Ως τον «μεγάλο υπεύθυνο για την καταστροφική πορεία του Συνεργατικού Πιστωτικού Τομέα (ΣΠΤ)» από το 2014 και εντεύθεν, χαρακτηρίζει τον Υπουργό Οικονομικών Χάρη Γεωργιάδη η Ερευνητική Επιτροπή για την κατάρρευση του Συνεργατισμού στο πόρισμα που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Τέλος ο Λακκοτρύπης για τους... «Τουρκόσπορους»
«Οι ευθύνες του Υπουργού Οικονομικών υπήρξαν βαρύτατες για την κατάρρευση του ΣΠΤ. Μπορούμε να πούμε ότι είναι κατ’ αναλογία παρόμοιες με τις ευθύνες του όποιου μεγαλομετόχου ιδιωτικής εταιρείας, η οποία καταλήγει σε διάλυση λόγω κακοδιαχείρισης του ιδίου», αναφέρει η Επιτροπή στο πόρισμα της μεγέθους 844 σελίδων.
Κατά την Επιτροπή, η Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα (ΣΚΤ) και η κυπριακή κυβέρνηση απέτυχαν σε τρεις βασικές δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν έναντι της ΕΕ (λόγω των όρων που τέθηκαν για την κρατική ενίσχυση). Πρόκειται για την καλή εταιρική διακυβέρνηση, τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων (ΜΕΧ) και την ορθή διαχείριση των λειτουργικών εξόδων του ΣΠΤ, με τις δύο τελευταίες δεσμεύσεις να εξαρτώνται από τη δέσμευση για την καλή εταιρική διακυβέρνηση.
Όπως αναφέρει η Ερευνητική, «δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η επιδίωξη να οδηγηθεί ο ΣΠΤ σε υγιείς τραπεζικές πρακτικές ήταν ένα δύσκολο, θα λέγαμε, γιγάντιο εγχείρημα. Όσο όμως πιο δύσκολο είναι το διακύβευμα τόσο πιο ικανοί χειρισμοί χρειάζονται».
«Ικανοί χειρισμοί οι οποίοι έπρεπε να τεθούν στα στιβαρά χέρια ικανών, έμπειρων και άριστων από πάσης άποψης διευθυντικών στελεχών. Ήταν εκεί ακριβώς όπου απέτυχε ο κατά μεγάλην πλειοψηφίαν μέτοχος, ο ιδιοκτήτης της ΣΚΤ», αναφέρει μεταξύ άλλων.
«Οι ικανότεροι όταν προσλαμβάνονταν αποχωρούσαν ή επαύοντο όταν έρχονταν αντιμέτωποι με μέτρια διευθυντικά στελέχη τα οποία όμως είχαν την εύνοια του ιδιοκτήτη» σημειώνει το πόρισμα και συμπληρώνει: «Ο ιδιοκτήτης ήταν το κράτος το οποίο αντιπροσώπευε ο Υπουργός Οικονομικών και ο οποίος ουσιαστικά είχε τον απόλυτο έλεγχο της κατάστασης. Δεν είναι τυχαίο ότι δύο από τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη ήταν του στενού φιλικού του περιβάλλοντος. Ο Γενικός Διευθυντής, ο κ. Νικόλας Χατζηγιάννης και ο κ. Γιάννης Σταυρινίδης».
Απόπειρα κατά Ροδοθέου: Αυτή είναι η ποινή του 26χρονου
Για το θέμα του Γενικού Διευθυντή, η έκθεση σημειώνει ότι «η επιλογή του κ. Χατζηγιάννη δεν ήταν, για λόγους που ήδη εξηγήσαμε, ό,τι καλύτερο για την ΣΚΤ. Η απομάκρυνση του όμως από τον Υπουργό Οικονομικών δεν ήταν εύκολη απόφαση λόγω της στενής φιλικής τους σχέσης».
