Η νέα σειρά του Netflix με τίτλο «Monster: The Jeffrey Dahmer Story», παρουσιάζει την πορεία της ζωής του Τζέφρι Ντάμερ, του ανθρώπου που ήταν υπεύθυνος για δεκαεπτά δολοφονίες νεαρών ανδρών, μεταξύ των ετών 1978 και 1991, με ιδιαίτερα σκληρές μεθόδους, συμπεριλαμβανομένων πράξεων σεξουαλικής βίας, νεκροφιλίας και κανιβαλισμού. Πρόκειται για έναν από τους πιο γνωστούς serial killer των ΗΠΑ, με εγκλήματα που συγκλόνισαν ολόκληρο τον κόσμο.
Ο Τζέφρι Ντάμερ ήταν ένας γλυκομίλητος και ευγενικός άντρας, από μια οικογένεια με γονείς μορφωμένους, που προσπαθούσαν να παρέχουν σε εκείνον και στον μικρότερο αδερφό του ό,τι μπορούσαν.
Οι φωτογραφίες της οικογένειας παρουσιάζουν ένα περιβάλλον φυσιολογικό, έναν χαμογελαστό Τζέφρι δίπλα στον πατέρα του ή τη μητέρα του, ωστόσο οι δασκάλες περιέγραφαν ένα παιδί με σημάδια ψυχολογικής παραμέλησης, του έλειπε η ψυχική επαφή και το χάδι.
Ο γάμος των γονιών του είχε πολλά προβλήματα και όταν ο Ντάμερ ολοκλήρωσε τη σχολική φοίτηση, ήρθε το διαζύγιο. Ο πατέρας του ήταν ακόμη φοιτητής, όταν παντρεύτηκε και μέχρι να τελειώσει το διδακτορικό του ήταν συχνά απών. Η μητέρα του περιγράφεται ως μια γυναίκα υποχόνδρια, που αποζητούσε την προσοχή του άντρα της, εμφανίζοντας συχνά προβλήματα υγείας.
Στις 22 Ιουλίου 1991, όταν ήρθαν στο φως τα εγκλήματα του Ντάμερ, ο χημικός πατέρας του και η σύμβουλος υγείας μητέρα του αγωνιούσαν να καταλάβουν ποιο δικό τους λάθος οδήγησε τον γιο τους, σε αυτή την ανεξήγητη και εγκληματική πορεία. Την ίδια στιγμή που ο Τύπος οργίαζε με τα εξώφυλλα να διαπομπεύουν «Το Τέρας», «Το Κτήνος», «Ο Κανίβαλος του Μιλγουόκι».
Jeffrey Dahmer’s first victim had been dead exactly a year when the “Milwaukee Cannibal” completed military training in San Antonio. https://t.co/iaUbgzqXNY
— MySA (@mySA) September 22, 2022
Ποιος ήταν ο Τζέφρι Ντάμερ
Ο Τζέφρι Ντάμερ γεννήθηκε στις 21 Μαΐου του 1960 και μεγάλωσε σε μία φυσιολογική οικογένεια. Οι γονείς του δεν τον κακοποιούσαν και δεν μεγάλωσε στη φτώχεια. Αν και οι γονείς του καβγάδιζαν συχνά, ήταν αφοσιωμένοι στη φροντίδα του γιου τους και ποτέ δεν τον παραμέλησαν. Σύμφωνα με τον πατέρα του, οι περιέργειες του Ντάμερ, που αργότερα θα εξελίσσονταν σε δολοφονικές ενέργειες, ξεκίνησαν στην ηλικία των 4 ετών. Τότε ο Αμερικανός κατά συρροή δολοφόνος, παρακολουθούσε τον πατέρα του, που μάζευε τα κόκαλα πεθαμένων ζώων από την αυλή και τη δασική περιοχή, γύρω από το σπίτι τους. Τότε μεγάλη εντύπωση του έκανε ο ήχος από το σπάσιμο που έκαναν τα κόκαλα, ο οποίος μάλιστα του προκαλούσε και ενθουσιασμό.
