Πανίκος Κωνσταντίνου
Το ποδόσφαιρο λατρεύεται από εκατομμύρια ανθρώπους λόγω του λαϊκού του χαρακτήρα και των λιτών μέσων που χρειάζεται κάποιος για να παίξει. Μία μπάλα, λίγο χώρο και δυο καλοί φίλοι μπορεί να φτιάξουν πρόχειρα έναν ποδοσφαιρικό αγώνα.
Την αγάπη τους για το άθλημα εξέφρασαν με πολλούς τρόπους δεκάδες γνωστοί άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών. Ένας από τους γνωστότερους ήταν ο τραγουδιστής της ρέγκε, Μπομπ Μάρλεϊ. Πρόκειται για το είδος μουσικής που αναπτύχθηκε στη Τζαμάικα περί τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και ο Μάρλεϊ ήταν ο κύριος εκφραστής της.
Όπως είχε κάποτε δηλώσει «πρώτα αγαπώ τη μουσική και μετά το ποδόσφαιρο. Αν αγαπούσα πρώτα το ποδόσφαιρο, θα ήταν επικίνδυνο, γιατί αν έπαιζα μουσική και ποδόσφαιρο, δεν θα ήταν ασφαλές, αφού το ποδόσφαιρο γίνεται βίαιο πολλές φορές».
Και μια τέτοια δήλωση από μέρους του, κρίνεται απόλυτα φυσιολογική γιατί πρώτα απ’ όλα την εποχή που την είπε, ο χουλιγκανισμός –κυρίως στην Ευρώπη– έκανε θραύση, αλλά και γιατί τα τραγούδια του μιλούσαν για αγάπη και ειρήνη.
«Εγώ τραγουδώ για την αγάπη και την ειρήνη. Αν ένας αντίπαλος μου κάνει σκληρό τάκλιν την ώρα που παίζουμε μπάλα, αυτό θα μου γεννήσει αισθήματα… πολέμου», έχει πει ο Μπομπ, κάτι που δείχνει την αγάπη του για το άθλημα, αλλά και την επιθυμία του αυτό να μην ξεφεύγει των αθλητικών ορίων τού παιχνιδιού. Είχε μια άλλη οπτική γωνία για το ποδόσφαιρο το οποίο πίστευε πως είναι ένα άθλημα που φέρνει κοντά τους ανθρώπους και δεν τους χωρίζει, ούτε τους φανατίζει.
Η μπάλα έγινε το αγαπημένο του σπορ από την παιδική του ηλικία. Σύμφωνα με διάφορες ιστορίες, όταν ήταν 15 χρονών είχε φάει πολύ ξύλο από τη μητέρα του γιατί όλη τη μέρα έπαιζε μπάλα και χάλασε τα καινούρια παπούτσια του!
Δεν υπήρξε ποτέ του ποδοσφαιριστής και ούτε δοκίμασε ποτέ σε κάποια ομάδα. Άλλωστε αν αγαπούσε το ποδόσφαιρο, ήταν ερωτευμένος με τη μουσική. Η πρώτη του μπάντα ήταν οι Γουέιλερς και, όταν έδινε συναυλίες σε διάφορες πόλεις, πάντα κουβαλούσε μια μπάλα μαζί του για να παίζει στα διαλείμματα. Έπαιζε στους δρόμους, σε πλατείες, σε παραλίες. Ακόμα, κάποιοι ισχυρίζονται, πως και στο στούντιο την ώρα που ηχογραφούσε, είχε μια μπάλα μαζί του.
Φημολογείται πως είχε καλή τεχνική κατάρτιση και ήταν δυνατός παίκτης. Όταν έχανε θύμωνε πολύ και δεν ήθελε να του μιλάει άνθρωπος. Επίσης, λέγεται ότι είχε τόσο πάθος και αγάπη για την μπάλα που στην Τζαμάικα διοργάνωνε αγώνες για τους μηχανικούς και τους εργάτες, μέχρι τους μανάβηδες.
Το ποδόσφαιρο για τον Μπομπ Μάρλεϊ ήταν η ελευθερία του. Και για να είναι σε καλή κατάσταση τον προπονούσε κυρίως στην παραλία ο φίλος του και πρώην επαγγελματίας ποδοσφαιριστής Άλαν Κόουλ.
Όπως όλοι όσοι ασχολούνται με το ποδόσφαιρο είχε και αυτός ινδάλματα. Αγαπημένοι ποδοσφαιριστές του ήταν ο Μαραντόνα, ο Ανρτίλες για τον οποίο πήγαινε στο γήπεδο της Τότεναμ, όταν ζούσε στο Λονδίνο και ο Πελέ –και γι’ αυτό δήλωνε οπαδός της Σάντος. Ήταν φίλος και με τον Πάουλο Σέζαρ που κατέκτησε το παγκόσμιο κύπελλο το 1970 με τη Βραζιλία. Σε κάποια στιγμή που βρέθηκε στη Βραζιλία, του ζήτησε τη συμβουλή για τη δημιουργία σχολής ποδοσφαίρου στην Τζαμάικα.
