Αναστασία Κουκά
Σαν κεραυνός εν αιθρία έπεσε η είδηση της προφυλάκισης του 55χρονου πολυβραβευμένου συγγραφέα Βασίλη Παπαθεοδώρου ο οποίος φέρεται να σχετίζεται με εξαιρετικά σοβαρή υπόθεση παιδικής πορνογραφίας.
Εκπρόσωποι του εγχώριου λογοτεχνικού κόσμου, άνθρωποι που τον γνώριζαν και είχαν συνεργαστεί κατά το παρελθόν μαζί του, δημοσιογράφοι στους οποίους είχε δώσει κατά καιρούς συνεντεύξεις, δάσκαλοι και καθηγητές που τον είχαν υποδεχτεί στα σχολεία τους, νεαροί αναγνώστες αλλά και γονείς που αγόραζαν συχνά τα βιβλία του για τα παιδιά τους δηλώνουν σοκαρισμένοι από τις αποτρόπαιες πράξεις για τις οποίες κατηγορείται και ζητούν την παραδειγματική τιμωρία του.
Άτομα τα οποία είχαν συναναστραφεί μαζί του, πάντως, μιλώντας στο protothema.gr κάνoυν λόγο για ένα άτομο υπεράνω πάσης υποψίας, έναν πολύ καλό συγγραφέα ο οποίος δεν είχε δώσει ποτέ δικαίωμα ούτε είχε προκαλέσει. Η αίσθηση που δημιουργούσε στους συνομιλητές του ήταν αυτή ενός καταρτισμένου ατόμου που προσπαθούσε να περάσει μέσα από τα βιβλία του σημαντικά μηνύματα στα παιδιά και τους νέους αλλά και να θίξει φλέγοντα ζητήματα που απασχολούν τις σύγχρονες κοινωνίες των ανηλίκων. Ακριβώς αυτή η στενή του σχέση του με τα παιδιά είναι που κάνει την οργή να ξεχειλίζει.
Επιπλέον, κάποιοι ομότεχνοί του, σοκαρισμένοι, αναφέρθηκαν δημόσια στην υπόθεση η οποία έχει συγκλονίσει τις τελευταίες ώρες την ελληνική κοινωνία. Ανάμεσά τους και ο γνωστός συγγραφέας Αύγουστος Κορτώ ο οποίος αναφέρεται με σκληρά λόγια στον Βασίλη Παπαθεοδώρου, τον οποίο, όπως ο ίδιος αποκαλύπτει, γνώριζε προσωπικά, δεδομένου ότι συνεργάζονταν με τον ίδιο εκδοτικό οίκο.
«Στην επίγεια κόλαση, υπάρχουν πολλά επίπεδα βαρβαρότητας και φρίκης – και το να βιάζονται παιδιά εφτά κι οχτώ χρονώ για να απολαμβάνουν το θέαμα τα διεστραμμένα καθίκια που με τον τρόπο αυτό διασπείρουν και διαιωνίζουν το ασύλληπτο, ασυγχώρητο έγκλημα, πιθανώς να είναι ο πάτος της κόλασης. Ένα παιδί που υφίσταται τέτοια θηριώδη κακοποίηση, είναι σαν να το σκοτώνεις. Όσοι γιατροί και να πέσουν πάνω του, όση στοργή κι αν λάβει, πώς να διαχειριστεί τέτοιο τραύμα; Πώς να ορθοποδήσει, να εμπιστευτεί ενήλικους και συνομήλικους, πώς να ερωτευτεί, να δώσει συναινετικά το κορμί του; Πώς να αποφύγει τη λήθη των ουσιών που είναι συχνά η μοίρα τέτοιων ρημαγμένων παιδιών;» υπογραμμίζει ο ίδιος και προσθέτει με νόημα: «Δεν θέλω ούτε να γράψω τ’ όνομά του, γιατί εννοείται πως τον ήξερα, στον ίδιο εκδότη ήμασταν ένα φεγγάρι. Δεν το χωράει το μυαλό μου – να γράφεις βιβλία για παιδιά, να κλείνεις το αρχείο του Word, και να ανοίγεις το αρχείο της κόλασης. Πολλά, πολλά χρόνια φυλακή. Τίποτα άλλο».
