ΚΥΠΕ
Την προδικαστική ένσταση της υπεράσπισης για αναστολή της εκδίκασης του κατηγορούμενου για σφετερισμό ελληνοκυπριακών περιουσιών Σιμόν Αϊκούτ λόγω αδυναμίας δίκαιης δίκης εξέτασε το Κακουργιοδικείο την Παρασκευή. Το Δικαστήριο άκουσε τις αγορεύσεις της υπεράσπισης και της κατηγορούσας αρχής και όρισε την 20ή Δεκεμβρίου ως ημερομηνία για να ανακοινώσει την απόφασή του.
Η δικηγόρος του κατηγορούμενου, Μαρία Νεοφύτου, υποστήριξε, στην αγόρευσή της ότι ο κατηγορούμενος δεν θα τύχει δίκαιης δίκης, καθώς δεν μπορεί να προσκομίσει μάρτυρες υπεράσπισης της επιλογής του για να αποδείξει την αθωότητά του, καθώς είναι αδύνατο να κλητευθούν μάρτυρες που διαμένουν στα κατεχόμενα. «Θα πρέπει να κλητεύσουμε μάρτυρες. Αυτό είναι αντικειμενικά αδύνατο, το δικαστήριο έχει δικαστική γνώση ότι δεν μπορούν να εκδοθούν μαρτυρικές κλήσεις σε άτομα τα οποία διαμένουν στα κατεχόμενα», ανέφερε η κ. Νεοφύτου.
Υποστήριξε ότι στις καταθέσεις του ο κατηγορούμενος από την αρχή είχε αναφέρει ότι δεν ασχολήθηκε ο ίδιος ούτε με την αγορά, ούτε με την πώληση, ούτε με τα συμβόλαια αγοραπωλησίας, αλλά όλα τα έκανε ο γιος του. «Εμείς πρέπει να προσκομίσουμε μαρτυρία από πού αγοράστηκε (η γη), από ποιον πωλήθηκε, ποιος φαίνεται στα αγοραπωλητήρια, ποιοι δικηγόροι τα ετοίμασαν», είπε.
Η κ. Νεοφύτου επιχειρηματολόγησε ότι η Αστυνομία δεν είναι σε θέση να διερευνήσει τους ισχυρισμούς του κατηγορούμενου, καθώς δεν μπορεί να πάει στα κατεχόμενα για καταθέσεις, ούτε να πάρει υλικό από την «επιτροπή ακίνητης ιδιοκτησίας», ενώ σημείωσε ότι δεν υπάρχει δικαστική συνδρομή αφού δεν αναγνωρίζουμε την «αστυνομία» ή τον «έφορο εταιρειών» στα κατεχόμενα.
Επιπλέον, υποστήριξε ότι όποιο άτομο έρθει στη Δημοκρατία ως μάρτυρας και υπάρχει υποψία εναντίον του ότι αγόρασε ή πώλησε γη συλλαμβάνεται. Κατέθεσε κατάλογο με ονόματα μαρτύρων της υπεράσπισης, από τα οποία ο Όμιλος του κ. Αϊκούτ είχε αγοράσει περιουσία.
«Θέλουμε να τους κλητεύσουμε. Τρόπος δεν υπάρχει. Θέλουμε να κλητεύσουμε τα άτομα που πούλησαν τη γη, τα άτομα που αγόρασαν τη γη, τα άτομα που έκτισαν ό,τι είναι κτισμένο εκεί για να πουν ότι δεν έπαιρναν οδηγίες από τον κατηγορούμενο», είπε.
Το δεύτερο επιχείρημα της υπεράσπισης ήταν ότι δεν υπάρχει ενημερωμένο, επικαιροποιημένο αρχείο κτηματολογίου στην Κύπρο που αφορά τα κατεχόμενα. Όπως είπε, από το 1974 και μετά υπάρχει μία κατάσταση «προσωρινών τίτλων ιδιοκτησίας» για τα κατεχόμενα, ενώ οι τίτλοι ιδιοκτησίας που πιθανόν να παρουσιαστούν βασίζονται σε δηλώσεις που έγιναν ενώπιον κοινοτάρχη με βάση περιγραφές όπως «θυμούμαι το σπίτι μου 500 μέτρα από τη θάλασσα δίπλα από το δρόμο».