Με αφορμή το Μουντιάλ του 1978 στην Αργεντινή, για να μην χάνει αγώνες, μιας και βρισκόταν σε περιοδεία, είχε τηλεόραση στο βανάκι που ταξίδευε. Για να αντιληφθούμε πόσο του άρεσε να παίζει μπάλα, το 1980, κατά τη διάρκεια της περιοδείας του, απέρριψε πολλές προτάσεις για συνέντευξη προκειμένου να έχει χρόνο να παίξει ποδόσφαιρο.
«Αν θες να με γνωρίσεις, πρέπει να παίξεις αντίπαλος με μένα και τους Γουέιλερς σε ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι», έλεγε σε συνεντεύξεις του… Είχε γραφτεί πως η πάθηση που επέφερε τον θάνατό του προκλήθηκε από τραυματισμούς και πληγές στα δάχτυλα των ποδιών του, λόγω των ατελείωτων ωρών που έπαιζε μπάλα.
Στις 2 Ιουλίου 1980, λίγες ώρες από την συναυλία τους στο Μποζουάρ, η μπάντα του Μπομπ Μάρλεϊ αφίχθηκε στο προπονητικό κέντρο της Ναντ για ένα φιλικό αγώνα. Ανάμεσά τους και ο μάγειρας που συνόδευε το γκρουπ διότι οι ρασταφάρι ακολουθούν αυστηρές διατροφικές αρχές. Η Ναντ ήταν πρωταθλήτρια Γαλλίας και εκείνη την εποχή ήταν αήττητη για τέσσερα χρόνια στο γήπεδό της. Απέναντί τους είχαν επαγγελματίες ποδοσφαιριστές όπως ο Ανρί Μισέλ που διετέλεσε και ομοσπονδιακός τεχνικός. Τελικό σκορ 4-3 για τους πρωταθλητές Γαλλίας, με το Μπομπ Μάρλεϊ να σημειώνει δύο γκολ.
«Ήταν χαρούμενοι που έπαιζαν, τους άρεσε πραγματικά η μπάλα αλλά αντιμετώπιζαν το παιχνίδι πολύ σοβαρά. Μετά το ματς, μας κάλεσαν στο πούλμαν τους. Πολλή κάπνα. Μας αφιέρωσαν έναν δίσκο, μας προσκάλεσαν στη συναυλία» είχε δηλώσει σε συνέντευξη του ο Ανρί Μισέλ.
Λίγους μήνες μετά, ο Μάρλεϊ καταρρεύσει στο Σέντραλ Παρκ όπου είχε πάει για να τρέξει. Πεθαίνει στις 11 Μαΐου 1981, 36 χρονών, στην ηλικία όπου πολλοί ποδοσφαιριστές κρεμάνε τα παπούτσια τους.
Ο Άλαν Κόουλ που προπονούσε τον Μπομπ Μάρλεϊ αλλά και τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας ήταν ο καλύτερος ποδοσφαιριστής που είχε βγάλει η Τζαμάικα. Εκτελούσε χρέη μάνατζερ και μεταξύ άλλων οργάνωσε τη συναυλία για την ανεξαρτησία της Ζιμπάμπουε τον Απρίλιο του 1980.
Αντί να δίνει συνεντεύξεις και συχνά παραμελώντας τα τεστ ήχου, ο Μάρλεϊ οργάνωνε διπλά με όποια άλλη ομάδα μπορούσε. Με τους δημοσιογράφους στο Μπάτερσι Παρκ στο Λονδίνο το 1975. Εναντίον μεικτής καλλιτεχνών και δημοσιογράφων δίπλα στον Σηκουάνα, 9 Μαΐου 1977, στις εγκαταστάσεις της Φούλαμ, στο Ρίο ντε Τζανέιρο τον Μάρτιο του 1980…
Σύμφωνα με τον θρύλο, ο καρκίνος (διαγνώσθηκε το φθινόπωρο του 1980) οφειλόταν σε κάποιο από αυτά τα φιλικά ματς: Είχε αλήθεια τραυματιστεί άσχημα παίζοντας μπάλα στο Παρίσι και ο γιατρός που τον φρόντισε του σύστησε να κάνει εξετάσεις για ένα νύχι του ποδιού του που φαινόταν κάπως ύποπτο, αλλά ο Μάρλεϊ προτίμησε να ακολουθήσει κάποιες εναλλακτικές θεραπείες, σύμφωνες με τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις.
Τη μνήμη του Μπομπ Μάρλεϊ την τιμάει καλύτερα απ’ όλες τις ομάδες ο Άγιαξ Ολλανδίας. Ο σπουδαίος καλλιτέχνης της ρέγκε είναι ιδιαίτερα δημοφιλής ανάμεσα στους οπαδούς του Άγιαξ, και μάλιστα το τραγούδι «Three Little Birds» έχει γίνει κάτι σαν ανεπίσημος ύμνος του συλλόγου, με τον γιο του Μπομπ Μάρλεϊ, Κάι Μάνι Μάρλεϊ, να το έχει τραγουδήσει μέσα στη Johan Cruyff Arena, αλλά και τον κόσμο της ομάδας να το χρησιμοποιεί ως σύνθημα. Η διοίκηση της ολλανδικής ομάδας αποφάσισε να τον τιμήσει αφιερώνοντας την τρίτη φανέλα τής ομάδας τη σεζόν 2021-22. Η φανέλα ήταν μαύρη με ένα Rastafari κολλάρο στο λαιμό στα χρώματα κόκκινο, πράσινο και χρυσό.