«Ο Υπουργός Οικονομικών είχε από πολύ ενωρίς επανειλημμένες και μερικές φορές αυστηρές προειδοποιήσεις, τόσο από τους επόπτες στην Κύπρο, όσο και κυρίως από τους Ευρωπαίους επόπτες, για την πολύ πτωχή και αδύνατη εταιρική διακυβέρνηση της ΣΚΤ. Ουδέν όμως έπραξε».
Παράλληλα, η Επιτροπή αποδίδει ευθύνες και για την πορεία αποκρατικοποίησης του Συνεργατισμού, αλλά και σε επιμέρους θέματα, όπως την απευθείας ανάθεση στην Altamira, χωρίς να αμφισβητήσει την ορθότητα της απόφασης και το ότι είχε κάθε ευκαιρία συζήτησης και λήψης διορθωτικών αποφάσεων για τα κρίσιμα προβλήματα του ΣΠΤ στο πλαίσιο της Επιτροπής Διασφάλισης Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας, στις συνεδρίες της οποίας δεν παρέστη.
Σε σχέση με την πώληση του καλού μέρους του Συνεργατισμού, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι ο ΥΠΟΙΚ ανάφερε ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής, ότι η πώληση ήταν ένας πολύ καλός τρόπος αποκρατικοποίησης και διερωτάται: «Μήπως αυτό τον ενδιέφερε από την αρχή, παρά τις περί του αντιθέτου επανειλημμένες αρχικά δηλώσεις του ότι ο Συνεργατισμός έπρεπε να επιστρέψει εκεί όπου ανήκε;»
Ευθύνη στον ΠτΔ γιατί διατήρησε τον Χάρη Γεωργιάδη στη θέση του ΥΠΟΙΚ
Για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η Ερευνητική στην έκθεσή της σημειώνει: «Αν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας φέρει κάποια ευθύνη για τα όσα οδηγούσαν στην εσπευσμένη πώληση μέρους της ΣΚΤ στην Ελληνική Τράπεζα είναι γιατί διατήρησε στο Υπουργείο Οικονομικών πρόσωπο το οποίο για μία περίοδο πέραν των τεσσάρων ετών δεν κατόρθωσε να οδηγήσει τον ΣΠΤ έξω από την καταστροφική πορεία που εν γνώσει του ακολούθησε».
«Η απομάκρυνση του κ. Γεωργιάδη από το Υπουργείο Οικονομικών έστω και καθυστερημένα ενδεχόμενα να έδιδε στο ΣΠΤ μια άλλη προοπτική μακριά από τις παλινωδίες, τις εμμονές για διατήρηση μη ικανών διευθυντικών στελεχών στην ΣΚΤ και αδυναμία αντίληψης των κινδύνων στους οποίους οι πολιτικές του με βεβαιότητα οδηγούσαν», τόνισε.
Η Ερευνητική καταλογίζει στον ΥΠΟΙΚ ότι «παρά τις περί του αντιθέτου ενώπιον μας δηλώσεις του δεν κρατούσε ενήμερο, ούτε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας,ούτε το Υπουργικό Συμβούλιο για τα χρονίζοντα προβλήματα, τα οποία ο ίδιος καλώς εγνώριζε μέσα από την ενημέρωση που ιδιαίτερα είχε από τις εποπτικές αρχές».
Σημειώνει ακόμη ότι όταν ο ίδιος έτυχε ενημέρωσης από την Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, ο επιτόπιος έλεγχος βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη από τις 10/1/2018 και ενώ αυτό οδήγησε την ΣΚΤ «σε μία πορεία μη αναστρέψιμη εφ’ όσον η εξεύρεση κεφαλαίων καθίστατο κατ’ αυτόν τον τρόπο πλέον αδύνατη», για να προσθέσει ωστόσο ότι «είναι βεβαίως γεγονός ότι ο Πρόεδρος αποσιώπησε πλήρως τις δραματικές εξελίξεις οι οποίες λάμβαναν χώραν την περίοδο αυτή. Είτε γιατί δεν ήθελε να έχει πολιτικό κόστος εν όψει εκλογών είτε γιατί ήθελε ν’ αποτρέψει τις περαιτέρω καταθετικές εκροές», διευκρινίζει για να προσθέσει πως «οποιαδήποτε εξήγηση και να δεχθούμε δεν ήταν μια παράλειψη η οποία είχε σαν αποτέλεσμα την τελική κατάρρευση του ΣΠΤ η οποία ακολούθησε μερικούς μήνες μετά».
