Σοκαρισμένο συνεχίζει να παρακολουθεί το πανελλήνιο τις εξελίξεις στην υπόθεση της Πάτρας, την ίδια στιγμή που η Ρούλα Πισπιρίγκου βρίσκεται προφυλακισμένη στον Κορυδαλλό, μετά την αποκάλυψη ότι η Τζωρτζίνα πέθανε από κεταμίνη. Αυτό ωστόσο δεν ήταν το πρώτο στυγερό έγκλημα που διαπράχθηκε στην οικογένεια Πισπιρίγκου. Πριν από 67 χρόνια, ο παππούς της 33χρονης σκότωσε τη γιαγιά της στην Πάτρα, ενώ, όπως ανέφεραν, δημοσιεύματα της εποχής ήταν «απαθής μέχρι αναισθησίας» στον εισαγγελέα.
Αναλυτικά όλο το χρονικό της υπόθεσης, όπως παρουσιάστηκε στο Πρωινό από τον Τάσο Τεργιάκη:
Όλα άρχισαν όταν η 15χρονη Σωτηρία Πεφάνη γνώρισε τον 18χρονο Παναγιώτη Πισπιρίγκο. Όταν η σχέση τους γίνεται γνωστή, ο Πισπιρίγκος, που περιγράφεται από τον Τύπο της εποχής ως άνθρωπος χωρίς σταθερή εργασία και χρήματα, συλλαμβάνεται για αποπλάνηση ανηλίκου και οδηγείται στις φυλακές Πατρών. Προκειμένου να αποφύγει πιθανή καταδίκη του στο Κακουργιοδικείο, παντρεύεται στις 27 Φεβρουαρίου 1962 μέσα στο Τμήμα Μεταγωγών, την ανήλικη Σωτηρία, παρά τις αντιδράσεις των γονιών της. Παρότι ο έγγαμος βίος τους κάθε άλλο παρά ευτυχής χαρακτηρίζεται, αποκτούν σύντομα ένα παιδί, τον Ανδρέα, πατέρα της Ρούλας Πισπιρίγκου.
Ο χωρισμός και το ραντεβού θανάτου
Ο Πισπιρίγκος, που συνεχίζει να μην έχει σταθερή δουλειά, ζηλεύει τρελά την όμορφη σύζυγό του, με συνέπεια οι καβγάδες τους να αποτελούν μέρος της καθημερινότητάς τους. Τελικά, η νεαρή κοπέλα ζητά διαζύγιο και φεύγει για το πατρικό της, κάτι που δεν αποδέχεται ποτέ εκείνος, με συνέπεια ν’ αρχίσει να την παρακολουθεί διαρκώς, θεωρώντας ότι, τους τρεις μήνες που βρίσκονται σε διάσταση, εκείνη έχει πολλούς εραστές.
Τρεις μήνες μετά το χωρισμό τους, βρίσκονται αντιμέτωποι στο δικαστήριο, όπου εκδικάζεται η υπόθεση επιμέλειας του παιδιού, το οποίο παίρνει τελικά ο Παναγιώτης και το αφήνει στην αδελφή του Γεωργία, για να το μεγαλώσει μαζί με τους γονείς του.
Η Σωτηρία νοικιάζει ένα δωμάτιο απέναντι από τα πεθερικά της, ώστε να είναι κοντά στο παιδί της αλλά, όπως περιγράφουν τα δημοσιεύματα της εποχής, οι προστριβές ανάμεσα σε αυτή και την πεθερά της είναι καθημερινές. Ο Παναγιώτης ζητά από τη Σωτηρία να πάνε κάπου για να μιλήσουν, σε μια νέα προσπάθεια επανασύνδεσης. Ήταν ραντεβού θανάτου.
Η ομολογία του δράστη
Η ομολογία του σοκαριστική: «Την παρακαλούσα θερμά κι εκείνη αρνείτο. Σε μια στιγμή και ενώ καθόμαστε κολλητά κι ακουμπούσε η αριστερή πλάτη στον ώμο της, μου ήρθε σαν τρέλα. Την έριξα κάτω και την έπιασα σφικτά από το λαιμό. Την έσφιγγα, την έσφιγγα όλο και πιο δυνατά. Σπαρταρούσε το σώμα της, προσπαθούσε να μου ξεφύγει. Μα εγώ ήμουν πιο δυνατός. Την είχα πια νικήσει. Σε λίγο το σώμα της παρέλυσε, η ανάσα της σταμάτησε, τα μάτια της γυάλισαν. Ήταν νεκρή. Τότε κατάλαβα τι είχα κάνει. Μετάνιωσα, την έσυρα μέχρι τις καλαμιές όπως κι όπως και την εγκατέλειψα μέσα στη νύχτα. Μετά έτρεχα σαν τρελός».
Στις 2.30 τα ξημερώματα παραδίνεται στην αστυνομία. Όταν οδηγείται στον εισαγγελέα της υπόθεσης, τον γνωστό από σημαντικές υποθέσεις που χειρίστηκε, Δημήτρη Τσεβά, παρότι σώζεται από λιντσάρισμα κοινού και συγγενών του θύματος, μόνο με τη βοήθεια της αστυνομίας, ο ίδιος φαίνεται απαθέστατος.
Η αποφυλάκιση και η γέννηση της Ρούλας
Τελικά, ο Παναγιώτης Πισπιρίγκος καταδικάζεται σε ισόβια, αλλά αποφυλακίζεται 15 χρόνια αργότερα, το 1980, λόγω καλής διαγωγής. Το μόλις 14 μηνών παιδί τους κατά την εποχή του φόνου, Ανδρέας, όταν μεγάλωσε παντρεύτηκε και έκανε ένα κοριτσάκι. Του έδωσε το όνομα Ρούλα, τιμώντας έτσι την δολοφονημένη μητέρα του Σωτηρία (Σωτηρούλα).
Πηγή: fthis.gr