Είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς ότι η «Καθημερινή» θα γιορτάσει τα 100 χρόνια της το 2019 χωρίς το Μιχάλη Κατσίγερα. H απώλεια είναι καθοριστική τόσο για τη μικρή, “οικογενειακή”, όσο και για τη μεγάλη ιστορία της εφημερίδας. Από τις αρχές της δεκαετίας του '80 που ήρθε ο Μιχάλης στην «Καθημερινή» μέχρι και πριν από λίγο καιρό παρέμενε στέλεχος και ραχοκοκαλιά της. Συντάκτης ύλης στην αρχή, υπεύθυνος για την πρώτη σελίδα από το 1989, ο «Φιλίστωρ» της, αρθρογράφος και πάνω απ’ όλα δημοσιογράφος με «αίσθηση της Ιστορίας». Η σχέση του με την ελληνική και ευρωπαϊκή ιστορία του 20ου αιώνα ήταν οργανική. Ερευνητής, αναζητούσε πρωτογενείς πηγές, με σύμμαχο μια ισχυρή μνήμη και κριτήριο οξυδερκές και επίμονο. Ήταν μια ασφαλής «μηχανή αναζήτησης» πολύ πριν το Διαδίκτυο προσφέρει αφειδώλευτα την πληροφορία.
Προλογίζοντας την πρώτη έκδοση με τις Πρώτες Σελίδες της «Καθημερινής» (1919 – 2000), την οποία επιμελήθηκε κιόλας εξ’ ολοκλήρου, σημειώνει ότι «χρειάστηκε να ξεφυλλίσουμε μία – μία τις 24.000 και πλέον πρώτες σελίδες του σώματος της εφημερίδας προκειμένου να επιλεγούν αυτές οι οποίες συγκροτούν το ανά χείρας εράνισμα».
‘Όλα τα χρόνια του επαγγελματικού βίου του ο Μιχάλης Κατσίγερας δεν απομακρύνθηκε ποτέ από το πάθος του: την έρευνα και την Ιστορία. Και, παράλληλα, το θέατρο και την ποίηση (με ειδίκευση στην Επτανησιακή και τον «μέγιστο», όπως αποκαλούσε, Διονύσιο Σολωμό). Στην εξαιρετική φωτογραφική αφήγηση του ελληνικού 20ου αιώνα (2001 και 2007, εκδ. «Ποταμός»), που υπέγραψε, ο πρόλογος είναι ενός ανθρώπου με τον οποίο συμπορεύτηκε στενά, συναποτελώντας το πλέον χαρακτηριστικό και αλησμόνητο «δίδυμο» της εφημερίδας: του Αντώνη Καρκαγιάννη. Παρά τις πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές τους, έτρεφαν βαθύτατη εκτίμηση ο ένας για τον άλλον και μοιράζονταν το ίδιο ευθύβολο και σαρκαστικό χιούμορ.
Ο Μιχάλης είχε πάντα κάτι καίριο και πρωτότυπο να πει και να σχολιάσει, παίζοντας με τις λέξεις με ευρηματικότητα και γνώση, στρέφοντας την προτίμησή του σε ιστορίες που ο ίδιος μπορούσε να αφηγηθεί με υπαινικτική χάρη και τόλμη. Γράφει στην εισαγωγή της Β έκδοσης των «Φωτογραφιών»: «Έχει λεχθεί ότι το ελληνικό φωτορεπορτάζ γεννήθηκε στις 5.20 το απόγευμα της 31ης Μαίου 1905, στην είσοδο του κτιρίου της (παλαιάς) Βουλής των Ελλήνων από την πλευρά της οδού Σταδίου , όταν ο πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηλιγιάννης έπεφτε θανάσιμα τραυματισμένος από το μαχαίρι του άθλιου δολοφόνου του. Εκεί βρισκόταν ο εξ Ηπείρου φωτογράφος Πέτρος Πουλίδης – μόλις εικοσάχρονος , φερμένος από την Κωνσταντινούπολη, όπου από τα δέκα του χρόνια σπούδαζε φωτογραφία – και, σύμφωνα με μαρτυρίες, έκανε την πρώτη του και επιτυχή φωτοειδησεογραφική λήψη. Το αποτέλεσμά της δεν το γνωρίζουμε καθώς η φωτογραφία λανθάνει»…
