλήρωση του εμβολιασμού για COVID-19, οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες αναφέρουν ότι «με βάση τα μέχρι τώρα διαθέσιμα στοιχεία δεν γνωρίζουμε τη διάρκεια προστασίας που μας προσφέρουν τα εμβόλια έναντι του κορωνοϊού», προσθέτοντας πως «η διάρκεια της προστασίας που παρέχεται από τον εμβολιασμό αναμένεται ότι είναι μεγαλύτερη από τη φυσική ανοσία η οποία αποκτάται μετά την φυσική λοίμωξη».
Διευκρινίζεται ακόμα πως «τα άτομα που εμβολιάστηκαν στο πλαίσιο των κλινικών δοκιμών θα συνεχίσουν να παρακολουθούνται, προκειμένου να συγκεντρωθούν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη διάρκεια της προστασίας και κατά πόσο και πότε θα χρειαστεί η χορήγηση αναμνηστικής δόσης».
Επιπλέον, σημειώνει ότι με τον εμβολιασμό περισσοτέρων ατόμων αναμένεται ότι θα έχουμε περισσότερα δεδομένα για τη διάρκεια της ανοσίας που προσφέρει το εμβόλιο.
Στο ερώτημα αν κάποιος μπορεί να βγει θετικός σε μια εξέταση ανίχνευσης κορωνοϊού, λόγω λήψης του εμβολίου, οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες απαντούν: «Όχι. Κανένα από τα εγκεκριμένα και συνιστώμενα εμβόλια COVID-19 δεν προκαλεί θετικό αποτέλεσμα σε έλεγχο για ανίχνευση του κορωνοϊού (μοριακή μέθοδος PCR ή rapid test). Η εξέταση ανίχνευσης του κορωνοϊού χρησιμοποιείται για να διαπιστωθεί εάν κάποιος έχει προσβληθεί από τον ίδιο τον ιό. Μετά τον εμβολιασμό μπορεί κάποιος να έχει θετικό αποτέλεσμα σε ορισμένα τεστ αντισωμάτων λόγω ανοσοαπόκρισης του οργανισμού. Τα τεστ αντισωμάτων υποδεικνύουν εάν κάποιος έχει προσβληθεί από τον κορωνοϊό και εάν έχει νοσήσει και ότι ενδεχομένως να υπάρχει κάποιο επίπεδο προστασίας από τον ιό».
Για την περίπτωση που ένα άτομο έχει εκτεθεί στον ιό SARS-CoV-2 ή έχει νοσήσει από COVID-19 και αν χρειάζεται να κάνει το εμβόλιο, αναφέρουν ότι «σύμφωνα με τις τρέχουσες συστάσεις, ένα άτομο πρέπει να εμβολιαστεί ανεξαρτήτως από το εάν έχει ήδη νοσήσει από τον κορωνοϊό καθώς είναι πιθανό να μολυνθεί ξανά».
«Προηγούμενη νόσηση με COVID-19 μπορεί να προσφέρει κάποια προστασία, γνωστή ως φυσική ανοσία, η οποία ωστόσο δεν φαίνεται να είναι αρκετή για να προστατέψει από μια ενδεχόμενη επαναμόλυνση με τον ιό. Τα σημερινά στοιχεία υποδηλώνουν ότι η επαναμόλυνση με τον ιό SARS-CoV-2 δεν είναι συχνή τους μήνες μετά την αρχική λοίμωξη, αλλά μπορεί να αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου», προσθέτουν.
Συνεχίζουν λέγοντας πως «ο εμβολιασμός μετά από νόσηση με COVID-19 διενεργείται εντός τριών (3) μηνών μετά την ανάρρωση και αφού έχουν περάσει τουλάχιστον 42 ημέρες μετά από την ανάρρωση/οροαρνητικότητα στα διαγνωστικά τεστ», συμπληρώνοντας ότι «σε άτομα τα οποία νόσησαν σοβαρά και έλαβαν θεραπεία με εξειδικευμένες θεραπείες συστήνεται όπως ο εμβολιασμός διενεργείται μετά από 90 ημέρες και σε κάθε περίπτωση συστήνεται όπως τα άτομα που νόσησαν και επιθυμούν να εμβολιαστούν να συμβουλεύονται τον Προσωπικό τους Ιατρό».