Τον κώδωνα του κινδύνου για τους πολλούς και σημαντικούς κινδύνους που απειλούν τα σημερινά παιδιά κρούει η γνωστή συγγραφέας Μάρω Βαμβουνάκη, σοκαρισμένη και η ίδια από την δράση του ομότέχνου της που φέρεται να έχει αναπτύξει παιδική πορνογραφική δράση.: «Το μυαλό είναι ο στόχος", έγραφε η Κατερίνα Γώγου αλλά αυτό έμεινε πίσω πια… Το παιδί είναι ο στόχος! Αυτό ισχύει σήμερα. Πιο φριχτό δεν γίνεται...» γράφει με νόημα.
Στο μεταξύ, σε αναστολή βρίσκονται, τις τελευταίες ώρες, τόσο η προσωπική ιστοσελίδα και τα social media του Βασίλη Παπαθεοδώρου όσο και κάθε δημοσίευση που τον αφορά στην ιστοσελίδα των εκδόσεων Καστανιώτη με τις οποίες συνεργαζόταν.
Το προφίλ του Παπαθεοδώρου - Από τις βραβεύσεις στην προφυλάκιση για παιδική πορνογραφία
Ποιος να το φανταζόταν άλλωστε πως ο δημιουργός κάποιων από τα πλέον δημοφιλή βιβλία της σύγχρονης παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας, που έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στους λογοτεχνικούς αλλά και εκπαιδευτικούς κύκλους, μπορούσε να κρύβει, επιμελώς, ένα τόσο σκοτεινό πρόσωπο; Ποιος θα μπορούσε να διανοηθεί πως, αν αποδειχτούν οι κακουργηματικές κατηγορίες που αντιμετωπίζει, εκμεταλλευόταν την ιερή αυτή σχέση που είχε αναπτύξει με το παιδικό κοινό για να στηρίξει τις αρρωστημένες και εγκληματικές δραστηριότητές του; «Με καθαρή συνείδηση πέφτω σαν κούτσουρο, κοιμάμαι πανεύκολα» δήλωνε ο ίδιος, το 2019, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Καθημερινή»!
Γεννημένος το 1969 στην Γλυφάδα ο Βασίλης Παπαθεοδώρου πήγε γυμνάσιο και λύκειο στην Γερμανική Σχολή Αθηνών. Παιδί μοναχικό και ήσυχο στα παιδικά του χρόνια, μεγαλωμένος σε ήρεμο οικογενειακό περιβάλλον, όπως ο ίδιος έχει αποκαλύψει κατά καιρούς σε συνεντεύξεις του, αντιμετώπιζε τα βιβλία ως καταφύγιο και πολύτιμη συντροφιά συνάμα. Το μοναδικό τραύμα της παιδικής του ηλικίας ήταν τα δύο χρόνια που αναγκάστηκε να ζήσει μακριά από τους γονείς του, οι οποίοι είχαν πάρει μετάθεση σε άλλη πόλη, και τον άφησαν στην Αθήνα με τον παππού και και την γιαγιά του.
Μετά το λύκειο ξεκίνησαν οι σπουδές του στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στο τμήμα Χημικών Μηχανικών και Μεταλλειολόγων ενώ στη συνέχεια έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην Δημόσια Διοίκηση. Επί σειρά ετών και μέχρι την άνοιξη του 2018, εργαζόταν σε τράπεζα.
Η επίσημη ενασχόλησή του με την λογοτεχνία ξεκίνησε το 1996, τυχαία. Έπεσε πάνω σε μια προκήρυξη διαγωνισμού που διοργάνωνε εκείνη την περίοδο η «Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά» και αποφάσισε να συμμετάσχει με το βιβλίο του «Σχολική Παράσταση». Το βραβείο που απέσπασε αποτέλεσε για εκείνον μεγάλη έκπληξη αλλά και μια σημαντική ώθηση για να συνεχίσει να γράφει. Ακολούθησε, δύο χρόνια αργότερα το «Άλφα», το οποίο επίσης ξεχώρισε. Μια καριέρα στον χώρο του παιδικού βιβλίου απλωνόταν πλέον μπροστά του.
