24news team
Τη δική τους θέση για το σίριαλ του δρόμου Πάφου – Πόλης Χρυσοχούς, έδωσαν η Ελεγκτική Υπηρεσία και το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας, αποδίδοντας ευθύνες για τις καθυστερήσεις που παρουσίαζε το έργο, πριν διακοπεί, καθώς και για τις εγγυητικές.
Το έργο παρουσίαζε εξαρχής σοβαρές καθυστερήσεις αφού η οικονομική πρόοδος της εργασίας που εκτελέστηκε ανερχόταν σε ποσοστό μικρότερο του 4% με το πέρας του 47,6% του συμβατικού χρόνου, δηλαδή στους 20 από τους 42 μήνες που θεωρητικά θα διαρκούσαν οι εργασίες, διαπίστωσε η Ελεγκτική Υπηρεσία.
Στο υπόμνημα, το οποίο κατατέθηκε ενώπιον της κοινοβουλευτικής επιτροπής ελέγχου, προστίθεται πως με βάση τους πιο πάνω ρυθμούς η Ελεγκτική Υπηρεσία, στις 20 Δεκεμβρίου του 2023 επεσήμανε στο Τμήμα Δημοσίων Έργων την έντονη ανησυχία και τον προβληματισμό της σχετικά με την καθυστέρηση και τη δυσμενή εξέλιξη στην πρόοδο υλοποίησης του έργου.
Ως εκ των πιο πάνω, προστίθεται στο υπόμνημα, εύλογα γίνεται αντιληπτό ότι οι εργασίες ουδέποτε παρουσίαζαν ουσιαστική πρόοδο και κρινόταν εξαιρετικά αμφίβολο κατά πόσον το έργο θα ολοκληρωνόταν, ακόμη και μέχρι την 1η Μαΐου 2025 κατά την οποία ο εργολάβος αυθαίρετα, όπως αναφέρεται, είχε θέσει ως νέα ημερομηνία αποπεράτωσης στο αναθεωρημένο πρόγραμμα εργασιών που είχε υποβάλει στις 26 Σεπτεμβρίου 2023.
Γενικό Λογιστήριο κατά αναδόχου
Το Γενικό Λογιστήριο σε υπόμνημά του, σημείωσε ότι «η διακοπή μιας σύμβασης από μία αναθέτουσα Αρχή προκύπτει κατά κύριο λόγο από την αδυναμία του αναδόχου να ολοκληρώσει τη σύμβαση μέσα στο πλαίσιο της νομοθεσίας για τις δημόσιες συμβάσεις ή και για τον λόγο ότι ο ανάδοχος βρίσκεται σε οικονομική δυσχέρεια και παρουσιάζει αδυναμία να χρηματοδοτήσει τις εργασίες».
Εκφράζει επίσης την άποψη πως δεν πρέπει να αφήνονται σκιές στις αναθέτουσες Αρχές που διέκοψαν τις συμβάσεις λόγω αδυναμίας του αναδόχου να παραδώσει αυτό που υποσχέθηκε με την προσφορά του.
Η πρόθεση του εργολάβου
Η Ελεγκτική Υπηρεσία αναφέρεται και στο Τμήμα Δημοσίων Έργων, σημειώνοντας πως «τον Μάιο του 2023 έδινε προφορικές διαβεβαιώσεις ότι είχαν προκύψει δυσκολίες κατά την εκτέλεση της σύμβασης» και ότι «τρίτοι δημιουργούσαν πολλά προβλήματα στο έργο και στον εργολάβο, που φαινόταν ότι είχαν ξεπεραστεί».
Αναφέρεται επίσης πως ο εργολάβος με επιστολή του προς το Τμήμα Δημοσίων Έργων στις 27.11.2023 είχε προβάλει τον ισχυρισμό ότι υπήρξε παραβίαση συμβατικών υποχρεώσεων εκ μέρους του Τμήματος Δημοσίων Έργων. Όταν η Ελεγκτική Υπηρεσία έλαβε γνώση του περιεχομένου της επιστολής του εργολάβου, υπέδειξε στα Δημόσια Έργα (20.12.2023) ότι οι σχετικές αναφορές υποδήλωναν πρόθεση του εργολάβου να προχωρήσει σε λύση της σύμβασης.
Η αντίδραση των Δημοσίων Έργων
Ακολούθως, το Τμήμα Δημοσίων Έργων αντέκρουσε τους ισχυρισμούς του εργολάβου και με επιστολή του (5.2.2024) κατέγραψε σωρεία ενεργειών του Τμήματος μέσω των οποίων επιχειρούσε να βοηθήσει την προώθηση του έργου ώστε να αποφευχθούν καθυστερήσεις. Στο υπόμνημα γίνεται επίκληση δηλώσεων του διευθυντή Δημοσίων Έργων (12.4.2024) με βάση τις οποίες μέχρι τότε είχαν εκτελεστεί εργασίες σε ποσοστό 30-35% επί του συνόλου του έργου. Στο ίδιο υπόμνημα καταγράφεται πως μέχρι τον Ιανουάριο του 2024, το ποσοστό υλοποίησης του έργου κυμαινόταν σε ποσοστό μικρότερο του 18%.
Στο υπόμνημα αναφέρεται, πως μέχρι τον τερματισμό της σύμβασης είχε καταβληθεί στον εργολάβο ποσό €14,3 εκατομμυρίων το οποίο με τις αυξομειώσεις των τιμών ανέρχεται συνολικά σε περίπου €16 εκατομμύρια.
Στις 11.11.2024 το Τμήμα Δημοσίων Έργων προχώρησε σε τερματισμό της σύμβασης με τον εργολάβο.
Οι εγγυητικές και η ελληνική Δικαοσύνη
Για τις εγγυητικές, στο υπόμνημα της Ελεγκτικής Υπηρεσίας σημειώνεται πως «το γεγονός ότι οι επιστολές για κατάσχεσή τους επιδόθηκαν μία μέρα μετά τον τερματισμό της σύμβασης και όχι την ίδια μέρα, προκαλεί εύλογα ερωτήματα στην Ελεγκτική Υπηρεσία καθώς αυτό έδωσε στον εργολάβο το δικαίωμα να εξασφαλίσει την έκδοση δικαστικών μέτρων απαγόρευσης της ρευστοποίησης των εγγυητικών.
Στο υπόμνημα της Ελεγκτικής Υπηρεσίας αφήνονται αιχμές και εναντίον της ελληνικής Δικαιοσύνης. Στο λεκτικό των εγγυητικών επιστολών αναφέρεται ότι αυτές θα διέπονται και θα ερμηνεύονται με βάση και σύμφωνα με του νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας και θα εμπίπτουν στη δικαιοδοσία των κυπριακών δικαστηρίων, σημειώνεται.
«Ως εκ τούτου, προκαλεί έντονο προβληματισμό στην Υπηρεσία μας το γεγονός ότι ελληνικά δικαστήρια έχουν αποφανθεί ότι μπορούν να λάβουν αποφάσεις επί εγγυητικών οι οποίες δεν εμπίπτουν στην δικαιοδοσία τους. Θεωρούμε ότι η εν λόγω δικαστική απόφαση θα αποτελέσει αρνητικό προηγούμενο για εγγυητικές οι οποίες υποβάλλονται στο πλαίσιο σύναψης δημοσίων συμβάσεων και εκδίδονται από τραπεζικά ιδρύματα στην Ελλάδα», αναφέρεται.