ΚΥΠΕ
Η αυστηρή τιμωρία και η αυστηρή αντιμετώπιση εγκλημάτων που καταστρέφουν ή επιβαρύνουν το φυσικό περιβάλλον, αποτελεί ύψιστο καθήκον των Δικαστηρίων, σημείωσε το Ανώτατο Δικαστήριο, σε πρόσφατη απόφασή του με την οποία απέρριψε έφεση βοσκού κατά της διετούς ποινής φυλάκισης για την οποία είχε καταδικαστεί ή αναστολής της, επειδή προκάλεσε πυρκαγιά το καλοκαίρι του 2020 στην επαρχία Λεμεσού.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της υπόθεσης, όπως αυτά παρατίθενται στην απόφαση του Ανωτάτου, «μια κυπριακή οχιά (φίνα) ήταν κατά τον Εφεσείοντα ο λόγος που έθεσε, γύρω στο μεσημέρι, καλοκαίρι (17.8.2020), φωτιά στην τοποθεσία «Πέρνος» του χωριού Άγιος Αμβρόσιος, της επαρχίας Λεμεσού».
«Πρόθεση του ήταν, ως ισχυρίστηκε, να εξοντώσει και/ή κάψει την φίνα, την οποία αντιλήφθηκε «δίπλα από το παπούτσι του» καθ΄ ον χρόνο περπατούσε "μέσα σε κάτι κόνιζους"».
Ευτυχώς, σημειώνεται, «η πυρκαγιά κατασβέστηκε από την Πυροσβεστική Υπηρεσία μιάμιση ώρα περίπου μετά που αυτή ξέσπασε, και αποφεύχθηκαν έτσι τα χειρότερα. Είχε προλάβει όμως να κατακάψει έκταση 3 δεκαρίων με ξηρά χόρτα, άγρια βλάστηση και μικρά πεύκα».
Το Ανώτατο δεν συμφωνεί με τη θέση που προέταξε η συνήγορος του εφεσείοντα, «πως από τη στιγμή που το Κακουργιοδικείο απέρριψε την εκδοχή του Εφεσείοντα περί ύπαρξης φίνας, "η υπόθεση παρέμεινε εκτεθειμένη, χωρίς την αιτία και/ή το λόγο που ένας άνθρωπος έβαλε φωτιά"».
Ως γνωστό, αναφέρεται στην απόφαση, «το ελατήριο ή κίνητρο (αυτό που κινεί ένα άνθρωπο να δράσει) δεν είναι συστατικό στοιχείο του εγκλήματος. Η ύπαρξη και η απόδειξη κινήτρου δεν ήταν αναγκαία για την καταδίκη. Συνεπώς, η Κατηγορούσα Αρχή δεν είχε υποχρέωση να αποδείξει τους εσωτερικούς λόγους του Εφεσείοντα, που τον ώθησαν να θέσει τη φωτιά».
Το Κακουργιοδικείο, συνεχίζει το Ανώτατο στην απόφασή του, «στη βάση της μαρτυρίας που έκρινε αξιόπιστη, και στη βάση των εγκριθέντων από αυτό γεγονότων, δικαιολογημένα βρήκε πως η Κατηγορούσα Αρχή είχε αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την κατηγορία».
«Εν κατακλείδι, όλοι οι λόγοι έφεσης που στρέφονται εναντίον της καταδικαστικής απόφασης, είναι αβάσιμοι και απορρίπτονται», σημειώνεται.
Όσον αφορά στον λόγο έφεσης που αφορά στην παράλειψη του Κακουργιοδικείου να αναστείλει την ποινή φυλάκισης, προστίθεται, «δεν έχουμε τίποτε να προσθέσουμε στα όσα το Κακουργιοδικείο ανέφερε».
«Συμφωνούμε πως τυχόν αναστολή της επιεικούς ποινής φυλάκισης των 2 ετών, θα έστελλε λανθασμένα μηνύματα για τέτοιες ενέργειες, οι οποίες εγκυμονούν πολλούς και απρόβλεπτους κινδύνους», συνεχίζει το Ανώτατο.
Τονίζεται ότι «η αυστηρή τιμωρία και η αυστηρή αντιμετώπιση εγκλημάτων που καταστρέφουν ή επιβαρύνουν το φυσικό περιβάλλον, αποτελεί ύψιστο καθήκον των Δικαστηρίων».
Σημειώνει επίσης ότι η ενέργεια του εφεσείοντα «να θέσει φωτιά για να εξοντώσει και/ή κάψει τη φίνα, εν προκειμένω δεν είχε να κάνει με την προστασία της ζωής του ή της σωματικής του ακεραιότητας. Και τούτο γιατί, ως ο ίδιος ανέφερε, πρόλαβε και αντιλήφθηκε τη φίνα, δεν την πάτησε, και κατάφερε "να τραβήξει προς τα πίσω"».
Ό,τι μετά ακολούθησε, αναφέρεται, «σύμφωνα πάντα με τη θέση του, είχε να κάνει με τη διακαή επιθυμία του να εξοντώσει το ερπετό. Συνεπώς, ακόμη και αν τα όσα είχε αναφέρει στην κατάθεση του στην Αστυνομία είχαν αποδειχθεί, δεν θα μπορούσε να είχε απαλλαχθεί από την ποινική ευθύνη».