Το τυπικό βιογραφικό του Μιχάλη Κατσίγερα με καταγωγή από την Κεφαλονιά, από τον πατέρα του, και από την Αθήνα, από τη μητέρα του, αναφέρει τα εξής: «Γεννήθηκε το 1946 στην Αθήνα και σπούδασε θεατρολογία στο Πανεπιστήμιο Paris III. Εργάστηκε στον ΣΚΑΪ και στην «Καθημερινή» , στην οποία ήταν υπεύθυνος για την πρώτη σελίδα από το 1989. Συμμετείχε με εισηγήσεις σε συνέδρια για θέματα ιστορίας του Τύπου και πολιτικής ιστορίας. Εργασίες: "La formation des travalleurs culturels du spectacle (en Grece)” [σε συνεργ.]. " Κεφαλονιά 1943. Η αναφορά του Ιταλού πολιτικού διοικητή Vittorio Seganti". "Ιωάννου Μεταξά «24 ώρες αργοπορία» ανέκδοτο κείμενο σε θεατρική μορφή". Βιβλία: "Ελλάδα, 20ος αιώνας. Οι πρώτες σελίδες" (εκδ. Ποταμός, 1999). "Ελλάδα, 20ος αιώνας. Οι φωτογραφίες" (εκδ. Ποταμός, Α έκδοση δίτομο, Β έκδοση επίτομο). "Η Καθημερινή, πρώτες σελίδες, 1919-2000" (Β' έκδοση, "1919-2009"). "Οι εκλογές του 1946" (συλλογικό έργο, εκδ. Πατάκης, 2008). "Από τον ανένδοτο στη δικτατορία" (συλλογικό έργο, εκδ. Παπαζήσης, 2009). "Ο Μαλαπάρτε και οι Ελληνες" (επίμετρο στο Κούρτσιο Μαλαπάρτε: "Η τεχνική του πραξικοπήματος", εκδ. Ιωλκός, 2009)».
Όμως για όλους εμάς ο Μιχάλης Κατσίγερας ήταν περισσότερα από μια πηγή γνώσεων και αναφορών, έναν καλλιεργημένο, αγαπητό και αγαπημένο συνάδελφο, μια προσωπικότητα εκκεντρική, ένα πνεύμα παράδοξο. Ήταν μια σταθερά. Ένας διαχρονικός ταξιδιώτης εποχών, ιστορικών και προσωπικών. Διέσχιζε τις αίθουσες και τους διαδρόμους της «Καθημερινής» από τη Σωκράτους μέχρι το Νέο Φάληρο, με βλέμμα διεισδυτικό στην πραγματικότητα και στους ανθρώπους.
Ευτύχησε να δημιουργήσει μια ξεχωριστή οικογένεια με και για την οποία ζούσε να τη δει να μεγαλώνει και να ευτυχεί. Η γυναίκα του Νάνσυ, οι δυο διακεκριμένες φοιτήτριες κόρες του, Μυρτώ και Άννα, ήταν σαν τρεις άγγελοι από την αρχή ως το τέλος του βίου του. Εκείνες πρόλαβε να τις αποχαιρετήσει, μέσα σε αυτούς τους, περίπου, έξι μήνες που διαγνώστηκε με καρκίνο έως εχθές που άφησε την τελευταία του πνοή. Με περισσή δύναμη, πειθαρχία και φροντίδα για τα επόμενα βήματά τους, ασχολήθηκε μαζί τους, ως το τέλος.
Για εμάς, που δεν προλάβαμε να τον αποχαιρετήσουμε, επιλέγουμε το κατευόδιο, με διαμεσολαβητή τον «μέγιστο». Το φύλο, στο ποίημα, είναι γυναίκα. Ακόμη καλύτερα για εκείνον:
«Με τα’ άνθη μας εμίσεψε*/Να ‘βρ’ άνθη σα γυρίσει*/ Έτοίμασέ τα, κι έφθασε, -/ Δεν ημπορεί ν’ αργήσει*-/ Μην είναι κείνη πόρχεται/ με κάτασπρα πανιά;»
Πηγή: Η Καθημερινή