Όποιος έχει νιώσει πώς είναι να γκρεμίζεται ολόκληρος ο κόσμος του σε μερικά μόλις δευτερόλεπτα, μπορεί να καταλάβει την Αλίκη, την σημερινή πρωταγωνίστρια της ιστορίας που θα σας παρουσιάσουμε.
Ένα κορίτσι εντυπωσιακά όμορφο, 26 ετών, με ένα απίστευτα γλυκό χαμόγελο αλλά με αφοπλιστικά μελαγχολικά μάτια.
«Δεν ήταν εύκολο για εμένα να αποφασίσω να μιλήσω για την ιστορία μου. Ζω σε μια κλειστή κοινωνία, στην επαρχία Λάρνακας, εκεί τα γεγονότα μπορούν να διαδοθούν σε χρόνο μηδέν. Ο λόγος που όλο αυτό που συνέβη σε εμένα δεν έγινε το θέμα του χωριού, οφείλεται στο ότι επέλεξα να το ‘’θάψω’’. Δεν θέλω να πω ονόματα, για να μην υποψιαστούν οι παμπόνηροι και αρχίσουν το μακρύ και το κοντό τους».
Όπως καταλαβαίνετε, ούτε το «Αλίκη» είναι το πραγματικό όνομά της, το επέλεξε γιατί, όπως είπε, αγαπούσε από μικρή το ομώνυμο παραμύθι.
«Από πού να αρχίσω και πού να τελειώσω; Δεν ξέρω τι έχει σημασία και τι όχι! Ωραία. Λοιπόν, μεγάλωσα ως μοναχοπαίδι πολύ όμορφα και έχω να θυμάμαι σαν παιδί μόνο ωραία πράγματα. Εισέπραξα πολλή αγάπη τόσο από τους γονείς όσο και από τους παππούδες μου. Γενικότερα η οικογένειά μου ήταν δεμένη. Μικροδιαφωνίες υπήρχαν, τίποτα όμως το ιδιαίτερο».
Όσο μιλούσε για τα παιδικά της χρόνια το πρόσωπό της ήταν λαμπερό. Έμοιαζε να νοσταλγούσε εκείνες τις εποχές.
«Σπούδασα νομική στην Αθήνα. Πάντα ήθελα να γίνω δικηγόρος. Επιστρέφοντας Κύπρο και αφού έκανα την απαιτούμενη άσκηση έπιασα δουλειά σε δικηγορικό γραφείο. Εκεί γνώρισα τον Φοίβο. Δεν ήταν έρωτας από την πρώτη ματιά. Η επιμονή και η υπομονή του με κέρδισαν με την πάροδο του χρόνου. Μαζί του ένιωθα ασφάλεια και σιγουριά. Όσο ο καιρός περνούσε τόσο περισσότερο με έκανε να τον ερωτεύομαι».
Το πρόσωπό της ξεκινά να τσαλακώνεται, σαν ζωγραφιά μικρού παιδιού που την μουτζουρώνει χωρίς να καταλάβει το πώς!
«Με τον Φοίβο είχαμε γίνει πλέον ένα. Δεν μπορούσα να φανταστώ την ζωή μου χωρίς αυτόν. Η πολυπόθητη πρόταση γάμου ήρθε και με τρέλανε από χαρά. Ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος όλου του κόσμου. Είχα τα πάντα! Δυο υπέροχους γονείς, που ήταν πάντα εκεί για εμένα και έναν καταπληκτικό άντρα, τον ‘’πρίγκιπα’’. Όλα απλώς τέλεια».
Το γλυκό χαμόγελο χάνεται, λες και κάποιο αόρατο χέρι της άστραψε στα ξαφνικά χαστούκι. Το βλέμμα της καρφωμένο στον καφέ, δεν κοίταζε αλλού, έμοιαζε να φοβάται μην ‘’σπάσει’’, μην λυγίσει.