«Όταν μου το ανακοίνωσαν στο τηλέφωνο ένιωσα απέραντη ευτυχία. Είχα κάνει κι εγώ κάτι επιτέλους, γιατί, ας σημειωθεί, σε όλη τη διάρκεια των παιδικών και νεανικών μου χρόνων δεν είχα κάποια ιδιαίτερη κλίση σε κάτι, ούτε στη μουσική ούτε στον αθλητισμό ούτε σε τίποτα. Έτσι, παρόλο που ήμουν πολύ καλός μαθητής, νόμιζα ότι αυτό μόνο μπορώ να κάνω, να είμαι μια ζωή πολύ καλός μαθητής. Όταν όμως θα τελείωνα με τα μαθήματα; Έτσι αυτή η βράβευση ήρθε σαν δώρο, επιτέλους είχα βρει μια κλίση, κάτι που να ενδιαφέρει να ασχοληθώ» έχει εξομολογηθεί ο ίδιος.
Συνέχισε γράφοντας μέσα στα επόμενα χρόνια γράφοντας δεκάδες ακόμη βιβλία για παιδιά και νέους αρκετά από τα οποία, μάλιστα, κατάφεραν να αποσπάσουν σημαντικές διακρίσεις. Ανάμεσά τους τα «Χνότα στο τζάμι» και «Στη διαπασών» που έχουν έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας και με το Βραβείο του περιοδικού Διαβάζω, τα μυθιστορήματά του «Οι άρχοντες των σκουπιδιών» και«Ναι, Βιρτζίνια, υπάρχει Άγιος Βασίλης!» που απέσπασαν το Βραβείο του ηλεκτρονικού περιοδικού Ο Αναγνώστης και «Το ημερολόγιο ενός δειλού» που τιμήθηκε με το Βραβείο Βιβλίου Public. Στις διακρίσεις του συμπεριλαμβάνονται επίσης οκτώ λογοτεχνικά βραβεία για διάφορα έργα του από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά και τον Κυπριακό Σύνδεσμο Παιδικού και Νεανικού Βιβλίου. Παράλληλα,συμμετείχε και ο ίδιος επανειλημμένα σε κριτικές επιτροπές απονομής βραβείων.
Επιπλέον, η δουλειά του έχει βγει και εκτός συνόρων καθώς τέσσερα από τα μυθιστορήματά του έχουν συμπεριληφθεί στους ετήσιους καταλόγους White Ravens, της Διεθνούς Βιβλιοθήκης Νεότητας Μονάχου, με τα διακόσια καλύτερα βιβλία παγκοσμίως.
Όσον αφορά την εκπαιδευτική του δραστηριότητα έχει διδάξει ως επισκέπτης εισηγητής στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα δημιουργικής γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και έχει συνεργαστεί με το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου και το Πανεπιστήμιο Frederick. Υποψήφιος της Ελλάδας για το Διεθνές Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας Astrid Lindgren το 2021. Είναι επίσης, πολυάριθμες οι φορές που έχει επισκεφθεί σχολεία της Αττικής και της επαρχίας ως προσκεκλημένος συγγραφέας.
Τα πιο πρόσφατα βιβλία του ήταν τα «Η λευκή απεργία των ροζ φλαμίνγκο», «Ποιος απήγαγε τον Αϊ-Βασίλη» και «Τη νύχτα που έσβησαν τα αστέρια» και κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» των οποίων ήταν, παράλληλα, υπεύθυνος παιδικού τμήματος. Ο γνωστός εκδοτικός οίκος, βεβαίως, αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση της σύλληψής του για παιδική πορνογραφία, εξέδωσε ανακοίνωση αναγγέλλοντας την διακοπή της συνεργασίας τους.
