Μάστιγα για τους Κύπριους ψαράδες, τους καταναλωτές, αλλά και τους λουόμενους, έχουν καταστεί οι «εισβολείς» των Κυπριακών θαλασσών, εδώ και μερικά χρόνια, ο λαγοκέφαλος και το λεοντόψαρο. Πρόκειται για δύο είδη που είναι επιβλαβή για τους αλιείς, αλλά και το οικοσύστημα της θαλάσσιας περιοχής όπου ζουν, ενώ μπορεί να αποβεί θανατηφόρα η επαφή μαζί τους.
Ο μεν λαγοκέφαλος διαθέτει κοφτερά δόντια, με τα οποία προκαλεί ζημιές στον εξοπλισμό των ψαράδων, ενώ οι ιστοί του διατρέχονται από μια άκρως δραστική νευροτοξίνη, που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στον θάνατο.
Το δε λεοντόψαρο είναι ένα είδος που έχει την ισχύ να ανατρέψει το οικοσύστημα της περιοχής που ζει, όπως και να αποτελέσει κίνδυνο για λουόμενους και δύτες.
Λαγοκέφαλος, ο θανατηφόρος
Πώς τον ξεχωρίζουμε
Μέσω της Διώρυγας του Σουέζ, το τοξικό αυτό ψάρι έχει φτάσει, εδώ και μερικά χρόνια, και στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, όπου αλιεύεται συχνά από ψαράδες, ενώ πιθανό σενάριο θεωρείται η εξάπλωσή του στο μέλλον σε ολόκληρη την Μεσόγειο Θάλασσα.
Σύμφωνα με εγχειρίδιο που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Τμήματος Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών, την Κυπριακής Δημοκρατίας, ο λαγοκέφαλος χαρακτηρίζεται από την οδοντοστοιχία των μελών της οικογένειας, όπου τα δόντια κάθε σιαγόνας είναι συμπτυγμένα, αλλά διαχωρισμένα από μια κεντρική ραφή, με αποτέλεσμα την εμφάνιση τεσσάρων δοντιών.
Το ψάρι αυτό μπορεί να ξεπεράσει το ένα μέτρο σε μήκος, και τα 7 κιλά σε βάρος. Το σώμα του είναι στενόμακρο και μερικώς πλευρικά πεπλατυσμένο. Στην πλάτη του διακρίνεται το χρώμα πράσινο-καφέ, με τα μαύρα, ισομεγέθη και κανονικά στίγματα, ασημένια λωρίδα από το στόμα μέχρι την άκρη της ουράς, άσπρη κοιλιά και μιαν ασημένια βούλα μπροστά από κάθε μάτι. Δεν έχει λέπια, αλλά πολυάριθμα μικρά σαρκώδη αγκάθια στη ράχη και στην κοιλιά. Η γνάθος φέρει τέσσερα πολύ ισχυρά δόντια, 2 πάνω και 2 κάτω, τα οποία ενώνονται για να σχηματίσουν ένα είδος ράμφους. Ο λαγοκέφαλος έχει την ικανότητα να φουσκώνει σημαντικά το σώμα του, απορροφώντας νερό ή αέρα, για να απωθεί τους θηρευτές του. Χαρακτηριστικός είναι ο δυνατός θόρυβος κατά το φούσκωμα, που προέρχεται από την τριβή μεταξύ των δοντιών της άνω και της κάτω γνάθου.
Μπορεί και να σκοτώσει
Η τετροδοτοξίνη, μια ιδιαίτερα δραστική νευροτοξίνη, περιέχεται στους ιστούς του λαγοκέφαλου. Εάν καταναλωθεί, μπορεί να προκαλέσει τροφική δηλητηρίαση, ενώ μπορεί να επιφέρει ακόμα και τον θάνατο.
Βάσει του εγχειριδίου του Τμήματος Αλιείας, «η τοξικότητα αυξάνεται σταδιακά πριν την αναπαραγωγική περίοδο και μειώνεται απότομα με το τέλος της. Οι γονάδες, ιδιαίτερα στα θηλυκά άτομα, παρουσιάζουν τον υψηλότερο βαθμό τοξικότητας συγκρινόμενες με άλλα όργανα. Η τετροδοτοξίνη μπορεί να προκαλέσει θάνατο από μυική παράλυση, αναπνευστική ανεπάρκεια και κατάρρευση του κυκλοφορικού συστήματος. Η κατανάλωση περίπου 25 mg τετροδοτοξίνης μπορεί να σκοτώσει ένα άτομο βάρους 75 κιλών. Η αντίστοιχη ενέσιμη ποσότητα είναι πολύ μικρότερη, περίπου 0,6 mg για το ίδιο άτομο. Μέχρι στιγμής δεν έχει βρεθεί αντίδοτο στην τετροδοτοξίνη. Η θεραπεία είναι υποστηρικτική και βασίζεται στα συμπτώματα, για να κρατηθεί ο ασθενής στη ζωή μέχρι να εξασθενήσει η δραστικότητα της τοξίνης».