Για το Υπουργικό Συμβούλιο, η Ερευνητική λέει ότι δεν τηρείτο ενήμερο από τον ΥΠΟΙΚ. «Δεν έχουμε εντοπίσει πρακτικά του Υπουργικού Συμβουλίου, τα οποία ν’ αποκαλύπτουν μια τέτοια ενημέρωση ακόμη και όταν ο ΣΠΤ διερχόταν μέσα από σοβαρές κρίσεις. Άφηνε την κατάσταση να την χειρίζεται ο ίδιος κατά την απόλυτον αυτού κρίσιν», συμπληρώνει.
Στην έκθεσή της η Ερευνητική καταλογίζει ευθύνη όσον αφορά την προσπάθεια της ν’ αποστερήσει τον Γενικό Ελεγκτή της εξουσίας να ελέγχει την ΣΚΤ. Ωστόσο, σε άλλο σημείο της έκθεσης, η Ερευνητική υπενθυμίζει πως με πρωτοβουλία του ΔΗΣΥ αφαιρέθηκε η αρμοδιότητα του Γενικού Ελεγκτή με νόμο που ψηφίστηκε τον Οκτώβριο του 2016.
Αστικές και ενδεχομένως ποινικές ευθύνες για Νικόλα Χατζηγιάννη, έρευνες για Σταυρινίδη
Για τον τέως γενικό Διευθυντή της πρώην ΣΚΤ, Νικόλα Χατζηγιάννη, η Επιτροπή στην έκθεσή της λέει ότι αυτός «φέρει τεράστια ευθύνη για την τελική κατάληξη του ΣΠΤ και ειδικότερα της ΣΚΤ. Αποδείχθηκε πολύ κατώτερος των περιστάσεων».
Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο κ. Χατζηγιάννης δυνατόν να έχει αστικές ευθύνες οι οποίες πηγάζουν από τις πιο πάνω παραβιάσεις της συμφωνίας του με την ΣΚΤ.
«Πιστεύουμε όμως ότι ο κ. Χατζηγιάννης ενδεχόμενα ευθύνεται και για τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων τα οποία δυνατόν ν’ αποκαλυφθούν ύστερα από μια σε βάθος εξέταση από τις αστυνομικές αρχές. Χρήζουν ιδιαίτερα εξέτασης οι δραστηριότητες του κ. Χατζηγιάννη σε σχέση με την διαπραγμάτευση και κατάληξη σε συμφωνία με την Altamira, καθώς επίσης σε σχέση με τη γνώση του για τις υπερχρεώσεις τόκων».
Σημειώνει ακόμη ότι «της ίδιας σε βάθος εξέτασης χρήζει η σε συνεργασία με τον Γιάννη Σταυρινίδη δραστηριότητα του στον τομέα των διαφημίσεων».
Για τον τελευταίο, υπό την ιδιότητά του ως Διευθυντή της Διεύθυνσης Στρατηγικής και Ανασχηματισμού η Επιτροπή αναφέρεται σε «πολλά εκατομμύρια σε μια τετραετία» για σκοπούς διαφήμισης και συμπληρώνει: «Πιστεύουμε ότι υπάρχουν και εδώ περιθώρια περαιτέρω έρευνας από τις αστυνομικές αρχές».
Επικαλείται και πληροφόρηση που λήφθηκε από τον εσωτερικό έλεγχο που διενήργησε η ΚΕΔΙΠΕΣ για τα θέματα διαφήμισης «εντοπίζει ατασθαλίες, παρατυπίες, ανορθόδοξες πρακτικές και εισηγείται την περαιτέρω έρευνα σε σχέση με τρία πρόσωπα, ήτοι τους Γ. Σταυρινίδη, Ν. Χατζηγιάννηκαι Π. Ονησιφόρου».