«Το ημερολόγιο ενός δειλού»
Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου επέλεξε να θίξει στα βιβλία του θέματα που απασχολούσαν τα παιδιά και τους νέους. Όπως, για παράδειγμα, στο νεανικό μυθιστόρημα «Το ημερολόγιο ενός δειλού» που καταπιάνεται με το σχολικό μπούλινγκ: Ακολουθεί απόσπασμα του βιβλίου:
«Πολλές φορές στον ύπνο μου βλέπω το θάνατό μου, δηλαδή με βλέπω μέσα σ’ ένα φέρετρο στην εκκλησία, η οποία είναι γεμάτη ανθρώπους, φίλους και εχθρούς, κυρίως συμμαθητές και καθηγητές. να είναι άραγε που ο κόσμος μου είναι μόνο το σχολείο; Που όλοι μου σχεδόν οι γνωστοί περιορίζονται σ’ αυτό; είναι, λέει, όλοι εκεί, αμίλητοι, κλαμένοι, να θρηνούν για μένα που πέθανα τόσο νέος. να κλαίνε και να οδύρονται επειδή δε φρόντισαν να με γνωρίσουν καλύτερα, ή επειδή μου είχαν φερθεί άσχημα, ή απλά, οι λιγότεροι, επειδή με αγαπούσαν. κι όλοι τους να έχουν απίστευτες ενοχές και τύψεις για το κακό που με βρήκε, που τους βρήκε.
Στα όνειρά μου, που μοιάζουν με ταινίες, δε βλέπω –προσπαθώ δηλαδή να μην σκέφτομαι καθόλου– τους γονείς μου. Δε θ’ άντεχα να τους δω λυπημένους, έστω και στον ύπνο μου. κι αν εμφανιστούν σε κάποιο όνειρό μου, φροντίζω να προσπεράσω τη σκηνή, να φύγουν από το πλάνο. Φαντάζομαι πως δεν είναι και τόσο υγιές για ένα παιδί της ηλικίας μου να βλέπει τέτοια όνειρα, λάθος, να κάνει τέτοιες σκέψεις – γιατί για σκέψεις πρόκειται, που τις κάνω συνειδητά, κι όχι για όνειρα. Ίσως να είναι και άρρωστο, δεν ξέρω. ειδικά τώρα τα Χριστούγεννα, που όλοι χαίρονται και όλοι διασκεδάζουν, βγαίνουν ή περιμένουν δώρα, εγώ να κάθομαι στα σκοτεινά του δωματίου μου και να σκηνοθετώ με το μυαλό μου αυτά τα πράγματα, είναι... δεν ξέρω. και ντρέπομαι τόσο πολύ να το πω σε κάποιον αυτό. ειλικρινά θα ’θελα να ξέρω αν υπάρχουν κι άλλα παιδιά στην ηλικία μου που να τους περνάνε τέτοιες σκέψεις απ’ το μυαλό, αλλά δυστυχώς δε θα το μάθω ποτέ.
Στην υποτιθέμενη κηδεία μου λοιπόν έχουν έρθει όλοι, ακόμα κι από το παλιό μου σχολείο. κυρίως όμως βλέπω τον Γόλιο και την παρέα του, να κλαίνε μετανιωμένοι γι’ αυτά που μου έκαναν, αλλά και τους άλλους συμμαθητές και συμμαθήτριές μου να τους βρίζουν. «εσείς φταίτε, εσείς το κάνατε!» τους φωνάζουν και κάποιοι πηγαίνουν προς το μέρος τους, τους βουτάνε και τους σπάνε στο ξύλο. και οι καθηγητές παρακολουθούν χωρίς να κάνουν τίποτα. γιατί το αξίζουν το ξύλο.
Βλέπω μετά στο δωμάτιο των καθηγητών όλους να τα βάζουν με τον κύριο Ζαφείρη. «τα ’βλεπες και δεν έκανες τίποτα!» του φωνάζουν κι αυτός πηγαίνει σε μια γωνιά μόνος του για να κλάψει. Μετά εμφανίζονται η Ελεονόρα και η Άννα, απαρηγόρητες, κι ο Ιάσονας, που φωνάζει πως ήμουν ο καλύτερος διπλανός, αλλά τον βρίζουν κι αυτόν γιατί ποτέ δε με υπερασπίστηκε, ούτε στο πάρτι του με είχε καλέσει.
