Πρωταγωνιστές, οι ηγέτες του κεντρώου κόμματος «Yesh Atid», Γιαΐρ Λαπίντ, και του κόμματος «Γιαμίνα», Ναφτάλι Μπένετ. Η νέα κυβέρνηση, η οποία έχει ήδη κερδίσει τον χαρακτηρισμό «αφύσικη συμμαχία» και «αταίριαστος γάμος», αναμένεται να αντιμετωπίσει πολλές προκλήσεις. Και πώς θα γινόταν διαφορετικά, αφού πρόκειται για μία ετερόκλητη συμμαχία οκτώ κομμάτων.
Παρά τις διαφορές τους, όμως, μοιράζονται έναν κοινό στόχο: την επιθυμία να εκθρονίσουν τον Μπένιαμιν Νετανιάχου. Πρόκειται για ιστορική στιγμή. Ο παντοδύναμος «Μπίμπι» πάει στην αντιπολίτευση μετά από 12 έτη στο τιμόνι της χώρας. Επίσης, πρώτη φορά παλαιστινιακό κόμμα θα βρεθεί σε κυβερνητικό σχηματισμό, ενώ οι ηγέτες των δύο ισχυρότερων κομμάτων θα αναλάβουν εκ περιτροπής την πρωθυπουργία.
Η συμφωνία προβλέπει ότι ο ηγέτης του κόμματος «Γιαμίνα», Μπένετ, θα γίνει πρώτα πρωθυπουργός και στο ήμισυ της κοινοβουλευτικής περιόδου θα μετακινηθεί στο υπουργείο Εξωτερικών για να αντικατασταθεί στην πρωθυπουργία από τον Λαπίντ. Αυτό φυσικά, υπό τον όρο ότι η κυβέρνηση θα αντέξει έως το 2023.
Ο Νετανιάχου, έχοντας ακόμα λίγες ημέρες στη διάθεσή του, αναζητεί τρόπους να υπονομεύσει τον νέο κυβερνητικό συνασπισμό και σε αυτό το πλαίσιο πρότεινε την ιδέα να παραιτηθεί προσωρινά από την ηγεσία του κόμματός του και να τον αντικαταστήσει ένας από τους βουλευτές του. Στόχος του είναι να αποτρέψει βουλευτές δεξιών κομμάτων να συνεργαστούν με τον Λαπίντ.
Ο εκτοπιζόμενος από την εξουσία Νετανιάχου είχε κερδίσει το προσωνύμιο «εφτάψυχος». Και αυτό επειδή, μέχρι πρότινος τουλάχιστον, είχε καταφέρει να υπερκεράσει κάθε αντίπαλο και εμπόδιο. Ο Λαπίντ αποκαλείται περιπαικτικά «Τζορτζ Κλούνεϊ», λόγω της τηλεοπτικής δημοσιογραφικής καριέρας του, καθώς και της απήχησης που έχει στο γυναικείο φύλο.
Γεννημένος το 1963 στο Τελ Αβίβ, είναι μέλος γνωστής οικογένειας. Ο πατέρας του Γιόσεφ, γνωστός ως Τόμι, ήταν επίσης έγκριτος δημοσιογράφος, επιζών του Ολοκαυτώματος και επικεφαλής ενός κεντρώου κόμματος με προσανατολισμό την αποδέσμευση της πολιτικής από τη θρησκεία. Είχε, μάλιστα, διατελέσει και υπουργός Δικαιοσύνης.
Η μητέρα του Σουλαμίτ ήταν επίσης δημοσιογράφος, δημοφιλής συγγραφέας και μία εκ των ιδρυτών της εφημερίδας «Maariv», η οποία άρχισε να εκδίδεται το 1948. Στο παρελθόν ήταν η εφημερίδα με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία στο Ισραήλ, αλλά σήμερα έχει υποστεί κυκλοφοριακή καθίζηση.
