Μιχάλης Λουκά
Το κόστος ηλεκτροπαραγωγής για την ΑΗΚ, που καθορίζεται από τις τιμές του μαζούτ και του πετρελαίου που εισάγει, βρίσκεται σε ευθεία γραμμή κατά το τελευταίο εξάμηνο. Ως εκ τούτου, παρατηρείται σταθεροποίηση και του ποσού χρέωσης των καταναλωτών ανά κιλοβατώρα, στα 30 σεντς, με ανεπαίσθητα σκαμπανεβάσματα.
Ενδεικτικά, η Αρχή Ηλεκτρισμού ενημερώνει πως με βάση τη μέση κατανάλωση ενός νοικοκυριού που υπολογίζεται στις 800 κιλοβατώρες τη διμηνία, ο λογαριασμός ανέρχεται στα 240 ευρώ. Στο ποσό συμπεριλαμβάνονται όλες οι χρεώσεις, όπως διευκρίνισε στο 24News η Χριστίνα Παπαδοπούλου.
Συνοπτικά, το κόστος ηλεκτροπαραγωγής, τα δικαιώματα εκπομπών ρύπων, τη χρήση δικτύου, τις επικουρικές υπηρεσίες, τη μέτρηση της κατανάλωσης, την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας, τη βοήθεια προς ευάλωτους καταναλωτές, τη συνεισφορά στο Ταμείο Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και τον ΦΠΑ.
Οι δύο τελευταίες χρεώσεις δεν καταλήγουν στο ταμείο της ΑΗΚ. Η χορηγία από το Υπουργείο Οικονομικών που παραμένει σε ισχύ, για τη μέση κατανάλωση των 800 κιλοβατώρων τη διμηνία, βρίσκεται στα 22 ευρώ.
Οι τιμές που υποχώρησαν
Η εκπρόσωπος τύπου του οργανισμού, μας ενημέρωσε ότι οι φετινές χρεώσεις, με βάση την τιμή της κιλοβατώρας είναι κατά 11% χαμηλότερες από τις περσινές, με τη διαφορά να εξηγείται με δύο τρόπους: την υποχώρηση τους κόστους των εισαγόμενων καυσίμων για σκοπούς ηλεκτροπαραγωγής, καθώς και την αισθητή μείωση της τιμής αγοράς των δικαιωμάτων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Σήμερα, η τιμή αγοράς ενός δικαιώματος βρίσκεται στα 62,5 ευρώ (οι ανάγκες της ΑΗΚ υπολογίζονταν στο πρόσφατο παρελθόν στα 3 εκατομμύρια δικαιώματα ετησίως). Ποσό που συνιστά αισθητή μείωση καθώς το 2023 είχαν ανέβει έως και τα 92 ευρώ το δικαίωμα.
Καθότι η σημερινή τιμή είναι αισθητά μειωμένη, η ΑΗΚ προχώρησε σε προαγορά δικαιωμάτων για το τρέχον έτος που αντιστοιχεί στο 15% των αναγκών της ώστε να συγκρατήσει το κόστος που μετακυλίεται στους καταναλωτές.