54 ετών σήμερα ο Ρομπέρτο Σεντόγια Εσκομπάρ ζει με τη γυναίκα σε μια απόμερη περιοχή της Μαγιόρκα με το όνομα Φίλιπ Γουίτκομπ, εκείνο που του έδωσε ο Βρετανός πράκτορας που τον έσωσε το 1965, όταν ήταν μόλις λίγων μηνών από ένα άγριο πιστολίδι, όπου ενεπλάκη ο 16χρονος τότε πατέρας του Πάμπλο και σκοτώθηκε η 14χρονη μητέρα του.
Ο πρωτότοκος γιος του Εσκομπάρ έγραψε μάλιστα ένα βιβλίο με τίτλο “First Born: Son of Escobar”, που θα κυκλοφορήσει αυτή την εβδομάδα στη Βρετανία και στο οποίο μιλά για την ιστορία της ζωής του και τα σχέδιά του να διαθέσει τα έσοδα από τις πωλήσεις σε φιλανθρωπικούς οργανισμούς προκειμένου «να εξιλεωθεί για τις αμαρτίες του πατέρα του». Μιλώντας στο πρόγραμμα Newsnight του ΒΒC o Φίλιπ Γουίτκομπ περιέγραψε με λεπτομέρειες πώς έμαθε σε ηλικία 24 ετών από τον άνθρωπο που τον είχε υιοθετήσει , ποιος ήταν ο πραγματικός του πατέρας, όταν βγήκαν μαζί για χριστουγεννιάτικα ψώνια το 1989.
«Ειλικρινά δεν γνώριζα ποιος ήταν [ο Πάμπλο Εσκομπάρ] στην πραγματικότητα. Εκείνη την εποχή δεν μου προξένησε την τεράστια εντύπωση που θα περίμενε ο κόσμος, επειδή δεν ήξερα ποιος πραγματικά ήταν. Χρειάστηκα κάποιο διάστημα για να επεξεργαστώ μέσα μου ποιος ήταν κι ο θετός μου πατέρας μού υπενθύμισε ότι ήταν ο άνδρας που επισκεπτόμασταν συχνά στο Μεντεγίν, έτσι είχα μια εικόνα του στο μυαλό μου». Ο Βρετανός πράκτορας που τον έσωσε, ο Πάτρικ Γουίτκομπ από το Χαλ της Αγγλίας, είχε σταλεί το 1959 με τη σύζυγό του Τζόαν από το Φόριν Όφις στη Μπογκοτά της Κολομβίας, όπου επισήμως εργαζόταν στο τυπογραφείο χαρτονομισμάτων De La Rue, αλλά στην πραγματικότητα συνεργαζόταν με δυτικές μυστικές υπηρεσίες και τις κολομβιανές ειδικές δυνάμεις για να διεισδύσει στα καρτέλ ναρκωτικών. Υιοθέτησε το παιδί από ένα ορφανοτροφείο, όπου είχε καταλήξει, αφού το εγκατέλειψε ο πατέρας του. Ωστόσο, ο «ΟΟ7», όπως αποκαλεί τον Γουίτκομπ ο πρωτότοκος γιος του Πάμπλο Εσκομπάρ, τον πήγαινε συχνά να δει τον βιολογικό του πατέρα, αφού ο πράκτορας της MI6 προσπαθούσε να κρατήσει επαφή με τον διαβόητο βαρώνο των ναρκωτικών.
«Θυμάμαι τη μυρωδιά του, θυμάμαι – για να είμαι ειλικρινής – ότι τον φοβόμουν λίγο, αφού ήμουν παιδί και δεν καταλάβαινα τι παιζόταν. Θυμάμαι όμως ότι απέπνεε μια μυρωδιά κολώνιας και μαριχουάνας, όπως αντιλήφθηκα πολύ αργότερα. Μια από τις πιο έντονες αναμνήσεις μου είναι όταν έβαλε [ο Πάμπλο Εσκομπάρ] το χέρι του στον ώμο μου και μου τόνισε ότι πρέπει να θυμάμαι ότι είμαι ένας Εσκομπάρ. Αυτή η ανάμνηση είχε κολλήσει στο μυαλό μου, αλλά πέρασε κάποιο διάστημα μέχρι να συνειδητοποιήσω για τι πράγμα μου μιλούσε ο θετός μου πατέρας».
Ερωτηθείς πώς νιώθει στη σκέψη ότι είναι γιος του Πάμπλο Εσκομπάρ η φωνή του Φίλιπ τρεμουλιάζει: «Δεν είναι καλό, δεν προσπαθώ επ’ ουδενί να τον δοξάσω. Είναι απλώς κάτι που δεν μπορείς να αποφύγεις και το δέχεσαι. Υπέφερα επί χρόνια. Άρχισα τη συγγραφή του βιβλίου αυτού το 1994, αλλά τα παράτησα για μεγάλο διάστημα επειδή υπέφερα από ψυχολογικά προβλήματα και κατέληξε για αρκετές εβδομάδες σε νοσοκομείο»…
Ο Φίλιπ περιέγραψε τον τρόμο που ένιωσε όταν ανακάλυψε ότι ο Πάμπλο Εσκομπάρ σκοτώθηκε σε ανταλλαγή πυροβολισμών με την αστυνομία στις 2 Δεκεμβρίου του 1993 στο Μεντεγίν. «Μου τηλεφώνησε ο θετός μου πατέρας στη Μαδρίτη και μου είπε ότι όταν επιστρέψω στο σπίτι μου θα έβρισκα σεκιουριτάδες που πλήρωνε εκείνος καθώς κι έναν σωματοφύλακα από τις ισπανικές ειδικές δυνάμεις που θα γινόταν η σκιά μου 24 ώρες το 24ωρο. Μέσα μου σήμανε συναγερμός, αναστατώθηκε, σκεφτόμουν “Θεέ μου, τι θα γίνει τώρα;” Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, αλλά ο τρόμος που ένιωσα ήταν τεράστιος την εποχή εκείνη»…
Πηγή: iefimerida.gr
Πηγή: iefimerida.gr