ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ

Απόφαση δικαστηρίου κάνει αποδεκτή συνταγή γιατρού εκτός ΓεΣΥ

Αναστάτωση και νέες περιπέτειες για το Γενικό Σύστημα Υγείας προκαλεί η νέα εξέλιξη

ΚΥΠΕ

Το Διοικητικό Δικαστήριο Λευκωσίας ακύρωσε με απόφαση που εξέδωσε την Τετάρτη προηγούμενη απόρριψη εκ μέρους του Οργανισμού Ασφάλισης Υγείας αιτήματος ασθενούς για εκτέλεση συνταγής ιατρού μέσω του Γενικού Συστήματος Υγείας με το επιχείρημα ότι ο ιατρός που τη συνταγογράφησε δεν ήταν συμβεβλημένος με το ΓεΣΥ.

Σύμφωνα με το κείμενο της απόφασης, προχωρώντας στην εξέταση της ουσίας των επιχειρημάτων, το Δικαστήριο αναφέρει πως ως επίδικο ζήτημα αναφύεται το κατά πόσον, εκ της σχετικής νομοθεσίας, τίθεται ως προαπαιτούμενο, για την χορήγηση φαρμακευτικών προϊόντων σε δικαιούχο, η συνταγογράφηση να γίνεται από ιατρό προσωπικό ή ειδικό, συμβεβλημένο με τον καθ' ου η αίτηση Οργανισμό.

Όπως αναφέρεται, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση, ο καθ΄ ου η αίτηση, απέρριψε αίτημα του αιτητή προς λήψη των αναγκαίων φαρμακευτικών προϊόντων εντός του πλαισίου του ΓεΣΥ, λόγω του ότι τα εν λόγω φάρμακα δεν είχαν συνταγογραφηθεί από ιατρό συμβεβλημένο με τον Οργανισμό, καίτοι αποτελεί παραδεκτό γεγονός πως αυτά ήταν εντός του καταλόγου φαρμακευτικών προϊόντων, την δαπάνη των οποίων καλύπτει ο Οργανισμός, στα πλαίσια του συστήματος.

Προστίθεται ότι ανάμεσα στις υπηρεσίες φροντίδας υγείας που παρέχονται από το σύστημα, είναι τόσο οι υπηρεσίες φροντίδας υγείας από προσωπικούς ιατρούς, όσο κι οι υπηρεσίες φροντίδας υγείας από ειδικούς ιατρούς, αλλά κι η παροχή των αναγκαίων φαρμακευτικών προϊόντων, ιατροτεχνολογικών προϊόντων και υγειονομικών ειδών (που περιλαμβάνονται στον κατάλογο των καλυπτόμενων δαπανών από τον Οργανισμό μέσω του συστήματος), που «χορηγούνται με βάση συνταγή που εκδίδει ιατρός ή οδοντίατρος».

«Δεν είναι τυχαίος ο καθορισμός της παροχής υπηρεσιών φροντίδας υγείας, στις διατάξεις του άρθρου 23 του Νόμου, από ιατρούς που διακρίνονται σε δύο κατηγορίες (προσωπικούς και ειδικούς), χωρίς, όμως, να γίνεται τέτοια διάκριση για την χορήγηση των αναγκαίων φαρμακευτικών προϊόντων, για την οποία υπηρεσία, απαιτείται συνταγή που εκδίδει ιατρός», σημειώνεται ακολούθως.

«Συνεπώς, πάροχος των φαρμακευτικών προϊόντων, είναι ο φαρμακοποιός, ο οποίος κατά τις διατάξεις του άρθρου 30(β), θα πρέπει να είναι συμβεβλημένος με τον Οργανισμό, ενώ τέτοια υποχρέωση, δεν προκύπτει ρητώς να απαιτείται για τον εκδότη της συνταγής, παρά μόνον αυτή να εκδίδεται από ιατρό. Χωρίς αναφορά, είτε σε προσωπικό, είτε σε ειδικό», συμπληρώνεται σχετικά.

Επισημαίνεται ότι βάσει των ανωτέρω, ο συμβεβλημένος με τον Οργανισμό φαρμακοποιός «ενεργεί ως πάροχος υπηρεσιών φροντίδας υγείας, σε σχέση με τα αναγκαία φαρμακευτικά προϊόντα, εκτελώντας συνταγή που εκδίδεται από "ιατρό" ή οδοντίατρο και επιπρόσθετα και τηρουμένων των διατάξεων της υποπαραγράφου (α) της παραγράφου (1), ενεργεί και ως πάροχος υπηρεσιών φροντίδας υγείας για την χορήγηση φαρμακευτικών προϊόντων, κατόπιν συνταγής που εκδίδουν προσωπικοί και ειδικοί ιατροί».

