Δημήτρης Λουκά
Εργαζόμενη ισχυρίστηκε πως δέχθηκε άσεμνες επιθέσεις από τον εργοδότη της, με αποτέλεσμα αυτός να καταλήξει στην φυλακή.
Η παραπονούμενη κατήγγειλε ότι έπεσε θύμα παρενόχλησης στον χώρο εργασίας της, την περίοδο 2015 – 2016.
Ο κατηγορούμενος, ο οποίος καταδικάστηκε πρωτόδικα, άσκησε έφεση στο Ανώτατο και αθωώθηκε από τις κατηγορίες αφότου αποφυλακίστηκε.
Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφέρει «O εφεσείων βρέθηκε ένοχος σε δύο κατηγορίες, ήτοι για σεξουαλική παρενόχληση κατά παράβαση του άρθρου 12 και 30 του περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμο του 2002 και για άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας, κατά παράβαση του άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 64(Ι)/2009».
Πέραν των 20 κρουσμάτων σε υπεραγορές στην Έγκωμη - Ανησυχίες ΟΣΑΚ
«Αμφότερες οι κατηγορίες αφορούσαν στην ίδια κατ΄ ισχυρισμόν άσεμνη και έκνομη συμπεριφορά του εφεσείοντος εις βάρος της παραπονούμενης, η οποία κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ήταν εργοδοτούμενή του, σε καντίνα ενός πάρκου που ο εφεσείων διατηρούσε.»
«Έβαζε το χέρι του μέσα από τα ρούχα της και πάλι στα οπίσθιά της»
Όπως αναφέρει η απόφαση η εκδοχή της παραπονούμενης, την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε, ότι λίγο μετά τα Χριστούγεννα του 2015, λίγες ημέρες μετά την πρόσληψή της άρχισε να «χουφτώνει» τα οπίσθιά της. Μετά προχώρησε περαιτέρω, εφόσον έβαζε το χέρι του μέσα από τα ρούχα της και πάλι στα οπίσθιά της.
Αργότερα η συμπεριφορά του προεκτάθηκε σε χάδια στην πλάτη της, ενώ έπιανε και το χέρι της και το τοποθετούσε πάνω από το σημείο των γεννητικών του οργάνων. Της ζητούσε να του κάνει μασάζ στην πλάτη επειδή ήταν «πιασμένος», πράγμα που αυτή έκανε, αρνούμενη όμως να του κάνει ολόσωμο μασάζ έναντι αμοιβής. Η κορύφωση έγινε στις 23.3.2016 όταν ο εφεσείων, πάντα κατά την παραπονούμενη, έβαλε το ένα του χέρι μέσα από την μπλούζα της και τον στηθόδεσμό της και έπαιζε με τη θηλή του στήθους της. Η ίδια άρπαξε το χέρι του και το έβγαλε έξω, όμως ο εφεσείων το τοποθέτησε πάνω στο παντελόνι του, στο σημείο των γεννητικών του οργάνων για να της δείξει πόσο ερεθισμένος ήταν. Η ίδια τράβηξε πίσω το χέρι της. Αυτό έγινε δύο φορές την ίδια ημέρα.
Δεν μίλησε στον αρραβωνιαστικό της γιατι φοβόταν...
Η παραπονούμενη, πάντα κατά την εκδοχή της, είχε μιλήσει, στο μεταξύ, για τη συμπεριφορά του εφεσείοντος σε μία φίλη της και σε κάποιο άλλο φίλο της, ο οποίος ήταν το πρόσωπο που την είχε συστήσει στον εφεσείοντα για πρόσληψη. Δεν είχε, όμως, μιλήσει στον αρραβωνιαστικό της γιατί φοβόταν την αντίδρασή του.
Στις 23.3.2016 επικοινώνησε με τον φίλο της και του ανέφερε το περιστατικό εκείνης της ημέρας. Εκείνος επειδή δεν μπορούσε να της μιλήσει, έκλεισε το τηλέφωνο και δύο ημέρες μετά, το βράδυ στις 25.3.2016, της έστειλε μήνυμα στο οποίο της έγραφε «Τι γίνεται; Θέλεις να επέμβω;». Ο αρραβωνιαστικός της παραπονούμενης είδε το μήνυμα και διερωτήθηκε τι συνέβη. Έτσι της δόθηκε η ευκαιρία να του μιλήσει και να πει όλα όσα έγιναν στη δουλειά της. Ακολούθως με τον αρραβωνιαστικό και τους γονείς της μετέβησαν σε αστυνομικό σταθμό, όπου και προέβη σε καταγγελία. Προηγουμένως δεν αντιδρούσε και δεν προχώρησε σε καταγγελία γιατί φοβόταν ότι θα χάσει την εργασία της, στην οποία συνέχισε και μετά το περιστατικό της 23.3.2016 μέχρι και την καταγγελία.