Προσπάθειες ελέγχου του πληθυσμού
Σε δηλώσεις του στο 24News, εκ μέρους του Τμήματος Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών, Νικόλας Μιχαηλίδης, ανέφερε ότι το Κράτος, αξιοποιώντας κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που προορίζονται για τον σκοπό αυτό, αγοράζει από τους ψαράδες τόνους λαγοκέφαλων κάθε χρόνο, που ψαρεύονται με στόχο τον έλεγχο – στον βαθμό του δυνατού – του πληθυσμού του. Συγκεκριμένα, ανέφερε, οι ψαράδες αλιεύουν περί τους 40 τόνους λαγοκέφαλων, κάθε χρόνο.
Με την σειρά τους, οι ψαράδες δηλώνουν ικανοποιημένοι από αυτό το μέτρο, καθώς οι λαγοκέφαλοι θεωρούνται επιβλαβές είδος για τους ίδιους, εξαιτίας των ζημιών που προκαλούν στον εξοπλισμό τους.
Την ίδια στιγμή, ξεκαθάρισε ότι, πλέον, ο λαγοκέφαλος είναι γνωστός στο ευρύ κοινό και ειδικά στους ψαράδες και στους πωλητές. Γι’ αυτό και δεν τίθεται θέμα επικινδυνότητας για τους καταναλωτές.
Λεοντόψαρο: απειλή για οικοσύστημα και ανθρώπους
Η χαρακτηριστική όψη
Το λεοντόψαρο, αλλιώς «σκορπίνα», προέρχεται από τον Ινδικό Ωκεανό και εμφανίστηκε στην Μεσόγειο το 1991, στην θάλασσα της Χάιφας, του Ισραήλ. Διακρίνεται από τα έντονα κόκκινα, κίτρινα, λευκά και μαύρα χρώματα, ενώ μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 50 εκατοστά.
Ραγδαία αύξηση
Όπως ανέφερε στην ιστοσελίδα μας ο Επιστημονικός Συντονιστής του προγράμματος «Relionmed», Δημήτρης Κλείτου, το λεοντόψαρο στην Κύπρο έκανε την εμφάνισή του το 2013 και από τότε, κάθε χρόνο, οι αριθμοί του ολοένα και αυξάνονται, ενώ αυτό μαρτυρούν και οι καταγραφές του στις θάλασσες της Κύπρου. Πλέον, ο πληθυσμός του λεοντόψαρου έχει φτάσει σε τέτοια μεγέθη, που δεν μπορεί να εκτιμηθεί. Ενδεικτικά, πρόσθεσε, σε μια εκστρατεία αφαίρεσης λεοντόψαρων από μια περιοχή ενός εκταρίου, αφαιρέθηκαν 74 λεοντόψαρα.
Διαβάστε περισσότερα: merresearch.com/portfolio/relionmed/
Πρόκειται για ένα χωροκατακτητικό είδος κι αυτό προκύπτει από διάφορους παράγοντες: α) πρόκειται για ξενικό είδος και δεν αναγνωρίζεται ως θήραμα από άλλα είδη που θα μπορούσαν να το καταναλώσουν, β) τα λεοντόψαρα θεωρούνται γενικοί θηρευτές, δηλαδή, καταναλώνουν σχεδόν τα πάντα, κυρίως ψάρια γ) τα εν δυνάμει θηράματα δεν αναγνωρίζουν το λεοντόψαρο ως θηρευτή, γι’ αυτό δεν το αποφεύγουν, με αποτέλεσμα να αποτελούν τροφή γι’ αυτό – τα δηλητηριώδη αγκάθια αποτελούν αποτρεπτικό παράγοντα για άλλους θηρευτές, δ) σε διάστημα μόλις ενός έτους, το λεοντόψαρο ωριμάζει σεξουαλικά και μπορεί να αναπαραχθεί, ενώ παράγει περίπου δύο εκατομμύρια αυγά ετησίως (σύμφωνα με στοιχεία καταγεγραμμένα στις ΗΠΑ), ε) μπορεί να ζήσει σε διάφορα περιβάλλοντα, ακόμα και σε τεχνητούς υφάλους, όπως τα ναυάγια, καθώς και μέχρι τα 300 μέτρα βάθος.
Διαβάστε περισσότερα: www.relionmed.eu/
Ακόμα ένας παράγοντας που συνέβαλε στην έλευση του λεοντόψαρου στην Μεσόγειο Θάλασσα, είναι η κλιματική αλλαγή. Καθότι τροπικό ψάρι, το λεοντόψαρο, δεν θα μπορούσε να ευδοκιμήσει στα κρύα νερά της Μεσογείου τον χειμώνα, αλλά η άνοδος της θερμοκρασίας του πλανήτη και, κατ’ επέκταση της θάλασσας, ευνόησε την εξάπλωσή του και στην Μεσόγειο.