Η συνήγορος υπεράσπισης είπε ότι θα πρέπει ο κατηγορούμενος να αμφισβητήσει ότι αυτό δεν αντιστοιχεί σε αυτόν τον τίτλο που προσκομίζει η Αστυνομία στο δικαστήριο. «Το μη επικαιροποιημένο κτηματολόγιο που έχουμε δημιουργήσει δημιουργεί πρόβλημα στην υπεράσπιση του κατηγορούμενου για δίκαιη δίκη», εισηγήθηκε.
Το τρίτο επιχείρημα είναι ότι δεν μπορούν να κλητευθούν λειτουργοί ή φάκελοι από την «επιτροπή ακίνητης ιδιοκτησίας», καθώς αυτή δεν αναγνωρίζεται, στοιχεία τα οποία θα αποδείκνυαν, κατά την υπεράσπιση, ότι στο κατηγορητήριο υπάρχουν παραπονούμενοι οι οποίοι αποζημιώθηκαν από την «επιτροπή» και επομένως δεν θα έπρεπε να έχουν παράπονο από τον κατηγορούμενο.
Πρόσθεσε ότι λειτουργός της «επιτροπής» δεν έχει πρόβλημα να μαρτυρίσει, ωστόσο θα κληθεί να μαρτυρίσει για κάτι που απαγορεύεται, καθώς με βάση το ευρωπαϊκό δίκαιο είναι προσωπικά δεδομένα το ποιος αποζημιώθηκε και ποιος όχι, τα οποία δεν δικαιούται να τα αποκαλύψει, εκτός αν η Αστυνομία επιθυμεί να λάβει μέτρα. Η Αστυνομία όμως δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη της «επιτροπής», είπε, σημειώνοντας ότι είναι «φαύλος κύκλος».
Επιπρόσθετα, η κ. Νεοφύτου ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος φοβάται ότι λόγω του μικρού μεγέθους της χώρας όλοι έχουν συγγενή με περιουσία στα κατεχόμενα, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε επηρεασμό του δικαστηρίου. Η υπεράσπιση είπε ότι «έχουμε άρει κάθε αμφιβολία» προς τον κατηγορούμενο για αυτό το ενδεχόμενο και ότι τον διαβεβαίωσε ότι θα δικαστεί με βάση τον νόμο.
Από την πλευρά της ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Ανδρέας Αριστείδης, υποστήριξε ότι σύμφωνα με την κυπριακή νομολογία, το αίτημα για δίκαιη δίκη εξετάζεται στο τέλος της διαδικασίας, ώστε το Δικαστήριο να έχει ενώπιον του όλο το μαρτυρικό υλικό και να αποφασίσει ανάλογα αν ο κατηγορούμενος έχει τύχει δίκαιης δίκης ή όχι.
«Η υπεράσπιση ζητά αυτή τη στιγμή να αποφανθείτε χωρίς να γνωρίζετε ούτε τη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής ή το περιεχόμενο της μαρτυρίας που θέλει να φέρει. Πώς μπορεί το δικαστήριο σε αυτό το στάδιο να αποφανθεί αν υπάρχει ουσιώδης μαρτυρία που δεν μπορεί να προσκομίσει ο κατηγορούμενος;», είπε ο κ. Αριστείδης.
Πρόσθεσε ότι η εισήγηση της υπεράσπισης ότι κατά την ακρόαση της υπόθεσης δεν θα μπορεί να καλέσει μάρυτρες είναι «πρόωρη, θεωρητική και ανυπσοτήρικτη», σημειώνοντας ότι δεν έχει τεθεί κάτι που να την καθιστά εκ προοιμίου άδικη.