Από εκεί και έπειτα ξεκίνησε το ενδιαφέρον του Τζέφρι για τα ζώα, το οποίο όσο περνούσαν τα χρόνια, γινόταν όλο και πιο... μακάβριο. Όπως έγινε γνωστό συνήθιζε να μαζεύει τα ζώα που σκοτώνονταν από αυτοκίνητα και να τα εγχειρεί, για να εξετάσει την ανατομία τους. Μάλιστα κάποια στιγμή ρώτησε τον πατέρα του τι θα γινόταν αν έβαζε τα κόκαλα ενός κοτόπουλου στη χλωρίνη και ο πατέρας του, θεωρώντας πως ο γιος του ανέπτυσσε ένα επιστημονικής φύσεως ενδιαφέρον, του έδειξε πώς να χειρίζεται τις χημικές ουσίες, που αργότερα θα χρησιμοποιούσε στις δολοφονίες του.
Η ομοφυλοφιλία
Όταν μπήκε στην εφηβεία, συνειδητοποίησε ότι ήταν ομοφυλόφιλος, όμως δεν αποκάλυψε σε κανέναν τις σεξουαλικές του προτιμήσεις.
Είχε μια σύντομη σχέση με έναν άλλο έφηβο, αν και δεν είχαν ποτέ σεξουαλική επαφή. Άρχισε να φαντασιώνεται ότι κυριαρχεί και ελέγχει, έναν εντελώς υποτακτικό σύντροφο και οι αυνανιστικές φαντασιώσεις του, εστιάζονταν στο στήθος και τον κορμό των σωμάτων. Στα 16 του αποφάσισε να επιτεθεί σε έναν ελκυστικό νεαρό και περίμενε κρυμμένος στους θάμνους κρατώντας ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ, αλλά εκείνος δεν πέρασε.
Ήθελε ο παρτενέρ του να είναι ακίνητος, σχεδόν σαν πτώμα και συνέδεσε πολύ στενά την έννοια της σεξουαλικής ευχαρίστησης με τον διαμελισμό ζώων, που ήταν η κύρια ασχολία του εκείνη την περίοδο. Βέβαια ο πρώτος φόνος και η εκδήλωση της διεστραμμένης του σεξουαλικότητας, δεν θα αργούσαν να φανούν.
Ο πρώτος φόνος
Ήταν 18 Ιουνίου του 1978 και ο Τζέφρι Ντάμερ, είχε μόλις αποφοιτήσει από το λύκειο. Εκείνη την περίοδο έμενε μόνος του στο πατρικό του σπίτι, καθώς οι γονείς του είχαν χωρίσει. Ένα απόγευμα και καθώς οδηγούσε προς το σπίτι, ο 18χρονος Στίβεν Χικς έκανε ωτοστόπ και του ζήτησε να τον μεταφέρει στη διπλανή πόλη. Ο Ντάμερ δέχτηκε, ωστόσο του πρότεινε να κάνουν ένα διάλειμμα και να χαλαρώσουν, πίνοντας μπύρες στο υπόγειο του σπιτιού του.
Όταν ο 18χρονος ετοιμάστηκε με σκοπό να φύγει, ο Τζέφρι Ντάμερ τον χτύπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού με ένα βαράκι και μόλις είδε ότι ο νεαρός ανέπνεε ακόμη, τον στραγγάλισε με ένα σχοινί, ενώ ολοκλήρωσε τη σεξουαλική του φαντασίωση, όταν αυνανίστηκε πάνω από το πτώμα του νεαρού αγοριού. Την επόμενη μέρα διαμέλισε το σώμα, το επεξεργάστηκε και το έθαψε στον κήπο. Μερικές εβδομάδες αργότερα, το ξέθαψε και ξεχώρισε τη σάρκα από τα οστά. Κατέστρεψε το δέρμα μέσα σε οξύ και θρυμμάτισε τα οστά με βαριοπούλα.
