Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέστειλε την ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε σε 17χρονο για την πρόκληση θανατηφόρου δυστυχήματος με το σκεπτικό ότι το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την ημέρα του δυστυχήματος μέχρι την επιβολή ποινής είχε ως αποτέλεσμα να μεταβληθούν ουσιωδώς οι προσωπικές του συνθήκες.
Ο 17χρονος είχε ασκήσει έφεση κατά της άμεσης ποινής φυλάκισης ενός έτους, που του επέβαλε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην κατηγορία της πρόκλησης του θανάτου μοτοσικλετιστή λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης και επικίνδυνης πράξης.
Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου, το θανατηφόρο δυστύχημα συνέβη στις 30.3.2015 στο Καϊμακλί, όταν το αυτοκίνητο που οδηγούσε, χωρίς να είναι κάτοχος αδείας οδηγού και χωρίς να καλύπτεται από πιστοποιητικό ασφάλισης ευθύνης έναντι τρίτου, απέκοψε την πορεία της μοτοσυκλέτας που οδηγούσε ο Ελευθεριάδης από την αντίθετη κατεύθυνση, με τραγικό αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του.
Αμέσως μετά τη σύγκρουση, ο εφεσείων στάθμευσε το αυτοκίνητο που οδηγούσε και μαζί με το συνοδηγό του εγκατέλειψαν πεζοί τη σκηνή, ενώ όταν έφτασε η αστυνομία στη σκηνή παρουσιάστηκε ο πατέρας του που ισχυρίστηκε ότι αυτός οδηγούσε το αυτοκίνητο. Στη συνέχεια αποκαταστάθηκε η αλήθεια και τόσο αυτός όσο και ο πατέρας του απέδωσαν τις προηγούμενες ψευδείς τους δηλώσεις ως προς το ποιος οδηγούσε το αυτοκίνητο σε φόβο λόγω του ότι ο 17χρονος δεν είχε άδεια οδήγησης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο συνεκτίμησε για σκοπούς επιβολής ποινής την παραδοχή του και το γεγονός ότι δεν είχε προηγούμενες καταδίκες, συνεκτιμώντας ταυτόχρονα για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής και τις προσωπικές του συνθήκες, μεταξύ άλλων ότι, όταν διέπραξε το αδίκημα ήταν ηλικίας 17 ετών, ότι κατά το χρόνο επιβολής της ποινής ήταν φοιτητής που σύμφωνα με τη νομολογία είναι σοβαρός μετριαστικός παράγοντας, ότι περαιτέρω ότι είχαν παρέλθει τρία και πλέον έτη από το χρόνο τέλεσης του αδικήματος, κ.ά..
Το Ανώτατο τονίζει στην ομόφωνη απόφαση του ότι οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα «δεν μπορούσαν να υπερφαλαγγίσουν τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της ποινής ενόψει αφενός ότι τα δυστυχήματα βρίσκονται σε συνεχή άνοδο και αποτελούν πληγή για την κοινωνία και αφετέρου η οδική του συμπεριφορά είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια μιας ανθρώπινης ζωής».
Λαμβανομένου υπόψη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσμέτρησε προς όφελός του όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που συνέτρεχαν στην περίπτωσή του, το Ανώτατο αναφέρει στην ομόφωνη απόφαση του ότι «η εντέλει ποινή φυλάκισης του ενός έτους που του επέβαλε για ένα αδίκημα που ο Νόμος (άρθρο 210) προβλέπει κατ΄ ανώτατο όριο ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών δεν μπορεί να κριθεί ότι δεν δικαιολογείτο υπό τα περιστατικά της υπόθεσης».
Κατά συνέπεια, σημειώνει, «δεν υπάρχει δυνατότητα επέμβασης από το Εφετείο στο ύψος και στο είδος της επιβληθείσας ποινής, η οποία υπό τις περιστάσεις ήταν η ενδεικνυόμενη».
Με την έφεση του, η υπεράσπιση του τότε 17χρονου υποστήριξε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης για δύο λόγους. Ο πρώτος, λόγω της συγχώρησης που έτυχε ο εφεσείων από τους γονείς του θύματος και, ο δεύτερος, λόγω του χρόνου που παρήλθε από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την επιβολή της ποινής και των μεταβολών, στο μεταξύ, των προσωπικών περιστάσεων του εφεσείοντα.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο, προστίθεται στην απόφαση, «όντως οι γονείς του θύματος είχαν την ψυχική δύναμη να καλέσουν μέσω του διαδικτύου όλους τους φίλους του υιού τους ‘να μην ενοχλούν το μωρό που κατά λάθος σκότωσε τον xxx’». Η συγχώρεση όμως της οικογένειας του θύματος προς τον εφεσείοντα, αφ΄ εαυτής, δεν μπορεί να αποτελέσει παράγοντα για αναστολή της ποινής», αναφέρει το Ανώτατο.
Σε σχέση όμως με το δεύτερο λόγο τα πράγματα είναι διαφορετικά, όπως αναφέρει και προσθέτει: «Το αδίκημα διαπράχθηκε το Μάρτη του 2015 και η ποινή επιβλήθηκε τρία (3) χρόνια και τέσσερις (4) μήνες μετά, χρονικό διάστημα που αντικειμενικά είναι μεγάλο. Με αποτέλεσμα, στο μεταξύ, οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα να μεταβληθούν ουσιωδώς λόγω της ενηλικίωσής του και της εγγραφής και φοίτησης του σε Ίδρυμα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης».
«Το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο οι προαναφερθείσες ουσιώδεις αλλαγές, λόγω του χρόνου που παρήλθε, στις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα δικαιολογούν επέμβαση του Εφετείου για αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης. Η απάντηση κατά την άποψή μας είναι θετική και λαμβανομένου υπόψη ότι ο εφεσείων ήδη έχει εκτίσει μέρος της ποινής του, η εκτέλεση του υπολοίπου αναστέλλεται για περίοδο τριών (3) ετών από σήμερα», καταλήγει το Ανώτατο.