Σχετικά με τα εμβόλια με mRNA τεχνολογία και αν επιδρούν στο DNA, απαντούν αρνητικά, εξηγώντας πως «το messenger RNA (mRNA) δεν είναι το ίδιο με το DNA και δεν μπορεί να συνδυαστεί με το DNA μας για να αλλάξει τον γενετικό μας κώδικα».
Επιπρόσθετα, αναφέρει ότι «το mRNA που περιέχεται στο εμβόλιο δεν εισέρχεται στον πυρήνα του κυττάρου, όπου βρίσκεται το δικό μας DNA, απλώς δίνει παροδική εντολή στο κύτταρό μας να παράξει μια ειδική πρωτεΐνη του ιού, έναντι της οποίας στη συνέχεια αντιδρά το ανοσοποιητικό μας σύστημα και τελικά εκπαιδεύεται να αντιδρά στον ιό».
Σε ό,τι αφορά μελλοντικές ανεπιθύμητες ενέργειες λόγω των εμβολίων COVID-19, αναφέρουν πως "τα εμβόλια COVID-19 είναι ασφαλή και προστατεύουν από τη σοβαρή λοίμωξη και το θάνατο από τη νόσο COVID-19", ενώ σημειώνουν ότι "μερικές ήπιες ανεπιθύμητες ενέργειες, οι οποίες μπορεί να παρουσιαστούν μετά τον εμβολιασμό, είναι ενδείξεις ότι ο οργανισμός αναπτύσσει ανοσία".
"Τυχόν ανεπιθύμητες ενέργειες εμφανίζονται συνήθως τις πρώτες ημέρες από τη λήψη του εμβολίου. Οι περισσότερες είναι ήπιες ή μέτριας έντασης και υποχωρούν μέσα σε λίγες ημέρες. Σε ορισμένες περιπτώσεις ενδέχεται να είναι πιο σοβαρές ή να διαρκούν περισσότερο. Οι σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν μακροχρόνια προβλήματα υγείας είναι εξαιρετικά απίθανες μετά από οποιοδήποτε εμβολιασμό, συμπεριλαμβανομένου του εμβολιασμού COVID-19. Η παρακολούθηση των εμβολίων έχει δείξει ιστορικά ότι οι ανεπιθύμητες ενέργειες συμβαίνουν γενικά εντός έξι (6) εβδομάδων από τη λήψη της δόσης του εμβολίου", συμπληρώνουν.
Εξάλλου, για τον αν μπορεί μια γυναίκα που εγκυμονεί ή που προγραμματίζει εγκυμοσύνη να κάνει το εμβόλιο COVID-19, αναφέρουν πως «επί του παρόντος υπάρχουν περιορισμένα δεδομένα από τη χρήση των εμβολίων COVID-19 σε έγκυες γυναίκες», ωστόσο, σημειώνουν ότι «με βάση τον μηχανισμό δράσης τους, δεν αναμένεται να ενέχουν οποιοδήποτε κίνδυνο για τις έγκυες γυναίκες ή το έμβρυο».
Αναφέρουν, επίσης, πως «κλινικές δοκιμές που μελετούν την ασφάλεια και το όφελος των εμβολίων COVID-19 σε εγκύους βρίσκονται σε εξέλιξη ή προγραμματίζονται», ενώ «δεδομένα από γυναίκες στις ολοκληρωμένες κλινικές δοκιμές που έλαβαν το εμβόλιο και έμειναν έγκυες συλλέγονται και εξετάζονται».