Ο Λαπίντ μεγάλωσε σε αυτό το προνομιούχο και γεμάτο ερεθίσματα περιβάλλον. Περνούσε τα απογεύματα στην εφημερίδα, άκουγε διαρκώς να συζητούν για πολιτική στο σπίτι του, στο οποίο μπαινόβγαιναν κάποιες από τις πλέον εξέχουσες προσωπικότητας της χώρας. Εχει εξομολογηθεί ότι η μυρωδιά του τυπογραφείου έχει χαραχτεί στη μνήμη του.
Μεγάλωσε στην περιοχή Yad Eliyahu, η οποία είναι γνωστή ως «γειτονιά των δημοσιογράφων», καθώς εκεί χτίστηκαν μεγάλα συγκροτήματα για τα μέλη του συγκεκριμένου επαγγελματικού κλάδου. Στο σχολείο οι επιδόσεις του ήταν μέτριες, καθώς υπέφερε από δυσλεξία. Αυτό δεν τον εμπόδισε, από νεαρή ακόμα ηλικία, να ακολουθήσει τα βήματα των γονιών του.
Ξεκίνησε την καριέρα του ως ασκούμενος σε εφημερίδες. Γρήγορα ανελίχθηκε σε ρεπόρτερ, ενώ δεν άργησε να μεταπηδήσει στη μικρή οθόνη, η οποία τον έκανε γνωστό στο ευρύ κοινό. Πριν από την επαγγελματική εδραίωσή του παντρεύτηκε σε μικρή ηλικία και χώρισε λίγα χρόνια αργότερα. Την περίοδο εκείνη μετακόμισε στο Λος Αντζελες, όπου εργάστηκε σε τηλεοπτικά δίκτυα.
Αμέσως μετά την επιστροφή του στο Ισραήλ, αναδείχθηκε σε αστέρι της μικρής οθόνης. Επί χρόνια, ήταν ο παρουσιαστής του πιο δημοφιλούς τηλεοπτικού τοκ σόου στο Κανάλι 2 του Ισραήλ, με καλεσμένους υπουργούς, πολιτικούς αναλυτές και άλλες εξέχουσες προσωπικότητες. Ο ίδιος έκλεινε κάθε εκπομπή, απευθύνοντας στον εκάστοτε καλεσμένο την εξής ερώτηση: «Τι συμβολίζει το Ισραήλ για σένα;».
Παράλληλα, ασχολείται με την πυγμαχία, τις πολεμικές τέχνες, γράφει αστυνομικά μυθιστορήματα και σειρές για την τηλεόραση, συνθέτει και ερμηνεύει τραγούδια. Εχει παίξει, μάλιστα, και σε κινηματογραφικές ταινίες. Για χρόνια αναδεικνυόταν από lifestyle περιοδικά ως ένας από τους πιο γοητευτικούς άνδρες της χώρας. Φοράει διαρκώς σκούρα κοστούμια ιταλικών οίκων. Το ακριβό ντύσιμό του δεν τον εμπόδισε, όταν εισήλθε στην πολιτική, να υιοθετήσει μια ρητορική προς όφελος της μεσαίας τάξης και των λιγότερο προνομιούχων. Το 2011 στο Ισραήλ πραγματοποιήθηκαν μαζικές παρατεταμένες διαδηλώσεις. Οι δρόμοι του Τελ Αβίβ και άλλων δεκαπέντε ισραηλινών πόλεων κατακλύζονταν καθημερινά από χιλιάδες πολίτες που διαμαρτύρονταν για το υψηλό κόστος διαβίωσης.
Ο Λαπίντ συμμετείχε ενεργά σε αυτές. Εναν χρόνο αργότερα, ανακοίνωσε το τέλος της δημοσιογραφικής του καριέρας και την είσοδό του στην πολιτική. Ιδρυσε το κόμμα «Yesh Atid» (Υπάρχει Μέλλον). Εκείνη την περίοδο δεν θεωρήθηκε ότι διέθετε ειδικό πολιτικό βάρος. Οι επικριτές του σχολίαζαν ότι η απήχησή του αρχίζει και τελειώνει με την εμφάνισή του και οφείλεται στη γοητεία που ασκούσε στη μεσαία τάξη.