Ο κατηγορούμενος έδωσε ένορκη μαρτυρία και ανέφερε πως όσα υποστηρίζει η παραπονούμενη ήταν ψέματα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε την παραπονούμενη ως αξιόπιστη μάρτυρα σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορούσε να καταδικάσει επί της μαρτυρίας της χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.
Κύπρος: Τι αλλάζει στη μετακίνηση με βάση το προτεινόμενο πλάνο
Με την έφεση προβάλλεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε ως προς την αξιολόγηση με τέτοιο τρόπο ώστε, επιπρόσθετα, να έχει επηρεαστεί το δίκαιο της δίκης.
Το επίκεντρο της έφεσης και η άρνηση της παραπονούμενης
Στο επίκεντρο της έφεσης προβάλλεται το γεγονός ότι η παραπονούμενη αρνήθηκε να απαντήσει κατά την αντεξέτασή της σε σειρά ερωτήσεων, χωρίς το δικαστήριο να επέμβει. Κατά τον εφεσείοντα, επρόκειτο για ερωτήσεις ουσιώδεις ώστε η στάση της αυτή να αποτελεί ένδειξη αναξιοπιστίας.
Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου, «είναι πράγματι γεγονός ότι σε αρκετές περιπτώσεις η παραπονούμενη δεν απάντησε σε ερωτήσεις κατά την αντεξέταση, υποβάλλοντας κάθε φορά στο δικαστήριο το ερώτημα κατά πόσο μπορούσε να μην απαντήσει, χωρίς όμως να προβάλλει οποιαδήποτε δικαιολογία για την άρνησή της να απαντήσει».
Η προσπάθεια της υπεράσπισης να θέσει, μέσα από την αντεξέταση της παραπονούμενης, το ενδεχόμενο ότι αυτή προέβη σε ψευδή καταγγελία για άλλους λόγους. Η παραπονούμενη δεν απάντησε, θέτοντας το ρητορικό, όπως κατέληξε αναπάντητο, ερώτημα προς το δικαστήριο «μπορώ να μην απαντήσω;» Αντεξετάστηκε επίσης για το γεγονός ότι αναρτούσε στο facebook δημοσιεύσεις ότι «περνά πολλά καλά στη δουλειά» και η απάντησή της ήταν ότι ήθελε να προωθήσει το πάρκο για να έχει κόσμο. Ακολούθησε η εξής ερώτηση:
Ε. Δηλαδή η δουλειά σου δεν σου άρεσε, παρενοχλούσε σε σεξουαλικά ο μάστρος σου αλλά ήθελες να προωθήσεις το πάρκο;
Α. (αργεί να απαντήσει) Μπορώ να μην απαντήσω;
Όταν ρωτήθηκε γιατί ξαναπήγε στην εργασία της μετά την κορύφωση της 23.3.2016, και πάλι δεν απάντησε ρωτώντας ξανά το δικαστήριο «μπορώ να μην απαντήσω;»
Η παραπονούμενη μεταξύ άλλων δεν απαντούσε σε αρκετά σημεία της αντεξέτασής της από τον συνήγορο υπεράσπισής της.
Στην απόφαση του Ανωτάτου για την έφεση αναφέρει ότι «το δικαστήριο υιοθέτησε ένα θεμελιακά λανθασμένο τρόπο προσέγγισης κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης εφόσον θεώρησε ότι εάν όλα αυτά ήταν ψέματα «δεν θα υιοθετούσε τη θέση αυτή στο δικαστήριο και δεν θα προχωρούσε σε καταγγελία συνοδευόμενη από τον αρραβωνιαστικό της και τους γονείς της και μάλιστα να επιμένει σε αυτή και να επαναλάβει όλα στο δικαστήριο ενώ ακόμα η σχέση της με τον αρραβωνιαστικό της δεν έχει επισημοποιηθεί». Δεν μπορεί να εκλαμβάνεται ότι η παραπονούμενη είπε την αλήθεια επειδή, κατ΄ ουσίαν, διαφορετικά δεν θα προέβαινε σε καταγγελία και δεν θα επέμενε στη θέση της ενώπιον του δικαστηρίου».
Εν κατακλείδι, το Ανώτατο Δικαστήριο έκανε αποδεκτή την έφεση σημειώνοντας πως η καταδίκη θα παραμεριστεί και δεν τίθεται θέμα επανεκδίκασης εφόσον ο εφεσείων έχει εκτίσει την ποινή φυλάκισης που του επιβλήθηκε.
Ο εφεσείων απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες και αθωώθηκε.