Μετά την πρώτη δολοφονία άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο του Οχάιο, αλλά οι βαθμοί του ήταν πολύ χαμηλοί και είχε γίνει αλκοολικός. Όταν ο πατέρας του βρήκε το φοιτητικό του δωμάτιο γεμάτο μπουκάλια, αρνούμενος να πληρώνει άλλο για τις σπουδές του, του πρότεινε να πάει στον στρατό. Ο Ντάμερ στρατολογήθηκε τον Ιανουάριο του 1979, τοποθετήθηκε στη Δυτική Γερμανία και υπηρέτησε έως τον Μάρτιο του 1981, οπότε και απολύθηκε λόγω των προβλημάτων του με το αλκοόλ. Για τον ίδιο λόγο, όταν γύρισε στις ΗΠΑ, ο πατέρας και η μητριά του δυσαρεστήθηκαν με την κατάστασή του και τον έστειλαν να μείνει με τη γιαγιά του.
Η γιαγιά του Ντάμερ ήταν το μόνο μέλος της οικογένειας στο οποίο έδειχνε αγάπη. Υπολόγιζαν στην επιρροή της και θεωρούσαν ότι θα μπορούσε να τον πείσει να κόψει το αλκοόλ και να βρει δουλειά. Ζούσε αρμονικά με τη γιαγιά του, τη συνόδευε στην εκκλησία και έκανε δουλειές, όμως οι καταχρήσεις δεν λάμβαναν το τέλος που επιθυμούσε η οικογένεια.
Το 1985 έπιασε δουλειά σε μια βιοτεχνία παρασκευής σοκολάτας, όπου δούλευε τη νύχτα. Στο μεταξύ, έχοντας πια αποδεχτεί τη σεξουαλική του ταυτότητα, σύχναζε στα γκέι μπαρ και τα λουτρά ομοφυλόφιλων του Μιλγουόκι.
Μάλιστα εκείνη την εποχή αυτή είχε κλέψει από ένα κατάστημα και είχε φέρει στο σπίτι μια αντρική κούκλα βιτρίνας, την οποία χρησιμοποιούσε για σεξουαλική διέγερση. Η γιαγιά του, όταν βρήκε την κούκλα στη ντουλάπα, του ζήτησε να την πετάξει. Αυτή η ερωτική επιθυμία που παρουσίασε ο Ντάμερ, ονομάζεται αγαλματοφιλία ή Πυγμαλιωνισμός. Η ερωτική επιθυμία γεννιέται από την «ομορφιά της ακινησίας».
Ο Τζέφρι Ντάμερ αν και είχε πολλές «κατακτήσεις», δεν έμενε ποτέ εντελώς ικανοποιημένος από τους παρτενέρ του, γιατί ήταν πολύ κινητικοί κατά τη διάρκεια του σεξ. Έτσι άρχισε να ρίχνει στο ποτό τους υπνωτικά χάπια και συνουσιαζόταν μαζί τους, όσο αυτοί κοιμόντουσαν. Ωστόσο μετά από λίγο καιρό, ούτε και αυτό δεν ήταν αρκετό, για να τον ικανοποιήσει.
Ο δεύτερος φόνος
Στις 20 Νοεμβρίου του 1987, ο Ντάμερ βρήκε το επόμενο θύμα του, τον Στίβεν Τουόμι, τον οποίο γνώρισε σε ένα γκέι bar. Δεν είχε σκοπό να τον σκοτώσει, ούτε θυμόταν να τον ξυλοκοπά, αλλά τα σημάδια από τις γροθιές του, ήταν εμφανή πάνω στο πτώμα. Δεν ήθελε να βασανίζει τα θύματά του, για αυτό τα νάρκωνε, για να μην υποφέρουν.