Στις εκλογές του Μαρτίου 2020, ενέταξε το κόμμα του στον κεντρώο συνασπισμό «Μπλε-Λευκό» του απόστρατου στρατηγού Μπένι Γκαντς. Οταν αυτός μπήκε στον κυβερνητικό σχηματισμό του Νετανιάχου, ο Λαπίντ αποχώρησε. «Είπα στον Μπένι Γκαντς: “Εχω δουλέψει με τον Νετανιάχου... και δεν θα σ’ αφήσει να ακουμπήσεις καν τα χέρια στο τιμόνι”».
Διεξήγαγε μία ομολογουμένως ήσυχη προεκλογική καμπάνια, υιοθετώντας ένα ταπεινό προφίλ, στρατηγική που κατά πολλούς είχε στόχο να αναδείξει την ποιοτική διαφορά από τον Νετανιάχου και τα σκάνδαλα που τον στοίχειωναν. Ο Λαπίντ εξασφάλισε τη δεύτερη θέση, με 17 έδρες στην Κνέσετ (ισραηλινή βουλή), πίσω από το «Λικούντ» του Νετανιάχου.
Τάχθηκε υπέρ της λύσης των δύο κρατών για την ειρήνευση στη Μέση Ανατολή, αλλά παράλληλα θέλει να διατηρήσει τους παράνομους, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, εβραϊκούς οικισμούς στην Ανατολική Ιερουσαλήμ και τη Δυτική Οχθη. Δηλώνει πολέμιος της διαφθοράς και προκρίνει μία φιλελεύθερη οικονομική πολιτική. Αυτό τον έχει φέρει σε κατά μέτωπο αντιπαράθεση με την κοινότητα των υπερορθόδοξων εβραίων, οι οποίοι νιώθουν ότι απειλούνται τα οικονομικά προνόμια που έχουν εξασφαλίσει.
Ο Μπένετ είναι διαφορετική προσωπικότητα με άλλο πολιτικό πρόσημο. Θεωρείται ο «δύσκολος» εταίρος του νέου κυβερνητικού συνασπισμού και ο επόμενος πρωθυπουργός. Οπως προαναφέραμε, είναι ηγέτης του ακροδεξιού κόμματος «Γιαμίνα». Αρκετά νεότερος από τον Λάπιντ, γεννήθηκε το 1972 στη Χάιφα. Το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας το πέρασε στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, στις ΗΠΑ, όπως ακριβώς και ο Νετανιάχου.
Μεγάλωσε στο Σαν Φρανσίσκο. Η χιλιομετρική απόσταση από την πατρίδα δεν τον εμπόδισε να ανατραφεί και να παραμείνει μοντέρνος υπερορθόδοξος εβραίος. Ακόμα και σήμερα φοράει διαρκώς το διακριτικό κιπά στο κεφάλι. Επέστρεψε και υπηρέτησε στην ελίτ ισραηλινή μονάδα Ειδικών Δυνάμεων Sayeret Matkal ως επίλεκτος κομάντο.
Το 1996, ενώ αυτός και η μονάδα του βρίσκονταν στον νότιο Λίβανο, συμμετείχαν στην τραγωδία που έχει μείνει στην Ιστορία ως «Σφαγή στην Κανά». Τουλάχιστον 50 πολίτες του Λιβάνου σκοτώθηκαν, εκ των οποίων οι 22 ήταν παιδιά, από ισραηλινούς βομβαρδισμούς. Πολλά σπίτια καταστράφηκαν και ένα τριώροφο, όπου στεγάζονταν τουλάχιστον 100 πολίτες, κατέρρευσε.
Οταν γεννήθηκε ο πρώτος του γιος τον ονόμασε Γιόνι προς τιμήν του αδελφού του Νετανιάχου. Ο Γιόναταν Νετανιάχου ήταν ο διοικητής και μόνος νεκρός των Ισραηλινών κομάντο που πραγματοποίησαν την επιχείρηση απελευθέρωσης των κατά κανόνα Εβραίων επιβατών ενός αεροσκάφους της Air France στο Εντεμπε της Ουγκάντα, όπου Γερμανοί και Παλαιστίνιοι τρομοκράτες τούς κρατούσαν ομήρους. Εκτοτε θεωρείται εθνικός ήρωας.