Συστήνουν όπως γυναίκες που εγκυμονούν να συζητήσουν τα οφέλη και τους κινδύνους από το εμβόλιο με τον θεράποντα ιατρό τους, ενώ σημειώνουν ότι επί του παρόντος δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι τα εμβόλια COVID-19 επηρεάζουν τη γονιμότητα και δεν απαιτείται αποφυγή εγκυμοσύνης μετά τη λήψη εμβολίου COVID-19, αφού μελέτες σε ζώα δεν κατέδειξαν άμεση ή έμμεση τοξικότητα στην αναπαραγωγική ικανότητα.
Για τον αν μπορεί μία γυναίκα που θηλάζει να κάνει το εμβόλιο COVID-19, οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες αναφέρουν πως «αυτή την στιγμή δεν υπάρχουν δημοσιευμένες μελέτες σχετικά με την ασφάλεια των εμβολίων COVID-19 σε γυναίκες που θηλάζουν ή της επίδρασης του εμβολιασμού στο θηλάζον παιδί», συμπληρώνοντας ότι «με βάση τον μηχανισμό δράσης τους, δεν αναμένεται ότι τα εμβόλια COVID-19 ενέχουν οποιαδήποτε κίνδυνο για γυναίκες που θηλάζουν ή για το θηλάζον παιδί».
«Πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι σε θηλάζουσες γυναίκες που έλαβαν mRNA εμβόλια COVID-19 ανιχνεύτηκαν αντισώματα στο μητρικό γάλα. Προς το παρόν, δεν είναι γνωστό για πόσο καιρό αυτά τα αντισώματα μπορούν να απεκκρίνονται στο μητρικό γάλα και κατά πόσο παρέχουν κάποια προστασία στο θηλάζον παιδί. Οι τρέχουσες συστάσεις είναι όπως οι γυναίκες που θηλάζουν μπορούν να λάβουν εμβόλιο COVID-19. Σε κάθε περίπτωση συστήνεται όπως γυναίκες που θηλάζουν και επιθυμούν να εμβολιαστούν να συζητήσουν τα οφέλη και τους κινδύνους από το εμβόλιο με το θεράποντα ιατρό τους», διευκρινίζουν.
Αναφορικά στο πότε θα μπορέσουμε να επιστρέψουμε στον κανονικό τρόπο ζωής μας, οι αρμόδιες Υπηρεσίες αναφέρουν πως «τα εμβόλια είναι ένα από τα εργαλεία για την αντιμετώπιση της πανδημίας», ωστόσο, προσθέτουν πως «χρειάζεται ταυτόχρονα να τηρούνται τα υγειονομικά πρωτόκολλα και τα μέτρα ατομικής προστασίας».
«Καθώς η πανδημία συνεχίζεται, πρέπει να λαμβάνουμε όλα τα απαραίτητα μέτρα για να αποτρέψουμε τη διάδοση του ιού και να αποτρέψουμε περισσότερους θανάτους. Πρέπει να συνεχίσουμε να τηρούμε τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και να ακολουθούμε όλα τα μέτρα πρόληψης που έχει αποδειχθεί ότι είναι αποτελεσματικά και μας κρατούν ασφαλείς (χρήση μάσκας, τακτική και σχολαστική υγιεινή των χεριών, καθαριότητα του χώρου όπου ζούμε ή εργαζόμαστε)», προσθέτουν.
Ταυτόχρονα, αναφέρουν πως «πρέπει να υποστηρίξουμε και να ενθαρρύνουμε τον εμβολιασμό ώστε να αυξηθεί η κάλυψη του πληθυσμού», για να συμπληρώσουν ότι «όσο πιο σύντομα εμβολιασθεί το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού, τόσο πιο σύντομα θα επέλθει ανοσία στην κοινότητα και θα μπορέσουμε έτσι να επιστρέψουμε σταδιακά στον κανονικό τρόπο ζωής μας».
Σημειώνεται ότι οι απαντήσεις βασίζονται στα μέχρι τώρα διαθέσιμα δεδομένα και στις τρέχουσες συστάσεις ευρωπαϊκών και παγκόσμιων οργανισμών για θέματα Δημόσιας Υγείας και τα οποία συνεχώς επικαιροποιούνται.