Μόλις ξύπνησε δίπλα στον νεκρό άνδρα διαμέλισε το σώμα του, έλιωσε τα οστά και τα πέταξε στα σκουπίδια. Έβρασε το κρανίο του και το κράτησε για δύο εβδομάδες, χρησιμοποιώντας το για να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές του ορέξεις..
Από εκείνη τη στιγμή μέχρι και τη σύλληψή του, το 1991, ο Τζέφρι Ντάμερ δεν σταμάτησε να σκοτώνει και πλέον ήταν και νεκρόφιλος, καθώς μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η επαφή με τα πτώματα.
Ορισμένες φορές κρατούσε τα κρανία και αφού τα έβραζε, τα έβαφε γκρι, για να φαίνονται σαν πλαστικές κούκλες. Ακόμα, αν είχε αδυναμία σε κάποιο θύμα, βαλσάμωνε τα γεννητικά του όργανα και όποιο άλλο σημείο του σώματός του θεωρούσε πολύ όμορφο.
Ο κανιβαλισμός
Μεταξύ άλλων ο Τζέφρι Ντάμερ επιχείρησε να δημιουργήσει «ζόμπι». Έκανε αυτοσχέδιες λοβοτομές σε μερικά από τα θύματά του και τους έβαζε με ένεση στον εγκέφαλο οξύ ή καυτό νερό, όμως οι άντρες έφευγαν από τη ζωή μετά από λίγες ώρες.
Κάποια στιγμή, άρχισε να τρώει μερικά από τα κομμάτια των εραστών του, με την ελπίδα πως έτσι θα τους κρατά για πάντα κοντά του. Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι ο κανιβαλισμός συνοδεύει συχνά τη νεκροφιλία και στην περίπτωση του Ντάμερ, αυτός ήταν ένας τρόπος, για να αντιμετωπίσει τη μοναξιά του.
Η γυναίκα που προσπάθησε να σταματήσει τη δράση του
Δίπλα από το διαμέρισμα του Τζέφρι Ντάμερ, βρισκόταν η γειτόνισσά του, η Γκλέντρα Κλίβελαντ, η οποία επανειλημμένως είχε προσπαθήσει να αναφέρει στις αρχές, ότι «κάτι περίεργο» συνέβαινε στο διπλανό σπίτι, καθώς άσχημες μυρωδιές, κραυγές και ήχοι ηλεκτρικών εργαλείων, έρχονταν από τον χώρο. Ωστόσο, η αστυνομία την αγνοούσε λόγω του ότι ήταν μαύρη.
Η Κλίβελαντ πέθανε στις 24 Δεκεμβρίου 2010, σε ηλικία 56 ετών, στο Μιλγουόκι στο διαμέρισμά της. Κάποιοι ανήσυχοι γείτονες, οι οποίοι δεν την είχαν δει για λίγες μέρες, μίλησαν στην αστυνομία, η οποία στη συνέχεια τη βρήκε ξαπλωμένη στο πάτωμα στο διαμέρισμά της. Η έκθεση του ιατροδικαστή ανέφερε ότι είναι «φυσικός θάνατος που προκαλείται από καρδιακές παθήσεις και υψηλή πίεση αίματος». Η κόρη της απέδωσε τον θάνατο της μητέρας της στο έντονο κάπνισμα.
Η σύλληψη
Ήταν 27 Μαΐου του 1990, όταν ο Ντάμερ κόντεψε να συλληφθεί από την αστυνομία, όταν ένα από τα θύματά του απέδρασε. Ο 14χρονος ζαλισμένος μετά τα ποτά και τις ενέσεις, ζήτησε βοήθεια από τρεις γυναίκες που βρίσκονταν στον δρόμο, οι οποίες κάλεσαν την αστυνομία. Ωστόσο, ο Ντάμερ κατάφερε να πείσει τους αστυνομικούς ότι ο νεαρός ήταν ο ενήλικος σύντροφός του, που το έσκασε μετά από καβγά τους. Οι αστυνομικοί παρέδωσαν τον 14χρονο πίσω στον Ντάμερ, καταγράφοντας το περιστατικό ως καβγά μεταξύ εραστών.