Ο Μπένετ εργάστηκε στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας και δεν άργησε να ξεχωρίσει στον τότε πρωτοπόρο και ραγδαία αναπτυσσόμενο χώρο των τεχνολογικών start-up. Παράλληλα, σπούδασε νομικά στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ. Το 1999, ίδρυσε μια εταιρεία πληροφορικής και κυβερνοασφάλειας ονόματι Cyotta. Στη συνέχεια μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, πουλώντας τελικά το λογισμικό ασφαλείας που αυτός και η ομάδα του δημιούργησαν σε μία αμερικανική εταιρεία αντί 145 εκατ. δολαρίων, το 2005.
Μετά την επιτυχία αυτή, ασχολήθηκε με τα νομικά και την πολιτική. Τον επόμενο χρόνο εισήλθε στο κόμμα «Λικούντ» του Νετανιάχου και έγινε το δεξί χέρι του για δύο χρόνια. Οι δύο άνδρες συγκρούστηκαν, αν και όσοι τους γνωρίζουν επισημαίνουν πολλά κοινά τόσο στην ψυχοσύνθεσή τους όσο και στην ιδεολογία τους.
Ο Μπένετ ίδρυσε δικό του κόμμα και ξεδίπλωσε την προσωπική πολιτική του ατζέντα, η οποία κινείται στο ίδιο πλαίσιο με εθνικιστικούς και ακραίους θρησκευτικούς κύκλους. Είναι ο πιο ένθερμος υποστηρικτής των Εβραίων εποίκων, δηλώνει αντίθετος στη λύση των δύο κρατών και μάλλον επιθυμεί να προσαρτήσει μεγάλα τμήματα της Δυτικής Οχθης, παραχωρώντας ταυτόχρονα τη Λωρίδα της Γάζας στην Αίγυπτο.
Είναι διαβόητος για τα κατά καιρούς προκλητικά σχόλια που έχει κάνει εναντίον των Παλαιστινίων. Σε ένα βίντεο λέει με ανάλαφρο τόνο: «Υπάρχουν κάποια πράγματα που όλοι γνωρίζουμε ότι δεν θα συμβούν ποτέ. Οι “Σοπράνος” (σ.σ.: αμερικανική τηλεοπτική σειρά) δεν θα επιστρέψουν ποτέ για μία ακόμη σεζόν... και δεν θα συναφθεί ειρηνευτική συμφωνία με τους Παλαιστινίους». Εχει επίσης δηλώσει ότι η δημιουργία παλαιστινιακού κράτους «θα ήταν αυτοκτονία για το Ισραήλ», επικαλούμενους λόγους ασφαλείας. Πλέον ζει με τη σύζυγό του Γκιλάτ, η οποία είναι ζαχαροπλάστισσα, και τα τέσσερα παιδιά τους σε ένα εύπορο προάστιο του Τελ Αβίβ.
Ενα ακόμα πρόσωπο-κλειδί στη μετά Νετανιάχου εποχή είναι ο νέος πρόεδρος της χώρας Ισαάκ Χέρτσογκ. Προέρχεται από κραταιό πολιτικό και κοινωνικό τζάκι εβραίων. Από τους πρώτους που έφτασαν από την Ευρώπη στο Ισραήλ εξασφαλίζοντας θέσεις εξουσίας μέσω των οποίων διαμόρφωσαν τον σημερινό χαρακτήρα του κράτους του Ισραήλ αμέσως μετά την ίδρυσή του.
Ο πατέρας του γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ιρλανδία. Οταν μετακόμισε στο Ισραήλ, καταπιάστηκε με την πολιτική. Διετέλεσε πρόεδρός του από το 1983 έως το 1993. Ο παππούς του σημερινού πρόεδρου ήταν ο αρχιραβίνος της χώρας από το 1936 μέχρι το 1959, ενώ ο θείος του Αμπά Εντάν ήταν ένας από τους εμπειρότερους διπλωμάτες του Ισραήλ. Μεταξύ άλλων, είχε διατελέσει υπουργός Εξωτερικών και πρεσβευτής στον ΟΗΕ και τις ΗΠΑ.