Επιχειρηματολόγησε, επίσης, ότι το να μην μπορεί να έρθει μάρτυρας υπεράσπισης επειδή μπορεί να διωχθεί είναι «αδιανόητο», επισημαίνοντας ότι αν ένας μάρτυρας υπεράσπισης έχει ποινική ευθύνη για την παρούσα υπόθεση, η αδυναμία παρουσίας του θα οφείλεται στον ίδιο και την απόφαση του να αποφύγει τη δικαιοσύνη.
Το γεγονός ότι ένας συναυτουργός αρνείται να δώσει μαρτυρία δεν καθιστά τη δίκη άδικη και δεν οδηγεί σε τερματισμό της διαδικασίας, είπε, κάνοντας λόγο για «επικίνδυνο προηγούμενο».
«Αν συλλάβουμε έναν κατηγορούμενο για οποιοδήποτε έγκλημα και οι συνεργοί του κατέφυγαν στο εξωτερικό θα μπορεί ο κατηγορούμενος να πει ότι ο ίδιος δεν φταίει σε τίποτε, και οι μάρτυρες δεν έρχονται να καταθέσουν γιατί θα τους συλλάβετε», είπε ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής.
Όσον αφορά το ζήτημα της «επιτροπής ακίνητης ιδιοκτησίας» είπε ότι η αποζημίωση δεν σημαίνει άρση του αδικήματος για δόλια εκμετάλλευση.
Όταν υπάρχει επαρκής μαρτυρία το δημόσιο συμφέρον επιτάσσει τη δίωξη αδικοπραγούντων και εκδίκαση υπόθεσης στη βάση αρχών δίκαιης δίκης. Ο κατηγορούμενος πρέπει να δικαστεί για το κατηγορητήριο και τα όποια ζητήματα προκύψουν για δυσκολία υπεράσπισης να κριθούν στο τέλος στη βάση όλης της μαρτυρίας.
«Η υπεράσπιση καλεί δικαστήριο να προκαταβάλει το αποτέλεσμα της δίκης και να αποφανθεί εκ των προτέρων ότι (τυχόν μαρτυρία) θα λειτουργούσε απαλλακτικά», σημείωσε, αναφέροντας ότι η προοπτική δίκαιης δίκης πρέπει να βασίζεται σε υπαρκτά δεδομένα και όχι σε μια υποτιθέμενη άδικη δίκη.
Επιπρόσθετα, ανέφερε ότι η αναστολή δίκης για λόγους κατάχρησης πρέπει να γίνεται στις πιο εξαιρετικές περιπτώσεις και επανέλαβε ότι υπό περιστάσεις μόνο στο στάδιο διαμόρφωσης της τελικής κρίσης μπορεί να αποφανθεί το Δικαστήριο αν η κατ’ ισχυρισμόν αδυναμία μαρτυρίας κατέστησε τη δίκη άδικη.
«Ο κατηγορούμενος σύμφωνα με τη μαρτυρία προέβη σε εκστρατεία σφετερισμού και εκμεταλλεύτηκε οικονομικά τα εγκλήματα της Τουρκίας εις βάρος ιδιοκτητών γης. Δεν μπορεί να ρίχνει το βάρος στην Κατηγορούσα Αρχή και να λέει ότι είναι καταχρηστική η δίκη του», σημείωσε, αναφέροντας ότι το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει να γίνει η δίκη. Ως εκ τούτων, ζήτησε το αίτημα της υπεράσπισης να απορριφθεί.
Η Πρόεδρος του Δικαστηρίου, Χριστιάνα Παρπόττα, σημείωσε ότι η απόφαση του Δικαστηρίου για την προδικαστική ένσταση θα ανακοινωθεί στις 20 Δεκεμβρίου 2024, στις 11πμ, όταν, σύμφωνα με την Πρόεδρο θα γίνει και η απάντηση επί του κατηγορητηρίου. Μέχρι τότε και λαμβάνοντας υπόψη ότι η επιμήκυνση του χρόνου κράτησης του κατηγορούμενου μέχρι την επόμενη δίκη, δεν είναι υπερβολική, ούτε δυσανάλογη του σκοπού της κράτησης, ο κατηγορούμενος παραμένει υπό κράτηση μέχρι επόμενη ορισθείσα δικάσιμο.