Στις 22 Ιουλίου το βράδυ ο Τζέφρι Ντάμερ, είχε προσεγγίσει τρεις άντρες και προσφέροντάς τους 100 δολάρια, τους πρότεινε να τον ακολουθήσουν στο διαμέρισμά του, για να τους φωτογραφίσει γυμνούς, να πιουν μπύρες και να χαλαρώσουν. Από τους τρεις δέχθηκε μόνο ένας, ο 32χρονος Τρέισι Έντουαρντς.
Μόλις έφτασαν στο διαμέρισμα ο Ντάμερ επιχείρησε να του περάσει χειροπέδες, αλλά μόλις πέρασε τη μια στο ένα χέρι, το θύμα αντέδρασε. Τότε τον οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα για να τον φωτογραφίσει, ενώ κρατούσε ένα μαχαίρι. Ο Έντουαρντς ξεκούμπωσε το πουκάμισό του για να ηρεμήσει τον Ντάμερ, λέγοντας ότι θα του επέτρεπε να τον φωτογραφίσει, αν του έβγαζε τις χειροπέδες και απομάκρυνε το μαχαίρι. Ο Ντάμερ απλώς, ακούμπησε το κεφάλι του στο στήθος του Έντουαρντς, άκουσε τον χτύπο της καρδιάς του και, πιέζοντας το μαχαίρι, δήλωσε ότι θα του φάει την καρδιά.
Ο χώρος ήταν γεμάτος αφίσες ανδρών και είχε μια βαριά μυρωδιά που έβγαινε από ένα τεράστιο βαρέλι, ενώ στην τηλεόραση έπαιζε η ταινία «Ο Εξορκιστής 3». Ο Έντουαρντς ζήτησε από τον Ντάμερ να καθίσουν για μια μπύρα στο υπνοδωμάτιο, που είχε κλιματισμό, ενώ προσπαθούσε να σκεφτεί έναν τρόπο για να δραπετεύσει. Επί πέντε ώρες μιλούσε ήρεμα στον Ντάμερ και του έλεγε ότι είναι φίλος του, ώσπου κάποια στιγμή που ο Τζέφρι Ντάμερ έδειξε αφηρημένος και ο Έντουαρντς σηκώθηκε από τον καναπέ, έσπρωξε τον Ντάμερ και βγήκε τρέχοντας από την εξώπορτα.
Στον δρόμο σταμάτησε ένα περιπολικό και, έχοντας κρεμασμένες στο ένα χέρι τις χειροπέδες, εξήγησε στους αστυνομικούς το συμβάν και τους οδήγησε στο διαμέρισμα του δολοφόνου. Εκεί οι αστυνομικοί, επαλήθευσαν τα στοιχεία που τους είχε δώσει ο Έντουαρντς. Βρήκαν 83 φωτογραφίες πτωμάτων σε διάφορα στάδια αποσύνθεσης. Ακόμα ανακάλυψαν το βαρέλι με το οξύ που περιείχε τα διαμελισμένα κορμιά τριών αντρών, μια κατάψυξη γεμάτη με τα άκρα των θυμάτων, κουτιά με μουμιοποιημένα χέρια και γεννητικά όργανα και κομμένα κεφάλια στο ψυγείο.
Επί δύο εβδομάδες ντετέκτιβ του Ανθρωποκτονιών και του FBI, ανέκριναν τον Τζέφρι Ντάμερ σχετικά με τις δολοφονίες που είχε διαπράξει και τα αποδεικτικά στοιχεία που βρέθηκαν στο διαμέρισμά του. Ο Ντάμερ παραιτήθηκε από το δικαίωμά του να έχει δικηγόρο παρόντα στις ανακρίσεις, λέγοντας ότι ήθελε να ομολογήσει όλα όσα είχε κάνει. Παραδέχθηκε ότι δολοφόνησε 16 νέους άνδρες στο Ουισκόνσιν από το 1987 και έναν ακόμη νεαρό, τον Στίβεν Χικς που ήταν το πρώτο θύμα του, στο Οχάιο το 1978.
