Το απόγευμα της Πέμπτης (28/4), το «Live News» έφερε στο «φως» τα όσα κατέθεσε ο Μάνος Δασκαλάκης στην ανακρίτρια, λίγες μέρες μετά τη σύλληψη της Ρούλας Πισπιρίγκου.
Ο 30χρονος περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια πώς άρχισαν τα ξαφνικά προβλήματα υγείας της Τζωρτζίνας, δύο μόλις εβδομάδες μετά τον θάνατο της Ίριδας, λέγοντας μάλιστα ότι η 9χρόνη κόρη του ζήτησε από μόνη της να πάει στο νοσοκομείο, γιατί έλεγε πως αισθανόταν σαν να έχει μια βόμβα στην πλάτη της.
«Η Τζωρτζίνα ήταν 8 χρονών. Ένα πρωί πληροφορούμαι τηλεφωνικά από την κατηγορουμένη κι ενώ ήμασταν σε διάσταση και είχα φύγει από το σπίτι, ότι ενώ κοιμόταν μαζί με την Τζωρτζίνα, η μικρή ξύπνησε κι άρχισε να τρέμει στο σώμα της. ‘Έλεγε η Τζωρτζίνα στη μαμά της ότι ένιωθε μια βόμβα στην πλάτη της και ζητούσε η μικρούλα να πάει στο γιατρό. Έτσι μεταφέρθηκε στο Κραμανδάνειο νοσοκομείο, από τους γονείς της Ρούλας και την ίδια».
Μάλιστα, στην κατάθεσή του μίλησε και για τον απινιδωτή της Τζωρτζίνας και τις αντιφάσεις των γιατρών. Όπως υποστήριξε, επέμενε ο ίδιος και ο κ. Ηλιάδης να τοποθετηθεί ο απινιδωτής στο 9χρονο κορίτσι, καθώς ο καρδιολόγος του Ωνάσειου θεωρούσε ότι το παιδί δεν αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα με την καρδιά του. «Από τις εξετάσεις στο Ωνάσειο ο κ. Παπαγιάννης μας ενημέρωσε ότι δεν θεώρησε απαραίτητο να τοποθετηθεί στο παιδί απινιδωτής – βηματοδότης, γιατί πίστευε ότι τα αίτια της ανακοπής ήταν πνευμονολογικά ή νευρολογικά. Παρόλα αυτά ο κ. Ηλιάδης, επέμενε να μην φύγουμε από εκεί χωρίς να τον βάλουμε. Αυτή η στιγμή ήταν τραγική, γιατί από τη μία μεριά ο κ. Ηλιάδης ζητούσε επίμονα να τοποθετηθεί απινιδωτής – βηματοδότης και μας έλεγε να μη φύγουμε από το Ωνάσειο και από την άλλη ο κ. Παπαγιάννης μας έλεγε να μην τοποθετηθεί. Προκειμένου να λυθεί το όλο θέμα και να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε, ρώτησα τον κ. Παπαγιάννη τι θα έκανε αν ήταν το δικό του το παιδί και υπήρχε ιστορικό με άλλους δύο θανάτους στην οικογένεια από ανακοπή, όπως και μια ίδια ανακοπή, αυτή της Τζωρτζίνας. Εκείνη την ημέρα ο κ. Παπαγιάννης μου είπε ότι θα έκανε μια αίτηση για να εγκριθεί ο απινιδωτής – βηματοδότης και έτσι έγινε. Εγκρίθηκε, τοποθετήθηκε στο παιδί και επιστρέψαμε μετά στη ΜΕΘ του Ρίου».
Μπροστά στην ανακρίτρια, Χριστίνα Σαλάππα ο Μάνος Δασκαλάκης μίλησε με τα καλύτερα λόγια για την Ρούλα Πισπιρίγκου, περιγράφοντάς την ως μια στοργική μητέρα που αγαπούσε και φρόντιζε τα παιδιά της, ενώ όπως λέει δεν είχε δείξει ότι θα μπορούσε να τους κάνει κακό. «Για 9 μήνες κυλούσαν όλα ομαλά και φυσιολογικά. Εγώ λόγω δουλειάς έλειπα πολλές ώρες από το σπίτι. Παρόλο που εγώ έλειπα, το σπίτι επισκέπτονταν συγγενείς και φίλοι και γενικά υπήρχε κίνηση μέσα στο σπίτι και κόσμος. Σε κανέναν από την οικογένειάς μας ή τους φίλους μας, η κατηγορούμενη δεν είχε δώσει το παραμικρό δικαίωμα ότι θα μπορούσε να κάνει κακό στο παιδί. Ίσα ίσα που το φρόντιζε όπως όλα τα παιδιά μας, με πάρα πολύ αγάπη και έκανε τα πάντα μόνη της».