Ύποπτη χαρακτηρίζει εξάλλου την επιμονή του Βαρνάβα Κουρουνά, Διευθυντή της Διεύθυνσης Διαχείρισης ΜΕΧ της ΣΚΤ. Η Επιτροπή λέει ότι η όλη συμπεριφορά του σε αγαστή συνεργασία με τον κ. Χατζηγιάννη όπως η ΣΚΤ προχωρήσει σε απευθείας ανάθεση προς την Altamira ήδη από το 2016, θεωρείται -από την Ερευνητική Επιτροπή- ύποπτη, ενώ η ΔΔΜΕΧ υπό τη δική του διαχείριση είχε πτωχότατα αποτελέσματα.
«Η όλη στάση του έναντι της διαδικασίας κατάληξης σε συμφωνία με την Altamira προκαλεί ερωτηματικά τα οποία χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης για ν’ απαντηθούν. Καλούμε ως εκ τούτου τις αστυνομικές αρχές να προχωρήσουν σε ενδελεχή εξέταση», αναφέρει η Επιτροπή.
Για την Επιτροπεία της ΣΚΤ, η Επιτροπή λέει ότι αυτή δεν εστελεχώνετο στη μεγάλη πλειοψηφία των μελών της από πεπειραμένα, ικανά και με ειδικές γνώσεις πρόσωπα.
«Δεν είχαν την ικανότητα και τις γνώσεις για τη λήψη ορθών αποφάσεων αλλά ιδιαίτερα ν’ αμφισβητούν και συμβάλλουν στην διόρθωση των λανθασμένων αποφάσεων της Εκτελεστικής Διεύθυνσης. Για λόγους που ήδη υποδείξαμε τους έλειπε η ανεξαρτησία γνώμης. Η ευθύνη τους για λανθασμένες αποφάσεις που ελήφθηκαν είναι τεράστια. Αποφάσεις ιδιαίτερα που είχαν σχέση με την αδυναμία μείωσης των ΜΕΧ. Ανκαι γι’ αυτό το θέμα περισσότερο μετρά η απραξία τους και η ανικανότητα συνειδητοποίησης των κινδύνων παρά οι αποφάσεις τους», αναφέρεται.
Εξάλλου η Ερευνητική Επιτροπή αποδίδει μερίδιο ευθύνης και στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, η οποία είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο θα μπορούσε να έχει επίδραση στα συμβαίνοντα στον ΣΠΤ και ειδικότερα στην ΣΚΤ.
«Πιστεύουμε», αναφέρεται, «ότι δεν άσκησε αυτό της το καθήκον κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Σημειώνουμε βέβαια ότι δεν αδράνησε γι’ αυτό είναι μεγάλος ο αριθμός των επιστολών της Διοικητού της ΚΤΚ τόσο προς την Επιτροπεία της Τράπεζας όσο και τον Υπουργό Οικονομικών αλλά και στον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με τις οποίες επισήμανε τα προβλήματα και ζητούσε την λήψη διορθωτικών μέτρων. Είχε μάλιστα η Διοικητής και προσωπικές επαφές με την Επιτροπεία της ΣΚΤ, με τον Υπουργό Οικονομικών και με τον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για συζήτηση των προβλημάτων του ΣΠΤ».
Αποδίδει επίσης μερίδιο ευθύνης και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, «γιατί θα μπορούσε με δικές της ενέργειες η πορεία πραγμάτων να είχε αλλάξει αλλά με κανένα τρόπο δεν λέμε ότι ευθύνεται για την κατάρρευση του ΣΠΤ στην Κύπρο».
Τέλος στην μετά του 2013 εποχή, αποδίδονται ευθύνες και στα πολιτικά κόμματα. «Δεν μπορεί επομένως παρά να καταλήξουμε στο τελικό συμπέρασμα ότι μέρος της ευθύνης για την κατάρρευση του ΣΠΤ φέρουν τα κόμματα τόσο στην πρώτη όσο και στην δεύτερη περίοδο ιδιαίτερα όμως στην πρώτη», αναφέρεται.
Ολόκληρη η έκθεση της Ερευνητικής Επιτροπής ΕΔΩ