Η δίκη του στο Μιλγουόκι του Ουισκόνσιν
Ο Ντάμερ ομολόγησε την ενοχή του για τις δολοφονίες, αλλά στη δίκη, οι συνήγοροι υπεράσπισης υποστήριξαν ότι ήταν παράφρων. Η Εισαγγελία απέρριψε το επιχείρημα. Ο δικαστικός ψυχίατρος Παρκ Ντίετζ, έκρινε ότι μπορούσε να δικαστεί, επειδή κατά τον νόμο είχε σώας τας φρένας.
«Ο Ντάμερ προσπαθούσε να μείνει μόνος με το θύμα για να μην έχει μάρτυρες. Τα εγκλήματά του δεν ήταν παρορμητικά, ετοίμαζε εκ των προτέρων κάθε δολοφονία. Έπασχε από «Πυγμαλιωνισμό», αλλά αν και η παραφιλία του δεν ήταν θέμα προσωπικής επιλογής, δεν ήταν σαδιστής. Η συνήθειά του να είναι μεθυσμένος πριν δολοφονήσει δείχνει ότι είχε επίγνωση του σωστού και λάθους και ήθελε να ξεπεράσει τις αναστολές του».
One of Jeffrey Dahmer's victims kin loses control at Dahmer trial pic.twitter.com/AQfgB0ZJn0
— wanderlust (@anthologyrm) September 19, 2022
Πολλοί ψυχίατροι διέγνωσαν διάφορες διαταραχές προσωπικότητας, αλλά το δικαστήριο έκρινε ότι καμιά από αυτές δεν αποτελούσε ελαφρυντικό για την ποινή. Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη συν 70 χρόνια.
Ο serial killer πέθανε για όσα έκανε, στις 28 Νοεμβρίου του 1994, όταν ένας συγκρατούμενος, που αποκαλούσε τον εαυτό του «Χριστό», τον ξυλοκόπησε με μεταλλική ράβδο στο ντουζ του γυμναστηρίου, μέχρι θανάτου. Όσο βρισκόταν στη φυλακή, ο Ντάμερ είχε βαφτιστεί ξανά και δήλωνε μετανιωμένος για τα εγκλήματά του.
Το καστ της ταινίας «Monster: The Jeffrey Dahmer Story»
Ο πρωταγωνιστής του «American Horror Story», Έβαν Πίτερς, υποδύεται τον Τζέφρι Ντάμερ. Το καστ συμπληρώνουν η Νίσι Νας, που υποδύεται τη γειτόνισσα του Ντάμερ, Γκλέντα, ο Ρίτσαρντ Τζένκινς, που υποδύεται τον πατέρα του και η Μόλι Ρίνγκγουολντ στον ρόλο της μητριάς του. Ο Ράιαν Μέρφι με τον επί σειρά ετών συνεργάτη του Ίαν Μπρέναν συνυπογράφουν τη σειρά, ενώ τη διεύθυνση παραγωγής έχει αναλάβει ο Τζο Μπέρλιντζερ.
Η ζωή και τα φρικιαστικά εγκλήματα του Ντάμερ έχουν εμπνεύσει αμέτρητα ντοκιμαντέρ, ταινίες και μια θεατρική παράσταση. Στην ταινία τρόμου με τίτλο «Dahmer» (2002) τον δολοφόνο υποδύθηκε ο ηθοποιός Τζέρεμι Ρένερ, ενώ ο Ρος Λιντς, ενσάρκωσε τον κατά συρροή δολοφόνο στα χρόνια της εφηβείας του στο «My Friend Dahmer» (2017), ταινία βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Τζον Μπάκντερφ.
Πηγή: protothema.gr