«Επομένως, κατά την γραμματική ερμηνεία του συνόλου των πιο πάνω αναφερόμενων νομοθετικών διατάξεων, εφόσον το δικαιούχο πρόσωπο, επιλέξει να λάβει τις υπηρεσίες φροντίδας υγείας από προσωπικό ιατρό ή ειδικό ιατρό, τότε το σύστημα καλύπτει την δαπάνη της αμοιβής τους, όπως και τα αναγκαία φαρμακευτικά προϊόντα, ιατροτεχνολογικά προϊόντα και υγειονομικά είδη, βάσει της συνταγής που ο προσωπικός ή ειδικός ιατρός θα εκδώσει, από συμβεβλημένο προς τούτο φαρμακοποιό», υπογραμμίζεται.

Συμπληρώνεται ότι εφόσον ο δικαιούχος επιλέξει να μην κάνει χρήση και των υπηρεσιών φροντίδας υγείας από προσωπικό ή ειδικό ιατρό, αλλά από ιατρό της επιλογής του, τότε την δαπάνη της αμοιβής του, την καλύπτει ο ίδιος ο δικαιούχος, ενώ κατά τις διατάξεις του άρθρου 22(δ), όπως αυτό είναι διατυπωμένο, «τα αναγκαία φαρμακευτικά προϊόντα, ιατροτεχνολογικά προϊόντα και υγειονομικά είδη, εντός του καταλόγου του συστήματος, βάσει συνταγής που εκδίδει ο ιατρός της επιλογής του δικαιούχου, καλύπτονται από το σύστημα, εφόσον η συνταγή εκτελεσθεί από συμβεβλημένο φαρμακοποιό».

Στη βάση των πιο πάνω, το Δικαστήριο καταλήγει πως «η ερμηνεία που αποδόθηκε από τον καθ' ου η αίτηση Οργανισμό, υπήρξε πεπλανημένη, με προσθήκη λέξεων και συνδυασμό προνοιών της νομοθεσίας, προκειμένου να επιτευχθεί ερμηνεία, η οποία δεν συνάδει με την απόδοση του απλού γραμματικού νοήματος της λέξης “ιατρού”, όπως αυτή αναφέρεται στο άρθρο 22(2)(δ) του Νόμου, σε ό,τι αφορά την ανεξάρτητη και αυτοτελή παροχή υπηρεσιών φροντίδας υγείας, που αφορά στην έκδοση συνταγής από "ιατρό" για την χορήγηση των αναγκαίων φαρμακευτικών προϊόντων, ιατροτεχνολογικών προϊόντων και υγειονομικών ειδών, ανεξαρτήτως της χρήσης από τον δικαιούχο και των υπηρεσιών φροντίδας υγείας από προσωπικό ή ειδικό ιατρό, κατά τα εδάφια (2)(α) και (β) του ίδιου άρθρου».

«Ο καθ΄ου η αίτηση Οργανισμός, υπό πλάνη περί το Νόμο, απέρριψε το αίτημα του αιτητή, κρίνοντας πως για τη λήψη των αναγκαίων φαρμακευτικών προϊόντων εντός πλαισίου ΓεΣΥ, θα έπρεπε αυτά να συνταγογραφηθούν από συμβεβλημένο με τον Οργανισμό παροχέα / ιατρό, καθότι τέτοια υποχρέωση δεν προκύπτει από τις πρόνοιες του άρθρου 22(2)(δ), πρόνοιες που ρυθμίζουν την ανεξάρτητη παροχή υπηρεσιών φροντίδας υγείας, σε ό,τι αφορά την παροχή των αναγκαίων φαρμακευτικών προϊόντων, εντός πάντοτε του καταλόγου του ΓεΣΥ, βάσει συνταγής που εκδίδεται από ιατρό, ανεξαρτήτως του κατά πόσον αυτός είναι ή όχι συμβεβλημένος με τον Οργανισμό, νοουμένου ότι η εκτέλεση της συνταγής θα γίνει από συμβεβλημένο φαρμακοποιό», επισημαίνεται.

«Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. Επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εναντίον του καθ' ου η αίτηση €2.000 πλέον Φ.Π.Α.», καταλήγει η απόφαση.

Κοινωνία: Τελευταία Ενημέρωση