Και τέλος βλέπω τους Κώστηδες, να παρηγορούν ο ένας τον άλλον γιατί έχασαν τον καλύτερο φίλο που θα μπορούσαν να έχουν ποτέ.
Κι όλη η τάξη είναι συντετριμμένη, τα παιδιά αγκαλιάζονται μεταξύ τους και το καθένα προσπαθεί να πει καλύτερα λόγια για μένα.
Και μετά, όταν παρατραβάει το όνειρο και έχουν κλάψει όλοι τους και το έχουν χιλιομετανιώσει και δε γίνεται τίποτε άλλο, δεν μπορεί δηλαδή να γίνει και κάτι άλλο, τότε... τότε, ξαφνικά, με βλέπω να σηκώνομαι από το φέρετρο στην εκκλησία –όχι σαν φάντασμα, αλλά σαν να έχει γίνει κάποιο ιατρικό λάθος κι έχω πέσει σε βαθύ λήθαργο– και όλοι, μετά το πρώτο ξάφνιασμα, ξεσπούν σε ζητωκραυγές και τρέχουν να με αγκαλιάσουν. Ο Γόλιος και οι δικοί του έρχονται και μου ζητάνε συγγνώμη και γίνομαι το πιο δημοφιλές άτομο στο σχολείο, με τους περισσότερους φίλους.
Σ’ αυτό το όνειρο μου αρέσουν περισσότερο οι σκηνές της θλίψης των άλλων, του θρήνου τους. και μετά χαίρομαι που όλοι ζητωκραυγάζουν. Η αλήθεια είναι πως μετά από αυτές τις σκοτεινές και καταθλιπτικές σκέψεις νιώθω αναζωογονημένος, σαν να έχω ξαναγεννηθεί, σαν να έχω βρει δικαίωση.
Μερικές φορές είναι αλήθεια πως το μυαλό μου σκηνοθετεί και την περίπτωση να μη γίνεται τίποτε απολύτως, να έρχονται όλοι στην κηδεία, να είναι σοβαροί και μετά να σηκώνονται και να φεύγουν συνεχίζοντας τις ζωές τους. αυτό δε μου αρέσει και πολύ βέβαια, δε θέλω στο όνειρό μου να συνεχίζουν όλοι τις ζωές τους κανονικά, σαν να μην έγινε τίποτα. Δε θέλω να με ξεχνάνε σε λίγες
μέρες και μετά να πηγαίνουν στα μαθήματα ή στις δουλειές τους γελώντας. Θέλω ο θάνατός μου να τους στοιχίσει. Έχω καταλάβει πως, πάνω απ’ όλα, αυτές οι σκέψεις είναι καθαρά εγωιστικές, αλλιώς, αν δε γινόταν και τίποτα, δε θα είχε νόημα να πεθάνω στα όνειρά μου. αυτός ο φανταστικός θάνατος είναι το μόνο που έχω σκεφτεί για ν’ αντιμετωπίσω ό,τι μου συμβαίνει. ακόμα καιστις σκέψεις μου, την ευκολότερη λύση διαλέγω. Δυστυχώς. φαίνεται πως ακόμα κι εκεί δεν τολμώ ν’ αντιδράσω.
Και μετά, όταν τελειώνω την ταινία μου, κι αφού ξεθυμάνει η ικανοποίηση που παίρνω, τότε καταλαβαίνω πόσο εγωιστικά και επιπόλαια σκέφτομαι, μόνο και μόνο για να νιώσω εγώ καλύτερα, και γεμίζω ενοχές, επειδή ξεχνώ τους γονείς μου, πώς θα αισθάνονταν, πόσο θα υπέφεραν και πώς θα ζούσαν χωρίς εμένα. και το μετανιώνω. μέχρι την επόμενη φορά που θα κλείσω τα φώτα, θα βάλω ν’ ακούσω κάποιο πολύ λυπητερό τραγούδι και θα ξαναρχίσω να σκέφτομαι αυτά τα πράγματα για να χαρεί ο εγωισμός μου.»
Πηγή: protothema.gr