Ένοχος από ποινικό Δικαστήριο πολίτης για παράβαση Διατάγματος Λοιμοκάθαρσης που απαγόρευε την παρουσία πιστών σε εκκλησιασμό.
Απορρίφθηκαν, όπως αναφέρει σε ανάρτησή του ο Γενικός Εισαγγελέας, όλοι οι ισχυρισμοί για αντισυνταγματικότητα, αναγκαιότητα έγκρισης Διαταγμάτων από Βουλή προ της έκδοσής τους και μη αναλογικότητα μέτρων.
Ένοχος από ποινικό Δικαστήριο πολίτης για παράβαση Διατάγματος Λοιμοκάθαρσης που απαγόρευε την παρουσία πιστών σε εκκλησιασμό. Απορρίφθηκαν όλοι οι ισχυρισμοί για αντισυνταγματικότητα, αναγκαιότητα έγκρισης Διαταγμάτων από Βουλή προ της έκδοσής τους και μη αναλογικότητα μέτρων. pic.twitter.com/sqXvffUlLn
— George L. Savvides (@SavvidesGL) August 31, 2021
Απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί για την ανισυνταγματικότητα των διαταγμάτων αναφέρει η Νομική Υπηρεσία
Στην απόρριψη όλων των ισχυρισμών της υπεράσπισης κατηγορούμενου και στην έκδοση καταδικαστικής απόφασης εναντίον του συγκεκριμένου προσώπου, σε σχέση με την παράβαση Διατάγματος τον Δεκέμβριο 2020, που απαγόρευε την παρουσία πιστών κατά τη διάρκεια εκκλησιασμού, με βάση τον περί Λοιμοκαθάρσεως Νόμο, προχώρησε σήμερα το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.
Σύμφωνα με επίσημη ανακοίνωση, το Δικαστήριο απορρίπτοντας όλους τους ισχυρισμούς της υπεράσπισης, ήτοι την αντισυνταγματικότητα του Νόμου και των επίδικων Διαταγμάτων, την αναγκαιότητα έγκρισής τους από τη Βουλή πριν από την έκδοσή τους και τη μη αναλογικότητα των μέτρων, αποφάσισε την ενοχή του κατηγορουμένου, ο οποίος λειτουργήθηκε σε εκκλησία στην μητροπολιτική περιφέρεια Μόρφου κατά παράβαση του τότε εν ισχύ επίδικου Διατάγματος.
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο, στην πολυσέλιδη και πλήρως τεκμηριωμένη απόφασή του, ανέλυσε την εξουσία έκδοσης Διαταγμάτων από τον Υπουργό Υγείας και τη συνταγματικότητα του επίδικού Διατάγματος σε σχέση με το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας.
Ειδικότερα, εστίασε στο θεμιτό των περιορισμών με βάση το Άρθρο 18(6) του Συντάγματος που αφορά στην προστασία της δημόσιας υγείας, ενώ ανέλυσε το ζήτημα της αναλογικότητας σε σχέση με τον περιορισμό που επέβαλε το επίδικο Διάταγμα στην άσκηση του δικαιώματος του θρησκεύεσται, υπό το πρίσμα της προσωρινότητας του μέτρου και του γεγονότος ότι δεν πλήγηκε ο πυρήνας του δικαιώματος, αφού, όπως εξήγησαν οι μάρτυρες, παρέχονταν στους πιστούς εναλλακτικές λύσεις για την ελεύθερη εκδήλωση της πίστης τους.
Η υπεράσπιση του κατηγορουμένου στηρίχθηκε στη θέση ότι το επίδικο Διάταγμα ήταν εξυπαρχής άκυρο και παράνομο, καθότι δεν είχε κατατεθεί στη Βουλή για έγκριση πριν από την έκδοσή του.Επιπρόσθετα, εγέρθηκε ότι το Διάταγμα ήταν αντισυνταγματικό καθότι προσκρούει στον πυρήνα του δικαιώματος της ελεύθερης άσκησης της θρησκείας.
Η κατηγορούσα Αρχή κάλεσε ως μάρτυρα τον επικεφαλής της επιδημιολογικής ομάδας Δρ. Κωνσταντίνο Τσιούτη, ο οποίος πλήρως και εμπεριστατωμένα, όπως αξιολογήθηκε από το Δικαστήριο, εξήγησε στο πλαίσιο της ένορκης μαρτυρίας του την αναγκαιότητα λήψης των συγκεκριμένων μέτρων ένεκα της επιδημιολογικής εικόνας σε σχέση με την εξέλιξη της πανδημίας κατά τον τρέχοντα χρόνο, της ιδιαιτερότητας των χώρων θρησκευτικής λατρείας, την προσωρινότητα των μέτρων αυτών και την αναγκαιότητα προστασίας της δημόσιας υγείας.
Περαιτέρω μαρτυρία δόθηκε και εκ μέρους του Υπουργείου Υγείας.
Συνακόλουθα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, καταδίκασε τον κατηγορούμενο και του επέβαλε ποινή προστίμου ύψους 1.000 ευρώ, καθώς και την καταβολή των εξόδων της διαδικασίας.
Για την κατηγορούσα Αρχή εμφανίστηκε η Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, Πολίνα Ευθυβούλου.