Στην κατάθεσή του, αυτό που προβληματίζει και γέννα ερωτήματα είναι η περιγραφή του για τη στάση και την συμπεριφορά της 33χρονης. Ο Μάνος την χαρακτήρισε αμίλητη, σε κατάσταση σοκ, κάτι που έρχεται σε πλήρη διάσταση με τις περιγραφές των γιατρών, που την περιέγραψαν ως μια γυναίκα ψύχραιμη, που ήθελε να μάθει αν λειτουργεί ο απινιδωτής και που σε καμία περίπτωση δεν θύμιζε η εικόνα της γονιό που πέθανε το παιδί του. «Την ώρα που μου ανήγγειλαν ότι πέθανε η Τζωρτζίνα ήμουν στο λεωφορείο στην περιοχή του Κιάτου. Φθάνω στην Αθήνα, με παραλαμβάνει το αφεντικό μου και πήγαμε κατευθείαν στο νοσοκομείο. Εκεί βλέπω τη Ρούλα καθισμένη σε μια καρέκλα έξω από το δωμάτιο. Της μίλαγα, αλλά δεν απαντούσε, ήταν σε κατάσταση σοκ και μετά από λίγο βγήκαν οι νοσηλεύτριες από το δωμάτιο και μας είπαν να μπούμε μέσα να δούμε το παιδί».
Ακόμα, ανέφερε πως είδε την γυναίκα του να κλαίει και να ξεσπά συναισθηματικά πάνω από την Τζωρτζίνα για το χαμό της. Ωστόσο, κανένας γιατρός ή νοσηλεύτρια δεν έχει αναφέρει ότι είδε την κατηγορούμενη να κλαίει ή να ξεσπάει για το παιδί της. «Μόλις μπήκαμε η Ρούλα αγκάλιασε το παιδί και ξέσπασε σε κλάματα και λυγμούς, το ίδιο κι εγώ, μη μπορώντας να καταλάβω τι είχε συμβεί. Βγήκα από το δωμάτιο και είπα στις νοσηλεύτριες να επισπεύσουν τη διαδικασία απομάκρυνσης του παιδιού από το δωμάτιο, για να μην το βλέπει η Ρούλα, και προετοιμασίας του για τη μεταφορά στο νεκροτομείο».
Στη συνέχεια, είπε πως με το βγήκε από το δωμάτιο της κόρης του, η οποία δεν ήταν πια στη ζωή, αμέσως αναζήτησε τους γιατρούς για τις γραφειοκρατικά. Αν και μπήκε σε μεγάλη διαδικασία για να γίνει η νεκροτομή στην Πάτρα, περιγράφοντας αναλυτικά πως πέρασε από όλα τα γραφεία για να πάει η σωρός της Τζωρτζίνας στην Πάτρα, δεν τα κατάφερε. «Μίλησα με τους γιατρούς και τους ρώτησα πώς μπορώ να προχωρήσω τη διαδικασία ώστε η νεκροψία – νεκροτομή να γίνει στην Πάτρα και όχι στην Αθήνα, γιατί λόγω του θανάτου της Μαλένας βρισκόμασταν σε αντιδικία με την ιατροδικαστική υπηρεσία Αθηνών. Οι γιατροί μου είπαν ότι πρέπει να απευθυνθώ στο Α.Τ Αμπελοκήπων όπου και πήγα. Από εκεί μου είπαν να απευθυνθώ στον Εισαγγελέα ακροάσεων, όπου και πήγα και μου είπαν να πάω μετά στον Εισαγγελέα Ανηλίκων. Τελικά δεν έβγαλα άκρη και το παιδί παρέμεινε στην Αθήνα και έγινε εδώ η νεκροψία – νεκροτομή».
Ο ίδιος υποστήριξε πως το μόνο πράγμα που του φάνηκε ύποπτο για τη σύζυγό του, ήταν αυτό με την ταφή του τάμπλετ. Ωστόσο, και αυτό του κίνησε τις υποψίες σε μεταγενέστερο χρόνο. «Μετά από 5 ημέρες περίπου από το τραγικό συμβάν και αφού είχε γίνει η νεκροψία νεκροτομή, η Τζωρτζίνα μεταφέρθηκε στην Πάτρα για να γίνει η κηδεία της. Ενώ εξελισσόταν η ταφή, η κατηγορουμένη, επειδή και στους προηγούμενους θανάτους την ώρα της ταφής έβαζε μαζί με το παιδί και κάποιο αγαπημένο του αντικείμενο, εκείνη την ημέρα έβαλε στο φέρετρο το τάμπλετ του παιδιού. Εκείνη την στιγμή δεν μου έκανε εντύπωση γιατί ήταν κάτι που το είχε κάνει και στις δύο προηγούμενες ταφές. Τώρα όμως το βλέπω ύποπτο και πιστεύω ότι πρέπει να ελεγχθεί το τάμπλετ».
Πηγή: faysbook.gr