Ο 60χρονος νέος πρόεδρος «ερωτεύτηκε», όπως έχει δηλώσει, την πολιτική από τα γεννοφάσκια του και η οικογενειακή του παράδοση αποτέλεσε τη δύναμη που τον εκτόξευσε γρήγορα στο πολιτικό προσκήνιο. Εχει το παρατσούκλι «πουλέν του συστήματος». Ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία στην κυβέρνηση του Εχούντ Μπάρακ το 1999-2000.
Εξελέγη βουλευτής με το Εργατικό Κόμμα από το 2003 μέχρι το 2018, διετέλεσε υπουργός σε διάφορα χαρτοφυλάκια, προτού πάρει στα χέρια του τα ηνία του κόμματος από το 2013 μέχρι το 2018, όταν και υπήρξε επικεφαλής του Εργατικού Κόμματος και ηγέτης της αντιπολίτευσης. Θεωρείται μετριοπαθής, ευέλικτος, έξυπνος και επικοινωνιακός. Δεν χαρακτηρίζεται από τον έντονο τόνο και την πολεμική διάθεση που χαρακτηρίζει αυτή την περίοδο την κεντρική σκηνή του Ισραήλ.
Μεγάλο του ατού θεωρούνται οι στενές του σχέσεις και με το διεθνές πολιτικό κατεστημένο, τις οποίες καλλιέργησε όταν ανέλαβε το 2018 πρόεδρος της Jewish Agency, μιας παντοδύναμης ΜΚΟ που συνεργάζεται στενά με την κυβέρνηση για την προώθηση της μετανάστευσης στο Ισραήλ και της συνεργασίας μεταξύ του κράτους και της εβραϊκής διασποράς.
Μία ακόμα σπαζοκεφαλιά για το νέο κυβερνητικό συνασπισμό ήταν ο τρόπος που θα μοιράζονταν τα υπουργεία, ώστε και τα οκτώ κόμματα που συμμετέχουν σε αυτόν να έχουν κυβερνητική παρουσία και επιρροή. Τα υπουργεία του κυβερνητικού συνασπισμού έχουν κατανεμηθεί ως εξής:
Ο Λαπίντ θα υπηρετήσει ως υπουργός Εξωτερικών κατά τα πρώτα δύο χρόνια της κυβέρνησης, ο ηγέτης των «Blue-White» Μπένι Γκαντζ θα παραμείνει υπουργός Αμυνας και το υπουργείο Οικονομικών θα αναλάβει ο ηγέτης του «Yisrael Beytenu», Αβιγκντορ Λίμπερμαν. Ο ηγέτης του New Hope, Γεδεών Σάαρ, θα είναι υπουργός Δικαιοσύνης, ενώ η Αγελέτ Σακέντ του «Yamina» θα είναι υπουργός Εσωτερικών.
Η ηγέτης του Εργατικού Κομματος Μεράβ Μικαέλι θα αναλάβει το υπουργείο Μεταφορών και το μέλος του κόμματος Ομέρ Μπαρλέβ θα είναι υπουργός Δημόσιας Ασφάλειας. Ο αρχηγός του κόμματος «Meretz» Νιτζάν Χόροβιτς θα αναλάβει το υπουργείο Υγείας, ενώ η Ταμάρ Ζάντμπεργκ, μέλος του κόμματος, θα αναλάβει υπουργός Προστασίας Περιβάλλοντος.
Το επόμενο βήμα είναι η ψήφος εμπιστοσύνης από την Κνέσετ, η οποία είναι το πιθανότερο σενάριο, χωρίς να αποκλείεται και η έκπληξη. Οι ισορροπίες της ισραηλινής πολιτικής σκηνής, πάντως, παραμένουν εύθραυστες και τίποτα δεν είναι βέβαιο, καθώς το κάθε κόμμα επιδιώκει να διασφαλίσει τα συμφέροντά του.
ΠΗΓΗ: protothema.gr