Διαβάστε περισσότερα: Οι εμπλεκόμενοι φορείς στο πρόγραμμα
«Σπίτι» του το Κάβο Γκρέκο
Οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις στις θάλασσες της Κύπρου, ανέφερε ο κ. Κλείτου, καταγράφονται στην περιοχή του Κάβο Γκρέκο, όπου τα λεοντόψαρα μαζεύονται σε μεγάλες ομάδες και αναπαράγονται. Στην συνέχεια, διασκορπίζονται και σε άλλες παραλίες του νησιού.
Οικολογικές επιπτώσεις
Το λεοντόψαρο μπορεί να επιδράσει αρνητικά στο θαλάσσιο οικοσύστημα, αφού μειώνει τους πληθυσμούς των ψαριών που καταναλώνει, καθώς και τους πληθυσμούς άλλων, εμπορεύσιμων ειδών της θαλάσσιας πανίδας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη του ιδίου, αντί των ροφών ή των συναγρίδων, παραδείγματος χάριν, εξήγησε ο κ. Κλείτου. Αυτό μπορεί να επηρεάσει αρνητικά και τον τομέα της αλιείας.
Οι κίνδυνοι για τους λουόμενους
Όσον αφορά τους κινδύνους που εγκυμονεί για τους λουόμενους η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού του λεοντόψαρου, αυτοί είναι περιορισμένοι, για την ώρα, καθώς αυτά προτιμούν τις βραχώδεις θαλάσσιες περιοχές, ενώ οι λουόμενοι τις αμμώδεις. Από την άλλη, ο μεγάλος αριθμός των ψαριών, μπορεί να τα ωθήσει στο να αναπτυχθούν και σε πιο ρηχές περιοχές.
Κίνδυνο, τα λεοντόψαρα, μπορεί να αποτελέσουν και για τους δύτες, οι οποίοι επιθυμούν να εξερευνήσουν τους βυθούς, αλλά και ναυάγια, πρόσθεσε ο κ. Κλείτου. Όπως εξήγησε, οι δύτες (ενίοτε και τουρίστες) που καταδύονται για να εξερευνήσουν ένα ναυάγιο, είναι πολύ πιθανόν να περάσουν από κάποιες πόρτες ή στενούς διαδρόμους πλοίου, σημεία που είναι συνήθως σκοτεινά, ενώ αρέσουν και στα λεοντόψαρα. Αυτά, λόγω του ότι δεν κινούνται, δεν πρόκειται να μετακινηθούν, ενώ δεν νιώθουν πως απειλούνται, αφού δεν έχουν και θηρευτές. Τότε, προβάλλουν με υπεροψία τα αγκάθια τους και ο ανυποψίαστος δύτης να τσιμπηθεί από αυτά.
Το τσίμπημα και η αντιμετώπιση
Από τον Σεπτέμβριο του 2017, έχουν καταγραφεί, μέχρι σήμερα γύρω στα 20 τσιμπήματα από λεοντόψαρα σε πολίτες, χωρίς ωστόσο κάποια δυσάρεστη συνέπεια. Όπως μας ανέφερε ο κ. Κλείτου, η σοβαρότερη συνέπεια του τσιμπήματος είναι το αναφυλακτικό σοκ. Διευκρίνησε, ωστόσο, ότι υπάρχουν κάποιες υποψίες ότι, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, το σοκ αυτό μπορεί να αποβεί μοιραίο για το θύμα.
Η επικινδυνότητα, εξήγησε, σε καθεμιά διαφορετική περίπτωση, εξαρτάται και από το πόσο ευάλωτος είναι ο κάθε οργανισμός, όπως και από τον αριθμό των αγκαθιών που θα τρυπηθεί το θύμα – περισσότερα αγκάθια, περισσότερο δηλητήριο. Το συμπέρασμα, μέχρι στιγμής, είναι ότι ο κάθε οργανισμός αντιδρά διαφορετικά. Κάποιος μπορεί να νιώσει έναν απλό πόνο, ενώ κάποιος άλλος μπορεί να νοσηλευτεί σε σοβαρότερη κατάσταση.
Για το τσίμπημα του λεοντόψαρου δεν υπάρχει αντίδοτο. Ο μόνος τρόπος αντιμετώπισής του, είναι η έκθεση του σημείου που τσιμπήθηκε σε ψηλές θερμοκρασίες, όπως το ζεστό νερό. Η ψηλή θερμοκρασία μπορεί να εξουδετερώσει το δηλητήριο, το οποίο είναι μια πρωτεΐνη. Για την αντιμετώπιση του πόνου, το θύμα θα λάβει παυσίπονα, αλλά αν νιώθει πως τα συμπτώματα είναι σοβαρότερα, πρέπει να αποταθεί σε γιατρό.
Tα μέλη κοινοπραξίας:
Δύο Πανεπιστήμια (Πανεπιστήμιο Κύπρου και Plymoyth), μία Εταιρεία (Marine & Environmental Research (MER) Lab, μία MKO (ENALIA Physis Environmental Center) και ένας δημόσιος φορέας (Τμήμα Αλιείας και Θαλασσίων Ερευνών)
Το έργο λαμβάνει χρηματοδότηση από το χρηματοδοτικό εργαλείο LIFE+ της Ε.Ε (Κωδικός έργου: LIFE16 NAT/CY/000832)