Η υπόθεση θανάτου της 29χρονης Έλενας Φραντζής έχει αφήσει άναυδη την Κυπριακή κοινή γνώμη. Οι αποκαλύψεις διαδέχονται η μία την άλλη.
Μιλώντας στην εκπομπή, Μεσημέρι και Κάτι, ο Μητροπολίτης Ησαΐας απάντησε σε δηλώσεις που έκανε νωρίτερα ο Αρχιεπίσκοπος. Μάλιστα ξεκινώντας τις δηλώσεις του τόνισε «Έμεινα άφωνος και έκπληκτος» ενώ είπε πως ζήτησε να τον δει προσωπικά μιας και τα θέματα αυτά είναι πολύ λεπτά και πως «Θέλω να του υπενθυμίσω κάποια πράγματα. Έμεινα άφωνος με αυτή την τοποθέτηση, μάλλον δεν θυμάται καλά κάποια πράγματα».
Διαβάστε επίσης: Σκληρές κατηγορίες κατά της Έλενας από την παπαδιά (Vid)
Εν συνεχεία είπε «Όταν σ’ έναν Αρχιεπίσκοπο καταγγελθεί ένα παράπτωμα, ο ίδιος δεν μπορεί να το εκδικάσει, το οδηγεί στη Σύνοδο. Στο μέτρο που δικαιούμαι, είμαι ένα «πρωτόδικο δικαστήριο». Οδηγήθηκε η υπόθεση στο Δικαστήριο, γιατί την οδήγησα εγώ».
Ο Μητροπολίτης μάλιστα τόνισε ότι «Με δική μου πρωτοβουλία τον έβαλα 3 χρόνια σε αργία. Κυκλοφορούσα με συνοδεία. Με απειλούσαν οι συγγενείς και η κοινότητα. Είχα σοβαρές αμφιβολίες γι’ αυτόν. Ανατίναξαν αυτοκίνητα Επιτρόπων μου. Άντεξα 3 χρόνια και επιτέλους η ανακριτική επιτροπή έδωσε απόφαση και τον αθώωσε. Δεν υπάρχει υπόθεση είπαν. Έφεραν ειδικούς από το εξωτερικό, οι οποίοι είχαν αμφιβολίες αν έγιναν αυτά τα πράγματα 20 χρόνια πριν».
Διαβάστε επίσης: Νεκρή για μέρες ήταν η Έλενα
Παράλληλα υπενθύμισε ότι «Δεύτερος ισχυρισμός τους, ήταν ότι τα άλλα δυο κοριτσάκια που έμειναν εκεί έλεγαν ότι δεν έγιναν τέτοια πράγματα. Για τη συνοδική επιτροπή τα παιδιά δεν μαρτύρησαν στο Δικαστήριο. Εμείς ξέραμε την πραγματικότητα. Πάλι με δική μου ευθύνη, χωρίς να μου το ζητήσει Σύνοδος και Κράτος. Πήρα την υπόθεση ξανά στη Σύνοδο. Είπα ότι έχω καταδίκη και θέλω απόφαση. Η ανακριτική επιτροπή είχε περισσότερες καταθέσεις από την Αστυνομία».
Καταλήγοντας δήλωσε «Ο Αρχιεπίσκοπος δεν μου απάντησε το τηλέφωνο. Τους είπα θέλω να τον δω άμεσα, μου είπαν ότι απουσιάζει στο εξωτερικό. Η Εκκλησία δεν έχει άλλη επιλογή σε περίπτωση που ένας ιερέας καταδικαστεί σε φυλάκιση, πέραν της καθαίρεσης»
Εντωμεταξύ σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας, Καθημερινή και ρεπορτάζ του συνάδερφου , Απόστολου Τομαρά, η υπόθεση αυτή βγάζει στην επιφάνεια κενά και παραλείψεις στον τρόπο που αρμόδιοι φορείς αλλά και μια κοινωνία αντιμετώπισε την περίπτωση ενός νεαρού ατόμου, με τελική κατάληξη τον θάνατό της.
Μάλιστα το δημοσίευμα επικαλούμενο εκκλησιαστικές πηγές αναφέρει:
Υπήρξε προβληματική διαχείριση του όλου ζητήματος από την εποχή καταδίκης του ιερέα, τόσο από πλευράς εκκλησίας όσο και πολιτείας. Με βάση το εκκλησιαστικό δίκαιο, όπως μας εξηγήθηκε από τις ίδιες πηγές, δεν μπορεί να γίνει συσχετισμός πολιτικών και εκκλησιαστικού δικαστηρίου ακόμα και αν κάποιος ιερωμένος καταδικασθεί από πολιτικά δικαστήρια.
Όπως μας εξηγήθηκε με βάση τον νέο Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας οι σχετικές διαδικασίες είναι εντελώς διαφορετικές. Όπως μας εξηγήθηκε επίσης οι πρώτες έρευνες για οποιαδήποτε περίπτωση που αφορούν και την εκκλησία διεξάγονται από τον οικείο Μητροπολίτη. Το πόρισμα των ερευνών προτού καταλήξει στο πενταμελές Εκκλησιαστικό Δικαστήριο για εκδίκαση, προωθείται στον πρόεδρο του Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου ο οποίος λειτουργεί ως ανακριτής.
Διαβάστε επίσης: Πως απαντά ο Ησαΐας για το βίντεο δίπλα στον ιερέα
Για την προκειμένη περίπτωση της 29χρονης τα γεγονότα που διαδραματίσθηκαν το 2013 είχαν ως εξής: Συνοδικές πηγές υποστήριξαν πως την περίοδο εκείνη πράγματι ο Μητροπολίτης Ταμασού και Ορεινής Ησαΐας πραγματοποίησε έρευνες για τα όσα αποδίδονταν στον ιερέα μετά την εμπλοκή και των πολιτικών δικαστηρίων. Το πόρισμα των ερευνών του, ο Μητροπολίτης Ησαΐας το παρέδωσε στον πρόεδρο του πενταμελούς Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου που την περίοδο εκείνη ήταν ο Μητροπολίτης Κιτίου Χρυσόστομος.
Μετά από έρευνες που πραγματοποιήθηκαν η υπόθεση τερματίστηκε μιας και δεν εντοπίσθηκαν ίχνη υπόθεσης, δεν βρέθηκαν όπως μας ειπώθηκε αποχρώσες ενδείξεις. Οι ίδιες πηγές μας επισήμαναν πως την περίοδο εκείνη, το εκκλησιαστικό δικαστήριο αντί να βασιστεί στις δικές του έρευνες θα έπρεπε να περιμένει το πολιτικό δικαστήριο, να λάμβανε το επίδικο υλικό και να το αξιολογούσε με βάση το εκκλησιαστικό δίκαιο. Κάτι που δεν έγινε.
Το δεύτερο θέμα που τίθεται από τις ίδιες πηγές είναι η κρατική συμπεριφορά. Το ερώτημα που τίθεται είναι: Πως το κράτος συνεχίζει να θεωρεί ανάδοχο μια οικογένεια της οποίας ένα μέλος έχει καταδικασθεί από κρατικό όργανο;