«Νοικιάσαμε σπίτι στη Λάρνακα και μέναμε πλέον μαζί αρχίζοντας και τις προετοιμασίες για τον γάμο μας. Ένα αγκάθι, όμως, είχα στην καρδιά. Περίεργα, αλλόκοτα, αυτό ένιωθα κάθε που η μητέρα μου ερχόταν στο σπίτι για επίσκεψη, κάθε που μιλούσα στον Φοίβο για αυτήν. Ούτε η μητέρα μου φαινόταν να τον συμπαθεί και πολύ. Δεν μπορούσα να καταλάβω το γιατί αφού δεν είχαν και πολλά πάρε-δώσε μεταξύ τους, εν ολίγοις δεν είχε προηγηθεί κάτι. Συμβιβάστηκα, άλλωστε πιστεύω πως δεν μπορούμε όλοι να ταιριάξουμε με όλους».
Ξέσπασε με λυγμούς, τα δάκρυά της ‘’ποτάμια’’, το βλέμμα όμως καρφωμένο στον καφέ…
«Συγγνώμη, δεν μπόρεσα να το ελέγξω. Προσπάθησα. Μια μέρα γύρισα νωρίτερα από την δουλειά, ο Φοίβος ήταν με άδεια και ήθελα να του κάνω έκπληξη. Τραγική ειρωνεία! Η έκπληξη ήταν για μένα. Πού να το ήξερα. Το αυτοκίνητο της μητέρας μου ήταν σταθμευμένο έξω από την πολυκατοικία. Αναρωτήθηκα για το τι ήθελε, χάρηκα και λίγο η ‘’ηλίθια’’ γιατί αναθάρρεψα πως τα βρήκαν. Βγήκα γρήγορα-γρήγορα τις σκάλες, ‘’σαν πρόβατο που πάει για σφαγή’’. Ανοίγω την πόρτα με ένα διάπλατο χαμόγελο και βλέπω την μάνα μου στον καναπέ με τον αρραβωνιαστικό μου να κάνουν έρωτα».
Σταμάτησε για λίγο και με κάρφωσε στα μάτια, το εντυπωσιακά όμορφο κορίτσι βυθίστηκε στην θλίψη.
«Άρχισα να ουρλιάζω, να κλαίω, δεν με ενδιέφερε καθόλου για το αν και ποιος με άκουγε. Προσπάθησαν να με ηρεμήσουν. Μου είπαν πως ήταν μαζί, ζευγάρι, πριν γνωρίσει εμένα. ‘’Ατυχής σύμπτωση’’ το χαρακτήρισε ο Φοίβος. Η μητέρα μου έλεγε μόνο ‘’συγγνώμη, μην πεις κάτι στον πατέρα σου’’. Τι να έλεγα στον κακομοίρη τον πατέρα μου, ‘’ο αρραβωνιαστικός μου είναι ο πρώην εραστής της μάνας μου’’.Γκρεμίστηκαν σε κλάσματα δευτερολέπτου τα πάντα γύρω μου. Όλα ένα ψέμα. Η ζωή μου όλη ένα ψέμα. Ψεύτικη αγάπη των γονιών μου, ψεύτικη και η αγάπη του Φοίβου για μένα».
Μετέπειτα η Αλίκη έμαθε ότι ο Φοίβος την χρησιμοποίησε γιατί δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει την μητέρα της. Η ίδια παραιτήθηκε από το δικηγορικό γραφείο και μετακόμισε σε άλλη πόλη, από την μητέρα της αποστασιοποιήθηκε, κράτησε τα τυπικά απλά και μόνο για να μην καταλάβει κάτι ο πατέρας της.
Τελειώνοντας ήταν ακατόρθωτο να αρθρώσω λέξη. Τι να πεις σε μια γυναίκα που βίωσε τέτοια προδοσία; Πώς να την πείσεις να εμπιστευτεί ξανά άνθρωπο;
Ο χρόνος, λένε, είναι ο καλύτερος γιατρός…